Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2008

ΙΣΤΟΡΙΑ 26: ΔΕΙΞΕ ΜΟΥ ΤΟΝ ΦΙΛΟ ΣΟΥ, ΝΑ ΔΩ ΑΝ ΣΟΥ ΜΟΙΑΖΕΙ



Πριν γνωρίσω τον άντρα μου εκείνος δεν έμενε στην Αθήνα, παρά μόνο ερχόταν περιστασιακά. Διατηρούσε όμως εδώ μια παρέα αγαπημένων φίλων, που τους επισκεπτόταν συχνά.

Όταν γνωριστήκαμε, γνώρισα κι εγώ τους φίλους και τις παρέες του, όπως κι εκείνος τις δικές μου. Με μερικούς ταιριάξαμε πολύ και κάνουμε παρέα μέχρι σήμερα, με άλλους όχι και τόσο. Κάπως έτσι δεν συμβαίνει σε όλους σας;

Μετά το γάμο μας, ο άντρας μου αναγκάστηκε να λείψει από την Αθήνα για ένα εξάμηνο, περίπου. Κι αντί για το μήνα του μέλιτος, ζήσαμε το μήνα ή μάλλον το εξάμηνο, του φεστιβάλ τραγουδιού. Δηλαδή εμένα να τραγουδάω από μέσα μου (εν είδει play back) :

Το πλοίο θα σαλπάρει για λιμάνια ξένα
μαζί του θα σε πάρει, αγάπη μου κι εσένα,
μακριά από μένα…μακριά από μέεεεεενααααα…


Μέσα σε αυτούς τους τόσο συγκινητικούς και ρομαντικούς μήνες της μοναξιάς και της νοσταλγίας, η νιόπαντρη, πρόσεξα ότι, παρόλο που είχαμε ήδη τα κινητά και μπορούσαν να με καλέσουν για μια έξοδο ή για έναν καφέ, ορισμένοι δεν επικοινώνησαν ούτε μια φορά, για να δουν τι κάνω.

Εγώ δεν έδωσα και τόση σημασία. Όπως είπα και πριν, δεν περιμένω να ταιριάζω με όλους, όπως ούτε κι εγώ δεν βρίσκω ότι μου ταιριάζουν όλοι. Απλώς, κατέταξα τα εν λόγω παιδιά στο επίπεδο της παρέας και των γνωστών, και όχι βέβαια στο επίπεδο των φίλων μου.

Όταν ο άντρας μου επέστρεψε στην Αθήνα, οι προτάσεις για εξόδους, βόλτες, φαγητό έπεφταν βροχή από τους ίδιους ανθρώπους. Ούτε αυτό το θεώρησα κακό. Είναι γνωστό ότι τα ζευγάρια συνήθως λαμβάνουν κοινή πρόσκληση για τις όποιες εξόδους.

Ως εδώ όλα καλά και όλα ωραία, και σας βλέπω, αγαπητό κοινό μου: τόση ώρα ψάχνετε να εντοπίσετε το παράλογο και το αστείο της ιστορίας. Διαβάστε λοιπόν, προσεκτικά: Μετά από άπειρες εξόδους, βόλτες για φαγητό, ποτό, μπάνια στη θάλασσα, πάρτυ στα σπίτια του ενός και του άλλου, και ό,τι άλλο τέλος πάντων μοιράζονται όλες οι φιλικές παρέες παντού, και αφού είχαν περάσει άλλα 2-3 χρόνια εν τω μεταξύ, μια ωραία πρωία χτυπάει το τηλέφωνο και ένας από τους φίλους που κάναμε παρέα, λέει στον άντρα μου τα εξής:

- (Φίλος): έλα, μ’ ακούς; Έχω ένα φοβερό νέο.
- (Αντρας μου) : Για λέγε;
- Φ: Γνώρισα μια κοπέλα, όχι ερωτικά, ξέρεις τώρα…φίλη κι έτσι… που έχει πρόβλημα ακοής, όπως και η Σοφία
- Α: Ε, καλά, και γιατί είναι τόσο φοβερό νέο; Δεν είναι μόνη η Σοφία, υπάρχουν ένα σωρό άλλες κοπέλες με το ίδιο πρόβλημα.
- Φ: Ναι, αλλά η συγκεκριμένη μιλάει και διαβάζει τα χείλη όπως η Σοφία, δεν μιλάει με νοηματική.
- Α: Ε, ούτε αυτό είναι τόσο περίεργο, υπάρχουν κι άλλες.
- Φ: Μα, δεν καταλαβαίνεις, ΠΡΕΠΕΙ να τις γνωρίσουμε μεταξύ τους.
- Α: Να τις γνωρίσουμε αν το φέρει η περίσταση, γιατί όχι; Αλλά γιατί πρέπει κιόλας;
- Φ: Μα…για να κάνουνε παρέα και να μην είναι μόνη της!
- Α (άφωνος) Εννοείς να μην είναι μόνη της η κοπέλα αυτή ή η γυναίκα μου που ΕΧΕΙ και φίλους και παρέες και εμένα ακόμη;
- Φ: Και οι δυο. Δεν είναι πιο καλά να κάνουν παρέα μεταξύ τους;
- Α : ……..


Και ιδού, φίλοι μου, ένα ακόμη απόσπασμα από το θέατρο του παραλόγου, που συχνά έχω βιώσει στη ζωή μου. Αυτή τη φορά από έναν άνθρωπο τυπικά μορφωμένο, με πτυχία πανεπιστημίου και μεταπτυχιακά, με ανοικτό (υποτίθεται) μυαλό.

Στο οποίο μυαλό ωστόσο, τελικά τα πράγματα είναι ταξινομημένα σε κουτάκια: Οι κουφοί με τους κουφούς, οι τυφλοί με τους τυφλούς, οι κινητικά ανάπηροι με τους ομοίους τους…Και οι υγιείς και αρτιμελείς στην άλλη πλευρά, μην τύχει και μπλεχτούν με τους καημένους τους ανάπηρους σε καθημερινή βάση. Από μακριά και αγαπημένοι, ναι.

Γιατί τελικά, είναι πολύ πιο εύκολο να λυπάσαι τον καημένο τον ανάπηρο, παρά να θέλεις να τον συναναστρέφεσαι καθημερινά και με ίσους όρους, σεβασμού, αγάπης και φιλίας, όπως θα δείχνεις ή θα έπρεπε να δείχνεις σε κάθε φίλο σου.

Τη συνέχεια της ιστορίας υποθέτω μπορείτε να τη μαντέψετε. Η καημένη κουφή μας (εγώ δηλαδή) αρνήθηκε να ξανακάνει παρέα με τον εν λόγω φίλο, κι ενώ είχαν ήδη μεσολαβήσει και άλλα αρνητικά συμβάντα πάνω σε άλλα θέματα, και έχασε και τη δυνατότητα να γνωρίσει την άλλη καημένη κουφή, που μπορεί και να ήταν αξιόλογος άνθρωπος και μπορεί και να ταιριάζανε τελικά, ποιος ξέρει;

Το επιμύθιο είναι, φίλες και φίλοι αναγνώστες, ότι αν κάποια στιγμή θελήσετε να κάνετε παρέα με κάποιον που έχει κάποιο πρόβλημα υγείας ή αναπηρίας, βάζοντας εκ προοιμίου τον εαυτό σας σε θέση ανωτερότητας, και θεωρώντας ότι με τη συναναστροφή σας μαζί του του κάνετε και χάρη, προσέξτε πολύ γιατί θα έρθει η στιγμή που ο “προβληματικός” θα ανακαλύψει τον πραγματικό σας χαρακτήρα και τα συμπλέγματά σας, και τελείως φυσικά και συνεπακόλουθα…θα σας απορρίψει.

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2008

ΙΣΤΟΡΙΑ 25: ΝΟΝΑ, ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΜΙΛΑΣ ΚΑΛΑ;



Αυτή η ιστορία είναι αφιερωμένη στη μικρή Μαρία, ετών σήμερα τεσσάρων, που ήδη αρχίζει να βρίσκει τους πρώτους κώδικες επικοινωνίας με την κουφή νονά της…

Η σχέση όλων μας με τα πολύ μικρά παιδιά, ειδικότερα εκείνα της προσχολικής ηλικίας, δεν είναι πάντα εύκολη. Αν όμως για σας υπάρχει η αμηχανία μια φορά, που εκδηλώνεται με τη σκέψη: “πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά, έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα”, για μένα η ίδια αμηχανία πολλαπλασιάζεται.

Πριν από λίγα χρόνια, ένα ζευγάρι αγαπημένων φίλων μου πρότειναν να τους παντρέψω. Δεν δίστασα καθόλου, παρά τον σχετικό τρόμο που με κατέλαβε μπροστά στην τελετή του γάμου τους. (Αναρωτιόμουν, θα έβαζα σωστά τις βέρες την ώρα που έπρεπε να τις βάλω στο ζεύγος ή θα τα έκανα όλα σαλάτα και θα γύρναγα γύρω γύρω τον Ησαϊα την ώρα που θα έπρεπε να βγάλω τις βέρες, και τούμπαλιν, θα προσπαθούσα να τους φορέσω τις βέρες σταυρωτά όταν θα έπεφταν τα ρύζια; )

Αν όμως η κουμπαριά ήταν μια επικίνδυνη αποστολή που την έβγαλα εις πέρας με μερικά μαθήματα και με επιτυχία, στη συνέχεια με περίμενε ο απόλυτος τρόμος. Ως κουμπάρα, έπρεπε να βαφτίσω το παιδί του ζεύγους, ένα τρισχαριτωμένο κοριτσάκι που αποφάσισαν να του δώσουν το πρωτότυπο και σπάνιο όνομα Μαρία.
(Παρένθεση: όσοι και όσες φίλοι και φίλες αναγνώστες έχουν βαφτίσει ένα κοριτσάκι που να το λένε Μαρία, ας αφήσουν κανένα σχόλιο να φαινόμαστε πολλοί…Ευχαριστώ – κλείνει η παρένθεση )

Η τελετή της βάφτισης ήταν αρκετά τρομακτική διαδικασία, γιατί, εκτός που έπρεπε να τα κάνω όλα σωστά με τα λάδια και τα ξύδια και ό,τι άλλο βάζαμε τέλος πάντων στο μωρό (που να θυμάμαι μες τον πανικό μου εκείνη την ώρα! ) έπρεπε να προσέχω κιόλας ώστε ταυτόχρονα και να καταλαβαίνω τι μου λένε οι γύρω, αλλά και να μην μου γλυστρήσει το παιδί, που ήτανε και τίγκα στο λάδι. Τελικά τα κατάφερα πολύ καλά, πλην την πλήρωσε η φούστα μου που την καταλάδωσα – αλλά δεν μου γλύστρησε, ούτε η φούστα, ούτε το μωρό. Μπίνγκο! )

Τα πραγματικά ζόρια, όμως, καθώς λένε, μεγαλώνουν όσο μεγαλώνει και το παιδί. Στην αρχή, τα πράγματα ήταν πολύ απλά. Μιλούσαμε την ίδια ακριβώς γλώσσα: Κου-πε-πε-πε-πε η νονά, Ουάάά, το μωρό. Τριαλαζούμ, τριαλαρό η νονά, ουκακαμπουμ-μπουμ-κιρι-κακά το μωρό – μια χαρά συνεννόηση γινότανε. Και δώστου ρουφηχτά φιλάκια στα μαγουλάκια, και δώστου τσιμπιές στα μπουτάκια, όλα μια χαρά. Ευλογημένη ηλικία, ειδικά αν είσαι η νονά και το βλέπεις όμορφο, καθαρό, πλυμμένο και ταϊσμένο από τη μαμά, οπότε αναφωνείς: Αχ, τι ωραία που είναι τα μωράκια….των άλλων!

Μετά όμως…ήρθανε χρόνια δίσεκτα, σαν το 2008 ένα πράγμα, και το μωρό άρχισε να μιλάει, να λέει λεξούλες, να συντάσσει προτασούλες, να επικοινωνεί με τον κόσμο γενικώς. Μέχρι τα τρία του το μωρό μίλαγε τα ελληνικά φαρσί, και με φοβερή προφορά (όπως με διαβεβαιώνουν), και άρχισε να μην είναι πια μωρό, αλλά να γίνεται η μικρή Μαρία.

Η οποία μικρή Μαρία, φίλες και φίλοι αναγνώστες, θα μπορούσε να είναι σαν τη Μαρία που έχετε βαφτίσει κι εσείς, μια Μαρία σαν όλες τις άλλες Μαρίες. Πλην όμως, καθώς λέει και ο Αντουάν Ντε Σαιντ Εξυπερύ στον Μικρό Πρίγκηπα, εγώ θα την αναγνώριζα ανάμεσα σε χίλιες και σε πέντε χιλιάδες, και σε εκατομμύρια Μαρίες, γιατί είναι η Μαρία που βάφτισα με τα ίδια μου τα (λαδωμένα) χέρια.

Τι έφταιγε όμως η μικρή Μαρία, ω αναγνώστες, για να χτυπηθεί τόσο σκληρά από τη μοίρα, ώστε να έχει μια κουφή νονά; Τι βάρος θα κουβάλαγε το μικρό αυτό πλάσμα, τι τραύμα θα είχε να διαχειριστεί μεγαλώνοντας, καθώς θα προσπαθούσε να επικοινωνήσει με τη νονά του, με τρόπο ολότελα διαφορετικό από τις άλλες Μαρίες;

Φίλοι και φίλες αναγνώστες, όλα τα παραπάνω τα είχε ήδη πει –η μισοπεί- η Καλή Κουφή Νονά στους γονείς, σας διαβεβαιώ, και μάλιστα προτού συμβεί το μοιραίον της βάφτισης. Εν τούτοις, η μαμά της Μαρίας διαβεβαίωσε τη νονά ότι “δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα γλυκειά μου, δεν έχεις τίποτα, έχεις;! Εσένα θέλουμε για νονά” και ο μπαμπάς της Μαρίας, που είναι μεν ένας από τους καλύτερους γιατρούς της Ελλάδας στον τομέα του, αλλά από λογοτεχνία δεν κατέχει και πολλά πολλά, βρήκε την ευκαιρία να ρωτήσει: “Ποιος είναι αυτός ο Σαιντ Εξυπερύ πάλι; Κανάς ποιητής; “

Μ’ αυτά και μ’ αυτά πέρασε ακόμη ένας χρόνος, και η Μαρία μας έκλεισε τα 4 τον περασμένο Σεπτέμβρη. Η νονά εν τω μεταξύ είχε αρχίσει να έχει εμπειρία από τα πιτσιρίκια άλλων φίλων, και είχε προσέξει ότι η κρίσιμη ηλικία ήταν τα 4, τα 5, και τα 6, λίγο πριν πάνε τα παιδιά στο σχολείο δηλαδή. Μια ηλικία όπου αρχίζουν να αναρωτιούνται για τον κόσμο, αλλά πάλι είναι αρκετά μικρά ώστε να καταλάβουν επακριβώς την εξήγηση της κώφωσης και των παραμέτρων της. (Εδώ που τα λέμε, φίλοι αναγνώστες, μερικές φορές άνθρωποι 30, 40, και 50 ετών αποδεικνύονται πολύ πιο μικροί και ανώριμοι στον τρόπο που φέρονται σε έναν κωφό άνθρωπο, σε σχέση με ένα παιδί, που αυθόρμητα βρίσκει δικούς του τρόπους επικοινωνίας).

Η νονά μας, λοιπόν, εγώ δηλαδή, είχε ήδη εκπαιδευτεί από τον μικρό Αλέξανδρο, 5μισυ ετών στον Μόλυβο της Λέσβου, όπου κάναμε διακοπές μαζί, και τη μικρή Δαφνούλα, που ήταν ήδη 7 ετών πέρσι στο Διακοφτό, όπου επίσης μείναμε κάποιες μέρες, Η Δαφνούλα, ειδικά, ως πιο μεγάλο παιδάκι, αλλά και ως πολύ έξυπνο παιδί, επίσης, πήρε την υποφαινόμενη υπό την προστασία της, και σε χρόνο dt είχε αναπτύξει δικούς της κώδικες επικοινωνίας, όπως το να της μιλάει χωρίς φωνή και να της λέει μυστικά (κάτι που έκανε πάντα ο αδερφός μου όταν ήμασταν παιδιά, εκνευρίζοντας τους γονείς μας), αλλά και να της λέει ατάκες όπως: “ Τώρα ακούγεται ένα σκυλί που γαβγίζει στο βάθος του κτήματος, αλλά εσύ σίγουρα δεν το ακούς, γι’ αυτό στο λέω! “

Για να είμαι όμως ειλικρινής, είναι πολύ πιο εύκολο για μένα να προσεγγίσω τα αγοράκια αυτής της ηλικίας, παρά τα κοριτσάκια. Τον δρόμο μου τον έδειξε ο Αλέξανδρος στον Μόλυβο: όταν του είπαν ότι “η Σοφία δεν ακούει”, δεν κάθισε να αναλύσει το πώς και το γιατί. Με τέσταρε απλώς, για να δει τι μπορώ να κάνω: μου πέταγε μια μπάλα, έβλεπε ότι την έπιανα και την πετούσα πίσω, οπότε σημείωνε πιθανότατα στο μυαλουδάκι του: ΟΚ, δεν ακούει, αλλά πιάνει την μπάλα, τρέχει, παίζουμε, κανένα πρόβλημα.

Σκεφτείτε το καλά αυτό, φίλες αναγνώστριες, και θα καταλάβετε πόσα προβλήματα διαφοράς των φύλων ξεκινούν από αυτή την απλή παραδοχή: Ο μικρός Αλέξανδρος, όπως και όλα τα αγοράκια των φίλων μας, δεν ενδιαφέρονταν να αναλύσει το πώς και το διότι, αλλά απλώς μου έκανε test drive για να δει σε ποια σημεία λειτουργώ, και προσάρμοσε ανάλογα το παιχνίδι του. Οπως και ο εξάχρονος Γιαννάκης, παιδί άλλης φιλικής οικογένειας, που δεν σχολίασε τίποτα απολύτως κατά την πρώτη μας επίσκεψη (με τον άντρα μου) στο σπίτι των γονιών του, αλλά κατά τη δεύτερη επίσκεψη, όταν χτυπήσαμε το κουδούνι ανακοίνωσε μεγαλόφωνα και απαθέστατα: “Μαμά, ήρθε ο κύριος Νίκος, με τη γυναίκα του, την κυρία Σοφία, που δεν ακούει", χωρίς άλλο σχολιασμό, σαν να ήταν αυτή η φυσική τάξη των πραγμάτων.

Αντιθέτως, όλα τα μικρά κοριτσάκια ήθελαν και απαιτούσαν και να αναλύσουν την κατάσταση, και να βρουν τρόπους λεκτικής επικοινωνίας μαζί μου.

Ετσι και η βαφτισιμιά μου, η Μαρία, πριν από λίγες μέρες, όταν την επισκέφτηκα στο σπίτι όπου ήταν και η μαμά της, μας άκουσε να μιλάμε και εντόπισε αμέσως το σφάλμα: “Μαμά, η νονά δεν μιλάει καλά”. Ευτυχώς, ήμουν προετοιμασμένη, και εκπαιδευμένη θαρρώ από τα άλλα παιδάκια, οπότε την πιάσαμε μαζί με τη μαμά της, και της εξηγήσαμε ότι η νονά δεν ακούει όπως οι άλλοι άνθρωποι, ότι θα πρέπει να της μιλάει όταν θα τη βλέπει η νονά, ότι αν η νονά δεν καταλαβαίνει κάτι θα πρέπει να το ξαναλέει, της δείξαμε και το ένα ακουστικό που φοράω τώρα πια, οπότε η Μαρία ησύχασε και άρχισε να παίζει.

Πέρασε λίγη ώρα, κι ενώ πιστεύαμε ότι το θέμα είχε προς το παρόν ξεχαστεί, η Μαρία επέστρεψε στο σημείο που καθόμασταν και ρώτησε όλο απορία: “Ναι, εντάξει, μου είπατε ότι δεν ακούει καλά, αλλά γιατί δεν μιλάει καλά, δεν μου είπατε όμως! “

Και λέω, λοιπόν, αυτό που έλεγα και στην αρχή…πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά; Ετσι κι αλλιώς, τα ξέρουν όλα…Οσο για το Μαράκι, περιμένω απλά να μεγαλώσει λίγο ακόμα, για να μπορέσει να διαβάσει τούτο το μπλογκ. Ελπίζω τότε να του λυθούν όλες οι απορίες…και να είμαστε όλοι καλά, για να της λύσω και τις επόμενες απορίες, που πιθανόν να έχει, και που τώρα δεν μπορώ ούτε να φανταστώ.

ΥΓ: Λέτε να πάρω μαζί μου το Μαράκι στην επόμενη επιτροπή, για να τους διαβεβαιώσει ότι δεν μιλάω καλά, ότι δεν ακούω καλά, και ότι ο βασιλιάς (η επιτροπή) είναι γυμνός; Λέτε;

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2008

ΙΣΤΟΡΙΑ 24: Η ΦΟΥΛΑ ΦΟΥΛΑ ΚΑΙ Η ΕΠΙΤΡΟΠΟΥΛΑ (ΜΕΡΟΣ Β)



Περίληψη προηγούμενου επεισοδίου:

Η Φούλα Φούλα (εκ του Σοφούλα-Κουφούλα), μετά από κατανάλωση μανιταριών αλα κρεμ σε εστιατόριο, εξετάζεται από επιτροπή που θα κρίνει την κώφωσή της. Τα μέλη της επιτροπής απαρτίζονται από τη Ντάμα Κούπα, το Ρήγα Σπαθί και τον Βαλέ Λακέ…ή έτσι νομίζει η Φούλα Φούλα, καθώς έχει επηρεαστεί από τα ύποπτα μανιτάρια.

Η Επιτροπή στέλνει τη Φούλα στη Ντίσνεϋλαντ…συγγνώμη, στη Wonderland…πάλι λάθος, στη Neverland…ή μήπως στη χώρα του Ποτέ-ποτέ ή μάλλον στη χώρα του Πότε-Πότε…όπερ μεθερμηνευόμενον, στα δημόσια νοσοκομεία, όπου Πότε οι συνθήκες είναι καλές και γίνεται η δουλειά σου χωρίς ταλαιπωρία, και Πότε δεν είναι (αλλά και Πότε είναι; )

Το σημερινό μας επεισόδιο ξεκινάει με την Φούλα Φούλα ξαπλωμένη στο σκοτεινό θάλαμο των προκλητών δυναμικών, με ένα σωρό καλώδια στο κεφάλι της. Από το διπλανό δωμάτιο ακούγεται μια φωνή από την τηλεόραση:


Αγαπητοί αναγνώστες και τηλεθεατές του ΚΒC (kofosi.blosgspot.com): Προκειμένου να μάθουμε τι ακριβώς συμβαίνει στη Φούλα Φούλα, ρωτήσαμε την ιατρό κ. Σοφία Κολοτούρου, PhD, MD, επιστημονικό συνεργάτη της χώρας του Πότε-Πότε να μας εξηγήσει τι είναι τα προκλητά δυναμικά, δηλαδή η εξέταση στην οποία υποβάλλεται η Φούλα Φούλα αυτή τη στιγμή, και ποια επιστημονικά συμπεράσματα θα προκύψουν με την ολοκλήρωση της εξέτασης. Παρακολουθείστε στη συνέχεια τη συνέντευξή μας:

ΚΒC: Γιατρέ, θα θέλαμε να ενημερώσετε τους αναγνώστες μας τι είναι αυτή η εξέταση που λαμβάνει χώρα αυτή τη στιγμή, από πότε εφαρμόζεται, και ποια είναι τα επιστημονικά συμπεράσματα στα οποία θα καταλήξετε. Επίσης, πρέπει να ενημερώσετε το κοινό μας αν αυτή η ασθένεια από την οποία φημολογείται ότι πάσχει η 35χρονη Φούλα είναι μεταδοτική και αν συντρέχουν λόγοι ανησυχίας για την κοινωνία μας. Σε περίπτωση, δε, που αποδεικτεί ότι τελικά δεν είναι ασθενής και ψεύδεται ασυστόλως, θα θέλαμε να μας πείτε για το ποια παραδειγματική τιμωρία μπορεί να της επιφυλαχθεί, όπως π.χ. να κλειστεί στον Κορυδαλλό με τις άλλες 35χρονες, ως είθισται.

Γιατρός: Εγώ έχω την αρμοδιότητα να σας ενημερώσω για τα προκλητά δυναμικά, δηλαδή την επιστημονική εξέταση που λαμβάνει χώρα αυτή τη στιγμή. Οι νομικές συνέπειες του ζητήματος θα εξεταστούν από την Επιτροπή Τραπουλόχαρτων, στην οποία πρέπει να απευθυνθείτε στη συνέχεια. Ας δούμε όμως τι είναι τα προκλητά δυναμικά. Μέχρι πρόσφατα, η μόνη εξέταση που μπορούσε να κάνει κάποιος για να ελέγξει την ακοή του ήταν το ακουόγραμμα, το οποίο έχει και ένα στοιχείο υποκειμενικότητας, καθώς μπαίνεις σε ένα θάλαμο, φοράς κάποια ακουστικά (όπως στο γουώκμαν) και μέσω αυτών ακούς διάφορους ήχους, και πατάς ένα κουμπί την ώρα που τους ακούς.

Δηλαδή, θα μπορούσε κάποιος να αμφισβητήσει τα αποτελέσματά του, δεδομένου ότι είναι απαραίτητη και η υποκειμενική συμμετοχή του εξεταζόμενου στη διαδικασία. Ωστόσο, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο γίνονται επανειλημμένα ακουογράμματα σε ένα νοσοκομείο προτού δοθεί γνωμάτευση κώφωσης σε κάποιον. Διότι, αν κάποιος προσπαθεί να μας ξεγελάσει είναι αδύνατον να προσποιείται με τον ίδιο τρόπο κάθε φορά, και για μεγάλο χρονικό διάστημα, και έτσι γίνεται αντιληπτή η προσποίηση από τα διαφορετικά ακουογράμματα.

Ωστόσο, εδώ και κάποια χρόνια, έχουμε στη διάθεσή μας μια απολύτως αξιόπιστη μέθοδο μέτρησης της απόκρισης του ακουστικού νεύρου, που λέγεται (ακουστικά) προκλητά δυναμικά. Δεν θα σας κουράσω με τις επιστημονικές ορολογίες, εξάλλου όποιος θέλει μπορεί να το ψάξει αναλυτικά, αλλά θα σας πω την απλή αρχή της μεθόδου: Κλείνουμε τον εξεταζόμενο σε ένα θάλαμο όπου βρίσκεται το μηχάνημα. Ο εξεταζόμενος ξαπλώνει σε ένα κρεβάτι και δεν κάνει απολύτως τίποτα. Του φοράμε στο κεφάλι μια κάσκα με ηλεκτρόδια, και στέλνονται ήχοι μέσα από αυτήν, ενώ παράλληλα ένα κομπιούτερ (συνδεδεμένο με την κάσκα) καταγράφει την απάντηση του εξεταζόμενου, δηλαδή τα ηλεκτρικά κύματα που παράγονται στο κεφάλι του ΑΝ ΚΑΙ ΕΦΟΣΟΝ ΑΚΟΥΕΙ ΤΟ ΕΡΕΘΙΣΜΑ.

Η όλη διαδικασία μας δείχνει πέραν πάσης αμφιβολίας αν ο εξεταζόμενος ακούει, όπως εξάλλου μπορεί να γίνει καταγραφή των οπτικών προκλητών δυναμικών για όποιον έχει πρόβλημα όρασης, και των σωματοαισθητικών προκλητών δυναμικών για τις βλάβες του νωτιαίου μυελού.

Πλέον δηλαδή είναι εντελώς αδύνατη η προσποίηση του εξεταζόμενου, και τα κομπιούτερ καταγράφουν αντικειμενικά το βαθμό ανταπόκρισής του στα ηχητικά ερεθίσματα, χωρίς κανείς να μπορεί να αλλοιώσει τη διαδικασία και το αποτέλεσμά της.

Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι σε μισή ώρα περίπου θα ξέρουμε αν η 35χρονη όντως δεν ανταποκρίνεται στα ηχητικά ερεθίσματα, όπως ισχυρίζεται.

ΚΒC: Γιατρέ, η 35χρονη ισχυρίζεται επίσης ότι έχει υποβληθεί και πρόπερσι στην ίδια διαδικασία σε άλλο νοσοκομείο. Μπορείτε να μας πείτε αν υπάρχει διαφοροποίηση του αποτελέσματος των προκλητών δυναμικών ανάλογα με το νοσοκομείο;

Γιατρός: Όπως σας εξήγησα και πιο πάνω, η διαδικασία είναι αντικειμενική και αδιάβλητη και δεν μπορεί να διαφοροποιείται από νοσοκομείο σε νοσοκομείο.

ΚΒC: Τότε για ποιο λόγο υποβάλλεται εκ νέου στην ίδια διαδικασία η 35χρονη;

Γιατρός: Επειδή μας υποχρέωσε η Ντάμα Κούπα Επιτροπούλα με έγγραφό της να την επανεξετάσουμε.

ΚΒC: Γιατρέ, ευχαριστούμε για την περιγραφή της διαδικασίας. Θα επικοινωνήσουμε ξανά σε μισή ώρα, για να μας πείτε αν τελικά η 35χρονη είναι ή δεν είναι ελέφας, συγγνώμην, κωφή, ώστε να ενημερώσουμε και να προειδοποιήσουμε τους αναγνώστες μας.

Ακολουθεί ένα μισάωρο ευχάριστου διαφημιστικού διαλείμματος, ενώ παράλληλα η Φούλα Φούλα, κλεισμένη σε έναν σκοτεινό θάλαμο όπου δεν ακούει τίποτα και όπου υποχρεώνεται να μείνει ακίνητη, με διάφορα καλώδια στο κεφάλι, έχει κλείσει τα μάτια της και κοντεύει να αποκοιμηθεί.

Μισή ώρα αργότερα, λύνουν τη Φούλα, κι ενώ της δίνουν ένα χαρτί για να σκουπίσει το ζελέ που της έβαλαν στο κεφάλι, στο σημείο που ακούμπησαν τα ηλεκτρόδια, της λένε παράλληλα: Όλα καλά, είσαι ελεύθερη!


ΚΒC: Συνδεόμαστε ζωντανά με τη χώρα του Πότε-Πότε, για να ενημερώσουμε τους αναγνώστες μας ότι τελικά το αποτέλεσμα της εξέτασης της Κυρίας Φούλας είναι αρνητικό, δηλαδή δεν ανταποκρίνεται με κανένα τρόπο στα ηχητικά ερεθίσματα.

Το κανάλι μας, όπως πολύ καλά θυμάστε, ήταν το μόνο που εστήριξε την αθώα, πλην τιμία αυτή ψυχή, όταν οι πάντες έβαλαν εναντίον της, και όταν αμφισβητήθηκε η αξιοπιστία της.

Όμως, κυρίες και κύριοι ακροατές και αναγνώστες, εμείς σταθήκαμε πάντα στο πλευρό αυτού του θύματος της κοινωνικής αναλγησίας, βέβαιοι όντες ότι στο τέλος θα λάμψει η αλήθεια.

Και πάμε πάλι στο γνωστό μας διαφημιστικό σύνθημα: Φούλα Φούλα, πάει με ούλα…


Μετά από αυτές τις εξελίξεις, και με το δεύτερο χαρτί επιτροπής στα χέρια της, η Φούλα Φούλα (ΦΦ) πηγαίνει πάλι στο γραφείο της αρχικής Επιτροπής-Τραπουλόχαρτο (ΕΤ).

ΦΦ: Εφερα το χαρτί με τα προκλητά δυναμικά και την αξιολόγηση της σημερινής επιτροπής, ω αξιοσέβαστη ΕΤ (υποκλίσεις). Με χρειάζεστε κάτι άλλο;

ΕΤ: Όχι, μπορείς να πηγαίνεις.

ΦΦ: Συγγνώμη που ρωτάω, αλλά τελικά τι θα γίνει με το θέμα μου;

ΕΤ: Δεν ξέρουμε, θα συνεδριάσουμε εκ νέου και θα σου πούμε σε δυο-τρεις βδομάδες. ΠΑΡΕ ΕΝΑ ΤΗΛΕΦΩΝΟ στο τέλος του μήνα και θα δούμε.

ΦΦ: Να πάρω ένα τηλέφωνο;!

ΕΤ: Ε, ναι, απλό πράγμα είναι.

ΦΦ: (……..) άμα βρω τον μάγειρα που έκανε τα μανιτάρια αλα κρεμ θα τον…Μήπως τον λέγανε Λιούις Κάρολ; Ή μήπως Φραντς Κάφκα; Κάποιος να με ξυπνήσει επιτέλους από αυτόν τον εφιάλτη…

(Αυλαία)

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2008

ΙΣΤΟΡΙΑ 24: Η ΦΟΥΛΑ ΦΟΥΛΑ ΚΑΙ Η ΕΠΙΤΡΟΠΟΥΛΑ (ΜΕΡΟΣ Α)



Σας είχα υποσχεθεί μια ιστορία με επιτροπές πριν από λίγο καιρό, αλλά η χώρα μας είναι μια μυθική, μαγευτική χώρα, όπου αν προσέξετε καλά θα δείτε ότι ποτέ δεν συμβαίνουν ιστορίες, μόνο παραμύθια, στα οποία κάθε ομοιότητα με πρόσωπα και πράγματα είναι συμπτωματική.

Και τώρα που το δηλώσαμε και το ξεκαθαρίσαμε αυτό, ας αρχίσουμε, λοιπόν, το παραμυθάκι μας. Μια φορά κι ένα καιρό (μεταξύ μας, έναν κακό καιρό ή τον κακό μας τον καιρό, αλλά αυτό ας μη βγει παραέξω) ήταν ένα κοριτσάκι που το λέγανε Σοφούλα ή χαιδευτικά Φούλα. Το κοριτσάκι αυτό έναν καιρό (κακό καιρό, ασφαλώς! ) και μια φορά έχανε την ακοή του, ώσπου την έχασε εντελώς, και τότε το έλεγαν: Σοφούλα Κουφούλα, και χαιδευτικά Φούλα Φούλα.

Η Φούλα Φούλα ζούσε όπως όλα τα κοριτσάκια, εκτός από λίγες εξαιρέσεις: δεν μπορούσε να μιλήσει με τις φιλενάδες της στο τηλέφωνο, δεν άκουγε μουσική (αλλά πήγαινε στα κλαμπ όπου της άρεσε να χορεύει, στον ρυθμό που της υπαγόρευε η δόνηση που ένιωθε από τα μπάσα στο σώμα της), και απέφευγε το σκοτάδι, όχι λόγω του προαιώνιου φόβου του σκότους, που έχουν ακόμα αρκετοί άνθρωποι, αλλά γιατί την εμπόδιζε στην επικοινωνία.

Ο καιρός περνούσε ήρεμα στην μικρή της πόλη, μέχρις ότου, ξαφνικά ένα πρωινό, της σφηνώθηκε μια παράλογη ιδέα: Σκέφτηκε πως, σύμφωνα με τους νόμους, είναι άτομο με ειδικές ανάγκες (ΑμεΑ), γεγονός που, και να ήθελε η ίδια να το ξεχάσει, της το υπενθύμιζαν κάθε τόσο κάποιοι άλλοι (συνήθως μια φορά στα 4 χρόνια, λίγο πριν ψηφίσει), λέγοντας: “Φούλα, είσαι ΑμεΑ, είσαι ευνοημένη, ξέρεις πόσοι νόμοι και διατάξεις υπάρχουν που μπορούν να σε βοηθήσουν; Και ΝΑ οι εκπτώσεις στους λογαριασμούς και στην Εφορία, και ΝΑ τα επιδόματα, και ΝΑ οι θέσεις στο δημόσιο και ΝΑ τα περίπτερα και ΝΑ οι άδειες ταξί, και ΝΑ τα γιοφύρια, και ΝΑ τα ποτάμια, όλα για πάρτη σου, ζωή χαρισάμενη θα περνάς ρε συ Φούλα”.

“Συμφορούλα” καταλάβαινε (ως συνήθως άλλα αντ’ άλλων) εκείνη, αλλά απέφευγε να το σχολιάσει.

Μια και δυο λοιπόν, αποφάσισε μια μέρα να πάει να σκοτώσει το δράκο και να βρει το αθάνατο νερό…ή κάτι παρόμοιο τέλος πάντων, δηλαδή να πάει να πάρει ένα χαρτί που να πιστοποιεί ότι είναι Φούλα-Κουφούλα και με τη Βούλα.

Δράκος δεν υπήρχε στο παραμύθι, υπήρχε όμως η Δράκο-Επιτροπή. Η Επιτροπούλα. Για την ακρίβεια, κάθε φορά που ήθελε να διεκδικήσει κάτι, έπρεπε να περάσει και από διαφορετική επιτροπή. Για παράδειγμα, ήθελε να βγάλει δίπλωμα οδήγησης; Πάρε μια επιτροπή Φούλα μου, να πορεύεσαι…Ηθελε να διεκδικήσει κάποια έκπτωση στην εφορία; Πάρε μια επιτροπή νούμερο 2 στο άλλο άκρο της (όχι και τόσο μικρής, τελικά) πόλης…Ηθελε να βγάλει κάρτα μετακίνησης για τα λεωφορεία, που λέει ο νόμος ότι την παίρνει δωρεάν; Επιτροπή νούμερο 3 και ούτω καθεξής, μέχρι να της κάτσουν τα νούμερα και να πιάσει το τζόκερ.

Το γεγονός ότι η κώφωση που οφείλεται σε βλάβη του ακουστικού νεύρου είναι μη αναστρέψιμη εδώ και χιλιάδες χρόνια, για τις Επιτροπούλες είναι μάλλον ψιλοαδιάφορο. Οπως ζητούν από ακρωτηριασμένους να προσέρχονται κάθε τόσο στις επιτροπές για να διαβεβαιώνουν ότι δεν ξαναφύτρωσε το πόδι ή το χέρι τους, εν τω μεταξύ, έτσι ακριβώς ζητούν και από τους κωφούς να ξαναβγάζουν κάθε φορά νέα χαρτιά, μην τυχόν και γίνει κανένα θαύμα και ξανακούσει κανένας μας, ώστε να σπεύσουμε όλοι στις εκκλησίες ή στα κανάλια, ανάλογα που πιστεύει ο καθείς.

Αλλά ας επιστρέψουμε στην χαριτωμένη ιστορία, συγγνώμην, εννοώ στο παραμύθι, της Φούλας μας εις την χώρα των επιτροπών. Πήγε λοιπόν η Φουλίτσα σε μια ακόμα επιτροπή, για ένα ακόμα ζήτημα, και κατά σατανική σύμπτωση τα μέλη της επιτροπής ήταν ακριβώς τα ίδια με εκείνα που είχαν αποφανθεί (γραπτώς) και άλλοτε ότι η Φούλα είναι Κουφούλα και με τη Βούλα.

Χάρηκε η Φούλα σαν τους είδε. Νόμιζε (η αφελής) ότι με τα ίδια ακριβώς χαρτιά, από το ίδιο ακριβώς κρατικό νοσοκομείο και με τα ίδια μέλη επιτροπής θα ήταν ζήτημα μερικών λεπτών να ξεμπερδέψει με την τυπική, όπως πίστεψε, σφραγίδα.

Αλλά, τι παραμύθι θα ήταν το παραμύθι μας, χωρίς δράκο και χωρίς ανατροπές; Ξενέρωτο και βαρετό, σωστά; Η Επιτροπούλα μας, λοιπόν, μελέτησε μια τα χαρτιά και μια τη Φούλα, και άρχισε τις ερωτήσεις: “Eίσαι εντελώς Κουφούλα; Δεν ακούς καθόλου;”

Εμβρόντητη η Φούλα. “E, αυτό ακριβώς δεν λένε τα χαρτιά μου Κυρία Επιτροπούλα; Τα οποία, εντελώς παρεμπιπτόντως, είναι τα ίδια χαρτιά με παλαιότερα, αλλά κι εσείς τυγχάνει να είστε η ίδια Επιτροπούλα, που έχει υπογράψει με σφραγίδες εδώ-να; ”

“Δεν με νοιάζει τι λένε τα χαρτιά εδώ-να, αγαπητή Φούλα, εγώ εδώ και τώρα σε βλέπω μια χαρά και δεν μου φαίνεσαι και τόσο Κουφούλα, αφού μιλάς και καταλαβαίνεις! “

(Στο σημείο αυτό η Φούλα Φούλα αναρωτήθηκε σοβαρά αν κατάπιε κανένα περίεργο μανιτάρι το περασμένο βράδυ – γαμώτο, δεν έπρεπε να φάω τα μανιτάρια αλά κρεμ, σκέφτηκε. Τώρα πάει, είμαι στη χώρα των θαυμάτων και έχω σίγουρα μπροστά μου τη Ντάμα Κούπα, δεν εξηγείται αλλιώς.)

“Καλή μου Επιτροπούλα”, ψέλλισε, “σύμφωνα με τον Διευθυντή ΩΡΛ του Τάδε νοσοκομείου, μετά από εξέταση στα ειδικά μηχανήματα, είμαι πολύ σίγουρα και απολύτως Κουφούλα – εσείς, αν επιτρέπεται, είστε ΩΡΛ, έχετε μηχανήματα ή μήπως τελικά είστε η Ντάμα Κούπα;

“Εμείς δεν είμαστε ΩΡΛ, είμαστε γιατροί άλλων ειδικοτήτων και…διοικητικοί υπάλληλοι, ούτε έχουμε μηχανήματα, γι’ αυτό, παρά τη μέγιστη ασέβειά σου, πλάσμα αναιδές, Φούλα Τρούλα (εκ του ψευτρούλα) θα σου δώσουμε το πλεονέκτημα της αμφιβολίας, και θα δεκτούμε ότι είσαι Κουφούλα και ουχί Ψευτρούλα μόνο αν πας σε δική μας Επιτροπή ΩΡΛ, να σε εξετάσει πάλι, και για το σκοπό αυτό σου κλείσαμε ραντεβού αύριο κιόλας, ώστε να περάσεις από τον Ορό της Αλήθ….συγγνώμη, εννοούμε τα προκλητά δυναμικά, που θα δείξουν πέραν πάσης αμφιβολίας αν ακούς ή όχι”.

“Kαλή μου Επιτροπούλα, τα έχω κάνει πρόπερσι τα προκλητά δυναμικά, να εδώ τα έχω, θέλετε να τα δείτε μήπως; Είναι επίσημα, από δημόσιο νοσοκομείο, με υπογραφές και σφραγίδες και πρωτοκολλημένα, ξέρετε. “ “ΟΧΙ ! Δεν θέλουμε τα δικά σου προκλητά δυναμικά, θέλουμε τα δικά μας, αυτά που θα κάνεις αύριο”.

Τι να έλεγε κατόπιν αυτών η Φούλα Φούλα; Εσκυψε (για μια ακόμα φορά) το κεφάλι απέναντι στον παραλογισμό και απάντησε ταπεινά: “Όπως θέλετε, Επιτροπούλα, θα τα πούμε αύριο”. Κι έπειτα βγήκε από την αίθουσα προσεκτικά, κάνοντας τρεις υποκλίσεις και δυο τεμενάδες ως τα πατώματα, και βγήκε κλείνοντας την πόρτα πίσω της, ελπίζοντας πραγματικά να την είχε κλείσει αθόρυβα για να μην τσαντίσει την Ντάμα Κούπα Επιτροπούλα.


Στο επόμενο επεισόδιο: Το μυστήριο απαιτεί λύση και η αγωνία κορυφώνεται:

- τι θα δείξουν τα προκλητά δυναμικά; (και τι εστί – με το μπαρδόν- προκλητά δυναμικά; )
- η Φούλα Φούλα είναι όντως Κουφούλα και ουχί Ψευτρούλα; Πρόκειται για σατανικό σχέδιο δολοπλοκίας, μια καλοστημένη απάτη ή για μια κλασική περίπτωση δικαστικής πλάνης και ενοχοποίηση μιας αθώας, πλην τιμίας, ψυχής;
- Ποια θα είναι η τελική ετυμηγορία που θα εκδώσει η Ντάμα Κούπα Επιτροπούλα;
- Η Ντάμα Κούπα ήταν τελικά η Ντάμα Κούπα ή μήπως η Ντάμα Καρώ μεταμφιεσμένη, όπως βλέπουμε και στη φωτογραφία; (αχα, ύποπτον! Και στοιχειώδες! )
- Ποιό είδος μανιταριών χρησιμοποίησε τελικά ο μάγειρας που έφτιαξε τα μανιτάρια αλά κρεμ στο εστιατόριο; Μήπως τίποτα από όλα τα παραπάνω δεν συνέβη και επρόκειτο τελικά για κρούσμα ομαδικής παραίσθησης;



Μείνετε συντονισμένοι στο kofosi.blogspot.com όπου θα απαντηθούν σε λίγο όλα αυτά τα κρίσιμα ερωτήματα. Και πάμε σε ένα σύντομο διαφημιστικό διάλειμμα: νανανα Φούλα Φούλα, πάει με ούλα!

Κυριακή 13 Ιουλίου 2008

ΙΣΤΟΡΙΑ 23: ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ…ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΣ


Όταν είσαι κουφός ή έχεις κάποια άλλη μεγάλη και μη αναστρέψιμη αναπηρία, μπορείς θεωρητικά να διεκδικήσεις ένα σωρό πράγματα. Στο κάτω-κάτω είσαι (αλλά δεν φαίνεσαι πάντα…) ΑμεΑ και όλοι οι νόμοι, αλλά και η κοινή γνώμη είναι μαζί σου, σωστά;

Λάθος, ειδικά αν δεν φαίνεσαι ΑμεΑ, η κοινή γνώμη δεν είναι μαζί σου. Για παράδειγμα, αν δεν φαίνεσαι κουφός, επειδή μιλάς, όπως εγώ, σε αντιμετωπίζουν με δυσπιστία επειδή θεωρούν ότι πας να τους ξεγελάσεις, για να πάρεις τα φοβερά και τρομερά ευεργετήματα του νόμου, όλα αυτά τα εκατομμύρια ευρώ που το κράτος μοιράζει απλόχερα στους αναξιοπαθείς, όλες αυτές τις θέσεις εργασίας στις οποίες τακτοποιούνται όλα τα ΑμεΑ (γι’ αυτό κιόλας το ποσοστό ανεργίας στους αναπήρους της χώρας μας φτάνει το δυσθεώρητο 85%), όλα τα επιδόματα των 200 ή 400 ευρώ το μήνα τα οποία αρκούν για να ζήσει ο ΑμεΑ και όλη η οικογένειά του, ειδικά αν ανήκει στο 85% των ανέργων, όλες τις φοβερές φοροαπαλλαγές, που συνήθως είναι άχρηστες, αφού οι ΑμεΑ συνήθως δεν φτάνουν καν το αφορολόγητο όριο…Όλα εκείνα τέλος πάντων που κάνουν τη ζωή των αναπήρων τόσο ζηλευτή ώστε μερικοί δικαιούνται να τους ζηλεύουν, αφού με μια αναπηριούλα “καθάρισαν” οικονομικά και ζουν ζωή χαρισάμενη, εκμεταλλευόμενοι το κράτος, όλους εσάς τους υπόλοιπους δηλαδή.

Κάπως έτσι, το κράτος μας έχει αποφασίσει ότι δεν είναι δυνατόν οι ανάπηροι να παίρνουν με ευκολία και άνεση ό,τι δικαιούνται, γιατί εξάλλου αφού οι περισσότεροι δεν δουλεύουν, θα βαριούνται ασφαλώς, άρα, για να μας κάνει τη ζωή πιο ενδιαφέρουσα, για να μας δώσει λίγο αλατοπίπερο στη ζωή μας, αποφάσισε να δημιουργήσει μια διαδικασία εμποδίων, ώστε κάθε φορά που θα παίρνουμε την όποια ελάχιστη παροχή να αισθανόμαστε ότι κάναμε κάποιο φοβερό κατόρθωμα, και όχι ότι απλά πήραμε αυτά που ορίζει ο νόμος.

Γι’ αυτό το σκοπό, όρισε να υπάρχουν πολλές και διαφορετικές επιτροπές. Αν είσαι, για παράδειγμα, κουφός (με βλάβη στο νεύρο) όπως εγώ, οπότε όλοι γνωρίζουμε ότι δεν υπάρχει σήμερα καμία πιθανότητα και κανένας τρόπος να επανακτήσεις την ακοή σου, θα κληθείς να το αποδείξεις άπειρες φορές, σε διαφορετική κάθε φορά επιτροπή, κάθε φορά που θα διεκδικείς κάτι.

Θες ρε φίλε, φοροαπαλλαγή; Έχουμε όσες τραβάει η ψυχή σου…Αρκεί να περάσεις από μια επιτροπή της Νομαρχίας και καθάρισες (αφού πρώτα έχεις εξεταστεί σε δημόσιο νοσοκομείο και έχει υπογράψει αποκλειστικά ο διευθυντής για την πάθησή σου). Θες να βγάλεις άδεια οδήγησης; Ασφαλώς! Μα θα ξαναπάς σε δημόσιο νοσοκομείο για να ξαναμετρήσουν να δουν μήπως άκουσες στο μεταξύ (θαύμα, θαύμα) κι αν δεν άκουσες….τι κρίμα…θα πας στις επιτροπές του Υπουργείου Μεταφορών να σε αξιολογήσουν να δουν πόσο κουφός είσαι (και δεν φαίνεσαι).

Θες επίδομα από την Πρόνοια; Χα! Σιγά μην παίρνεις επίδομα, τι είσαι, μια μικρή κωφωσούλα έχεις, σιγά τα λάχανα. Παίρνεις επίδομα μόνο αν είσαι κάτω των 18 ή άνω των 65 ετών. Άσχετα αν σε όλη την Ευρώπη οι κωφοί παίρνουν επίδομα εφ’ όρου ζωής, είτε εργάζονται είτε όχι – αυτά είναι για τους βαρβάρους. Όταν εμείς εδώ τους κωφούς τους πετάγαμε στον Καιάδα, οι κουτόφραγκοι τους δίνανε επιδόματα, κατάλαβες; (γνώρισα πρόσφατα αγγλίδα κωφή, που σπούδαζε Νομικά, και μου είπε ότι εφ’ όρου ζωής δικαιούται 800 ευρώ κάθε μήνα, είτε βρει δουλειά είτε όχι, και σκέφτηκα πολύ σοβαρά ότι πρέπει να γίνω οικονομικός μετανάστης…)

Θες αγάπη μου να διοριστείς στο δημόσιο σαν άτομο με ειδικές ανάγκες; Ασφαλώς, όλο το δημόσιο είναι ανοικτό για σένα, γι’ αυτό εξάλλου και τα ΑμεΑ έχουν 85% ανεργία. Κάθε 3-4 χρόνια προκηρύσσονται θέσεις δημοσίου για ΑμεΑ (ενώ θα έπρεπε μια φορά το χρόνο), οι οποίες καλύπτονται με μοριοδότηση. Μέχρι τώρα δεν το είχα ψάξει καθόλου αυτό το θέμα, γιατί δεν ήξερα και πώς να το ψάξω. Τελικά όμως άρχισαν να το συζητούν κάποιοι φίλοι και γνωστοί μου στο φόρουμ του Αναπηρία τώρα (www.disabled.gr), οπότε άρχισα να μαθαίνω και να φρίττω.

Πρώτα πρώτα, η προκήρυξη βγήκε τέλη Ιουνίου, με προθεσμία μέχρι 24 Ιουλίου. Επειδή προφανώς τα ΑμεΑ δεν πάνε ποτέ διακοπές, αλλά ούτε και η οικογένειά τους μαζί, διότι τι να τις κάνουν τις διακοπές; Περιττά έξοδα, κούραση, ταλαιπωρία, που να ψάχνουν για προσβάσιμο ξενοδοχείο….άσε καλύτερα. Εξάλλου, μένει και ένας ολόκληρος Αύγουστος να πάνε όπου θέλουν. Ακόμα και με κοινωνικό τουρισμό, που επίσης δεν έχω τολμήσει να διεκδικήσω ποτέ, γιατί έμαθα ότι τον Αύγουστο τα ξενοδοχεία αποφεύγουν να δέχονται ΑμεΑ με τη δικαιολογία της πληρότητας (κι εγώ μόνο Αύγουστο μπορώ να πάω διακοπές).

Έπειτα, η προκήρυξη ζητούσε να είσαι άνεργος, εγγεγραμμένος στον ΟΑΕΔ, και να έχεις περάσει από άλλη επιτροπή, του ΙΚΑ αυτή τη φορά, που να είναι αρμόδια για τον εν λόγω νόμο (οι παλιές επιτροπές δεν μετράνε). Αν κάποιος δουλεύει (στον ιδιωτικό τομέα) αποκλείεται αυτομάτως από την προκήρυξη. Επίσης, μου είπαν πως οι διορισμοί σε αυτές τις θέσεις μπορεί να απαιτήσουν 2-3 χρόνια για να ολοκληρωθούν, στα οποία πρέπει να παραμείνεις άνεργος, εγγεγραμμένος στον ΟΑΕΔ.

Τι θα τρως αυτά τα χρόνια της ανεργίας, δεν το εξηγεί πουθενά. Μπορείς πάντα να πουλάς αναπτήρες και μπρελόκ στα τραπέζια των νυχτερινών κέντρων, εξάλλου – αν σε αφήσουν τα κυκλώματα που φημολογούνται πως έχουν πιάσει τα πόστα στα καλά κέντρα (αλλά αυτό είναι ένα θέμα που θα εξετάσουμε άλλη φορά).

Μπορείς ακόμα να πάρεις πρώτη κατοικία με κάποιο αφορολόγητο όριο ή κάποιο δάνειο για σπίτι, ούτε αυτά τα ξέρω ακριβώς, αλλά στ’ αλήθεια πόσα ΑμεΑ γνωρίζετε που να ζουν μόνα τους σε ένα σπίτι; Εγώ το έκανα κάποια χρόνια, λόγω σπουδών, και επειδή είμαι και λίγο μονόχνωτη και μ’ αρέσει να είμαι μόνη μου – μια δεκαετία συνολικά. Αλλά το ομολογώ πως όλα τα θέματα της καθημερινότητας ήταν δύσκολο να τα αντιμετωπίσω και στο τέλος με έπνιγαν. Τώρα που ζω με τον άντρα μου η ζωή μου είναι πολύ πιο εύκολη, και από πρακτικής απόψεως.

Υποθέτω όμως, ότι και για τα παραπάνω, πρέπει να περάσεις από άλλες επιτροπές. Επιτροπές που δίνουν σε κουφούς τηλέφωνο επικοινωνίας, και σε καλούν τηλεφωνικά να παρουσιαστείς την ορισμένη μέρα. Σε μια εποχή που ακόμη και το ανθοπωλείο της γειτονιάς μου έχει εκσυγχρονιστεί και μου έστειλε SMS στο κινητό μου για να με διαβεβαιώσει ότι η παραγγελία μου παραδόθηκε (!) η επιτροπή που θα κρίνει την κώφωσή μου με καλεί τηλεφωνικά να παρουσιαστώ, όντας βέβαιη πως δεν μένω μόνη και με φροντίζουν άλλοι, οι οποίοι άλλοι μιλάνε όλοι στο τηλέφωνο και είναι όλη μέρα στο σπίτι και δεν εργάζονται, γιατί η κλήση γίνεται σε σταθερό τηλέφωνο…

(συνεχίζεται στο επόμενο, εξάλλου αυτή η ιστορία δεν έχει τέλος)

Τετάρτη 28 Μαΐου 2008

ΙΣΤΟΡΙΑ 22: ΓΡΑΜΜΑΤΑ, ΧΑΣΑΠΗ


Πρόσφατα διάβασα στις εφημερίδες ότι το πασίγνωστο αγγλικό τηλεοπτικό κανάλι BBC αποφάσισε να υποτιτλίσει υποχρεωτικά όλα τα προγράμματά του, ώστε να μπορούν να τα παρακολουθούν και οι κωφοί τηλεθεατές. Και όταν λέμε όλα, εννοούμε και τις ειδήσεις, και τα σήριαλ, και τα ντοκυμανταίρ και ό,τι άλλο περιλαμβάνει το πρόγραμμα (τις διαφημίσεις, όμως; Δεν μας είπαν τίποτα για τις διαφημίσεις, και δεν είναι δυνατόν να παραβλέψουμε την ουσία, δηλαδή ότι οι κωφοί, εκτός από εν δυνάμει τηλεθεατές είναι και εν δυνάμει καταναλωτές, σωστά; )

Ας αφήσουμε όμως τα μεγαλεία του BBC και ας δούμε τι γίνεται στα καθ’ ημάς. Που ούτε καν περασμένα μεγαλεία δεν έχουμε σε αυτό το θέμα. Το μόνο μοτίβο που επαναλαμβάνεται σταθερά είναι αυτό που ακούγονταν στα συνοικιακά σινεμά τις δεκαετίες του 50 και του 60. Όταν δηλαδή κόλλαγε το φιλμ με τους υποτίτλους, και ενώ η ξένη ταινία συνέχιζε να προβάλλεται κανονικά στην οθόνη, δεν “έπεφταν” ταυτόχρονα και οι υπότιτλοι. Με αποτέλεσμα ο κόσμος να φωνάζει τη φράση που έγινε ιστορική: “γράμματα, χασάπη”.

Έτσι αναφωνούμε κι εμείς οι κωφοί, τις σπάνιες φορές που θα καθίσουμε μπροστά στην τηλεόραση και δεν έχει ξένες ταινίες με υποτίτλους, για παράδειγμα όταν έχει ειδήσεις και θέλουμε να μάθουμε τι συνέβη στον κόσμο. Βέβαια, είναι λίγο γελοίο να κάθεσαι στον καναπέ και να φωνάζεις: “γράμματα, χασάπη”.

Πρώτα πρώτα, δεν υπάρχει κανένας χασάπης εκεί γύρω (εξόν φυσικά αν υπάρχει χασάπης στην οικογένεια και μένετε στο ίδιο σπίτι!) Δεύτερον, αν το εκμοντερνίσεις και πεις: “γράμματα, Χατζηνικολάου”, μια αρχίζει και αυτό από χι, το μόνο που θα καταφέρεις θα είναι να σκεφτούν όλοι πόσο μοιάζεις της γιαγιάς σου, που όταν πρωτοείδε τηλεόραση ήταν πεπεισμένη ότι την ακούνε οι παρουσιαστές και έκανε διάλογο μαζί τους.

Γι’ αυτό κι εγώ αποφεύγω γενικά την τηλεόραση, εκτός αν πρόκειται για ξένες ταινίες ή σειρές που έχουν υποτίτλους. Κι όμως, είμαι αναγκασμένη να πληρώνω κανονικά φόρο στην ΕΡΤ (μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ) όπως όλοι σας, αν και δεν μπορώ ούτε καν να παρακολουθήσω τις ειδήσεις. Μάλιστα ούτε τις ειδήσεις “για άτομα με προβλήματα ακοής”, όπως λέγονται, μπορώ να παρακολουθήσω – δεν καταλαβαίνω τίποτα ούτε εγώ ούτε φυσικά όλοι οι κωφοί χειλεοαναγνώστες, που δεν γνωρίζουν τη νοηματική γλώσσα.

Υπό αυτό το πρίσμα, ο πλήρης υποτιτιλισμός από το BBC είναι για μένα όνειρο θερινής νυκτός. Φυσικά, ενημερώνομαι για τις ειδήσεις από τις εφημερίδες (πάντα με μια μέρα καθυστέρηση όμως) ή από το ίντερνετ. Ωστόσο, θα σας πω μια ιστορία που μου συνέβη το 1999, για να καταλάβετε ότι σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης η χρονική καθυστέρηση της μετάδοσης μιας είδησης είναι πολύ σημαντική.

Ήταν λοιπόν Σεπτέμβρης του 1999, κι εγώ δούλευα στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο στο Ηράκλειο της Κρήτης. Δεν είχα γνωρίσει ακόμα τον άντρα μου, ενώ οι γονείς μου και ο αδερφός μου ήταν στην Αθήνα. Τότε το ίντερνετ ήταν ακόμα στα πρώτα του βήματα στη χώρα μας, και συχνά το δίκτυο “έπεφτε” και δεν μπορούσες να μπεις με τίποτα. Το απόγευμα που γύρισα στο σπίτι δοκίμασα να συνδεθώ, αλλά ήταν αδύνατον.

Τότε επικοινωνούσα με τους δικούς μου ακόμα μέσω συσκευής FAX, αν και είχα ήδη πάρει κινητό ένα χρόνο πριν. Παίρνω λοιπόν το εξής FAX το απογευματάκι: “Eίμαστε καλά, μην ανησυχείς. Η μαμά σου”. Αναρωτήθηκα για ποιο λόγο δεν έπρεπε να ανησυχώ, αλλά όπως ήμουν κουρασμένη από τη βάρδια και την εφημερία της προηγούμενης μέρας προτίμησα να πέσω να κοιμηθώ, αφού εξάλλου δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας.

Ξύπνησα κατά τις εννέα το βράδυ. Ήμουν μόνη στο σπίτι, το ίντερνετ δεν λειτουργούσε, το κινητό δεν λειτουργούσε, το FAX δεν λειτουργούσε, κανένα κανάλι της τηλεόρασης δεν έδειχνε το κανονικό του πρόγραμμα. Όλα έδειχναν ένα γκρεμισμένο οικοδόμημα, και γύρω πυροσβεστικά οχήματα, και έγραφαν από κάτω: “ΡΙΚΟΜΕΞ – τώρα”.

Δεν είχα ιδέα τι μπορεί να συνέβαινε. Τι ήταν αυτό το “ΡΙΚΟΜΕΞ” ; Οι εκφωνητές φυσικά μιλούσαν, αλλά εγώ δεν μπορούσα να καταλάβω τι έλεγαν. Δεν είχαν ακόμα βγάλει καν τα “κρόουλ” για να περνούν στο κάτω μέρος της οθόνης και να διαφωτιζόμαστε κάπως.

Συμπέρανα ότι κάποιο εργοστάσιο είχε πάρει φωτιά. Αλλά κάτι δεν μου πήγαινε. Γιατί ήταν αυτό τόσο σημαντικό ώστε όλα τα κανάλια να διακόψουν το πρόγραμμά τους και να το μεταδίδουν συνέχεια; Και γιατί η μαμά μου είχε γράψει να μην ανησυχώ, εφ’ όσον οι δικοί μου δεν είχαν καμία σχέση με δουλειά σε εργοστάσιο;

Η ώρα ήταν ήδη δέκα το βράδυ, και δεν μπορούσα καν να χτυπήσω το κουδούνι στη γειτόνισσα – δεν θα ήταν σωστό να ενοχλήσω τόσο αργά, κι έπειτα, τι να ρώταγα; Μήπως τελικά ήμουν στη ζώνη του λυκόφωτος και δεν το ήξερα; Κάπως έτσι δεν ξεκινούσαν οι σχετικές ιστορίες στις ταινίες τρόμου;

Τελικά πέρασα όλη τη νύχτα χωρίς να μάθω τι είχε γίνει. Τα τηλέφωνα δεν λειτούργησαν για ώρες, ούτε το ίντερνετ, ούτε το FAX. Απλώς πήγα το πρωί στη βάρδια μου στο νοσοκομείο, και τότε έμαθα αυτό που όλοι σας έχετε ήδη καταλάβει διαβάζοντας το κείμενο: Την προηγουμένη είχε γίνει ο μεγάλος σεισμός στην Αθήνα, το εργοστάσιο της ΡΙΚΟΜΕΞ είχε καταρρεύσει καταπλακώνοντας ανθρώπους, και οι δικοί μου κουνήθηκαν γερά, αλλά δεν είχαν πάθει τίποτα.

Και σας ρωτάω εγώ τώρα, μήπως αντί να πληρώνω σαν βλαξ κανονικά το φόρο υπέρ της ΕΡΤ τόσα χρόνια, μήπως θα έπρεπε τελικά να τους κάνω μήνυση για ψυχική οδύνη; Στη μηνυτήρια αναφορά θα έγραφα δυο λέξεις μόνο: ΓΡΑΜΜΑΤΑ, ΧΑΣΑΠΗ !

ΥΓ: Τώρα που καλοκαίριασε η ροή των ιστοριών μας θα είναι λίγο πιο αραιή. Καλό καλοκαίρι να έχουμε όλοι!

Σάββατο 10 Μαΐου 2008

ΙΣΤΟΡΙΑ 21: ΠΡΟΣΟΧΗ, ΣΑΣ ΒΛΕΠΕΙ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΚΟΥΦΟΣ

Τόσο καιρό σας γράφω για πράγματα μάλλον αρνητικά, για τις δυσκολίες και τα εμπόδια που τυχόν υπάρχουν στην καθημερινότητά μου ή για ιστορίες λιγότερο ή περισσότερο αστείες που μου έχουν συμβεί.

Όμως, πρέπει να πω πως υπάρχουν και θετικά πράγματα, που είναι αυτές οι περίφημες “ειδικές ικανότητες”, που μας λένε όλοι πως έχουμε, για να μας χρυσώσουν το χάπι της αναπηρίας.

Ικανότητες που δεν έχει ο μέσος άνθρωπος, αλλά και ούτε θα ήθελε να έχει, εφ’ όσον πάνε πακέτο με την αναπηρία. Μακριά από μας, σκέφτονται όλοι, και πολύ λογικά δηλαδή, κι εγώ το ίδιο θα σκεφτόμουν στη θέση τους.

Όχι, δεν μπορώ να πετάω σαν τον Σούπερμαν ή να βεντουζώνομαι σε κτίρια σαν τον Σπάιντερμαν ή να εξαφανίζομαι σαν τον αόρατο άνθρωπο. Δεν μπορώ ούτε να κάνω τα κόλπα του Χουντίνι, αλλά ούτε καν κι ένα αξιοπρεπές τρικ με την τράπουλα, βρε αδερφέ.

Ένα κολπάκι όμως μπορώ να το κάνω κι εγώ, κι αυτό το ξέρουν μόνο οι πολύ δικοί μου, γι’ αυτό σας παρακαλώ να μείνει μεταξύ μας. Μπορώ και….κρυφακούω! Όχι βέβαια πίσω από κλειστές πόρτες ή βάζοντας κοριούς σε τηλέφωνα όπως κάθε αξιοπρεπής ωτακουστής, αλλά με το δικό μου τρόπο.

Ο οποίος δικός μου τρόπος εφαρμόζεται συνήθως σε καφετέριες, λεωφορεία, μετρό, όπου δηλαδή βαριέμαι και χαζεύω τους γύρω μου για να περνάει η ώρα. Δεν το κάνω καν επίτηδες, τυχαίνει μόνο του. Αρκεί να βρίσκεται σε ευθεία γραμμή μπροστά μου ο ομιλητής, η απόσταση να είναι σχετικά μικρή, ας πούμε να μην υπερβαίνει τα 3-4 μέτρα και να υπάρχει καλός φωτισμός.

Από κει και πέρα δεν χρειάζεται καν να είμαστε στον ίδιο χώρο. Για παράδειγμα, είναι εύκολο να “υποκλέψω” μια συζήτηση 2 ατόμων στη στάση του λεωφορείου όταν είμαι μέσα στο λεωφορείο και είναι σταματημένο (λόγω στάσης ή κίνησης). Ακόμα πιο εύκολο να παρακολουθήσω τι λένε 2 άτομα στην άλλη άκρη του βαγονιού στο μετρό, αρκεί να υπάρχει οπτική επαφή.

Ειδικά στο μετρό είναι η καλύτερή μου, γιατί συνήθως ο θόρυβος είναι έντονος (για σας) και ο κόσμος που προσπαθεί να μιλήσει φωνάζει, κι έτσι γίνεται πιο εκφραστικός. Δηλαδή για μένα δεν έχει σημασία η ένταση της φωνής, αλλά η εκφραστικότητα που τη συνοδεύει. Εξάλλου, αν και συνήθως διαβάζω εφημερίδα στα λεωφορεία ή στο μετρό, καμία φορά μπορεί να υποκλέψω μια συζήτηση επειδή βαριέμαι. Ή επειδή απλά κοιτάω προς τους ομιλητές, χωρίς να το κάνω σκόπιμα.

Ο άντρας μου, που με ξέρει καλά, όταν ταξιδεύουμε μαζί με άλλο μέσο εκτός από το αυτοκίνητό μας, δηλαδή με τρένο, πούλμαν ή πλοίο, ξέρει πως σίγουρα κάποια στιγμή θα λειτουργήσω ως ωτακουστής (ή να πω: οφθαλμ-ακουστής καλύτερα ; ) και με μαλώνει εκ των προτέρων.

Σας είχα γράψει σε μια παλαιότερη ιστορία πως στο εξωτερικό τους ανθρώπους σαν κι εμένα συχνά τους πληρώνουν γι’ αυτή τη δουλειά (που γίνεται ακόμα καλύτερα και πιο επιτυχημένα με τη βοήθεια βίντεο και εστίασης – εννοώ το ζουμάρισμα).

Ωστόσο, ούτως ή άλλως δεν είχα ποτέ την επιθυμία να γίνω καρφί και να φακελώνω ανύποπτους συνανθρώπους μας. Τα προσωπικά σας δεδομένα είναι λιγότερο ασφαλή από όσο νομίζετε, αλλά γι’ αυτό ευθύνονται οι άπειρες κάμερες στους δρόμους μάλλον, παρά οι λιγοστές κουβέντες που ενδέχεται να υποκλέψουν για πλάκα οι κουφοί συμπολίτες σας.

Πάντως σε κάθε περίπτωση, καλύτερα είναι να προσέχετε τι λέτε όταν βρίσκεστε σε δημόσιο χώρο. Γιατί εκτός από τις κάμερες κυκλοφορούν και οι μεγάλοι (αλλά και οι μικρότεροι) κουφοί αδερφοί και αδερφές μας εκεί έξω.

ΥΓ: Όσοι γνωρίζουν την ιστορία με την τελετή που θα γίνει τη Δευτέρα στο Νέο Μουσείο Μπενάκη, να ξέρετε πως θα χαρώ να σας λαθρακούσω ή μάλλον λαθρο-δω εκεί.

Θεώρησα υπερβολικό να το ξαναγράψω στο μπλογκ, εφ’ όσον θέλω να αναφέρεται βασικά στην κώφωση και όχι στις λογοτεχνικές (και τις άλλες γενικότερα) δραστηριότητές μου.

Ευχαριστώ όμως εκ των προτέρων όσους σκοπεύουν να είναι εκεί. Μου είπαν πως έχει καλό φωτισμό, οπότε δεν θα δυσκολευτώ να σας υποκλέψ…χμ, συνομιλήσω εννοώ.

Εξάλλου, κάπως πρέπει να περάσω την ώρα που δεν θα καταλαβαίνω πάλι, και ειδικά αν δεν μπορώ να παίζω με το κινητό μου, οπότε θα παίζω με τις συνομιλίες των άλλων – κάτι που δυστυχώς το κάνει και ο Μεγάλος Αδερφός.

Σάββατο 3 Μαΐου 2008

ΙΣΤΟΡΙΑ 20: ΟΙ ΚΩΦΑΛΑΛΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

Το συλλογικό μας στερεότυπο υπαγορεύει ότι οι κωφοί (που επιμένουν οι περισσότεροι να ονομάζουν κωφάλαλους, αν και ο όρος έχει επίσημα καταργηθεί πλέον) είθισται να παντρεύονται κυρίως μεταξύ τους.

Θα μου πείτε, εδώ παντρεύονται μεταξύ τους γιατροί, δικηγόροι, στελέχη εταιριών, οι κουφοί θα αποτελούσαν εξαίρεση; Παρόλο που όλα τα γυναικεία περιοδικά συμβουλεύουν να μην μπλέκουμε τα γκομενικά με τα εργασιακά (φαντάζομαι και τα αντρικά επίσης – σόρι, αλλά δεν διαβάζω NITRO, STATUS , και τα παρόμοια, μόνο μερικές φορές στα κρυφά και ανομολόγητα, π.χ. όταν είχαν τη συνέντευξη της Κικής Δημουλά για ξεκάρφωμα…ή έτσι λέω εγώ τώρα για ξεκάρφωμα επίσης…κάτι τέτοιο τέλοσπάντων…) , παρόλες τις συμβουλές λοιπόν, οι περισσότεροι πάνε και κάνουν αυτό ακριβώς, δηλαδή ερωτεύονται και παντρεύονται μέσα από το χώρο εργασίας και εν γένει συναναστροφής τους, πράγμα απόλυτα λογικό αν το σκεφτείς.

Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με τις στατιστικές, το 95% των κωφών παντρεύεται με επίσης κωφό ή βαρήκοο σύντροφο και μόλις το 5% με ακούοντα σύντροφο. Είναι βέβαια αναμενόμενο να συμβαίνει αυτό σε όσους κωφούς επικοινωνούν μόνο με τη νοηματική, καθώς είναι πολύ δύσκολο να επικοινωνήσουν με όποιον δεν μιλάει τη γλώσσα τους.

Όμως, οι κωφοί χειλεοαναγνώστες, που μιλούν και συναναστρέφονται κυρίως με ακούοντες, είναι πολύ πιθανότερο να παντρευτούν με ακούοντα σύντροφο, όπως κι εγώ η ίδια.

Όταν ήμουν φοιτήτρια είχε τύχει να γνωρίσω και άλλα δυο παιδιά, φοιτητές στην ίδια πόλη, με πρόβλημα ακοής, και κάναμε κάποιες φορές παρέα. Θυμάμαι πως ο ένας δήλωνε από τότε που ήταν είκοσι και κάτι χρονών πως σκόπευε να παντρευτεί οπωσδήποτε γυναίκα που να ακούει, γιατί θα ήταν τότε πιο εύκολη η ζωή του.

Τότε μου φαινόταν απόλυτη και απαξιωτική η δήλωση, αλλά στην πορεία συνειδητοποίησα ότι είχε δίκιο, ως προς την αντιμετώπιση των πρακτικών δυσκολιών της καθημερινής ζωής. Τελικά χαθήκαμε με το συγκεκριμένο παιδί, μια και μετακόμισα εγώ (πολλές φορές από τότε) και δεν ξέρω αν παντρεύτηκε καν, όμως πρόλαβα να μάθω ότι ο τρίτος της παρέας, που δεν έκανε συγκεκριμένες δηλώσεις, παντρεύτηκε επίσης μια κοπέλα που άκουγε.

Δεν ξέρω πως τα καταφέρνουν τα ζευγάρια που έχουν και οι δυο πρόβλημα ακοής, γιατί παρόλο που κι εγώ η ίδια έμεινα μόνη μου για μια δεκαετία συνολικά, ομολογώ πως ήταν δύσκολο να φροντίζω τα καθημερινά θέματα και πάνω απ’ όλα το μόνιμο πρόβλημα της συνεννόησης μέσω τηλεφώνου.

Γιατί παρόλο που έχουμε τα SMS πια, κάποια βασικά και πατροπαράδοτα θέματα της φυλής μας, όπως π.χ. που θα μαζευτεί όλη η οικογένεια για το Πάσχα, με ποιανού το αμάξι, ποιος θα οδηγήσει, ποιος θα φέρει το αρνάκι, ποιος το κατσικάκι, ποιος τα λουκάνικα και ποιος θα αναλάβει το ψήσιμο, και ποιο συνολάκι θα φορέσει η καθεμία ώστε να μην συμπίπτουν τα outfit κατά τη βραδινή περαντζάδα, απαιτούν μαραθώνιες, αν με εννοείτε, διαβουλεύσεις, που δεν λύνονται με μερικά μηνυματάκια.

Έκανα αυτό τον μακρύ πρόλογο όμως για να μπορέσω να σας πω μια διασκεδαστική ιστορία που μας συνέβη πρόπερσι και δείχνει αυτό ακριβώς το στερεότυπο του κόσμου σχετικά με την ενδογαμία των κωφών.

Ο άντρας μου ήταν τότε συνδρομητής σε ένα περιοδικό (όχι το NITRO, για όνομα, δεν μου μοιάζει ευτυχώς, είναι σοβαρός άνθρωπος, για ποιόν τον περάσατε; ) Δεν θα πω τον τίτλο του μια και δεν υπάρχει λόγος, επρόκειτο πάντως για ένα επιστημονικό περιοδικό γενικού ενδιαφέροντος.

Κάποια στιγμή που έληξε η συνδρομή του, με έστειλε να πάω στα γραφεία του περιοδικού (που ήταν στο δρόμο μου) για να την ανανεώσω. Πήγα, βρήκα τον αρμόδιο υπάλληλο, μιλήσαμε, όλα καλά, ανανέωσα τη συνδρομή, πήρα την απόδειξη και το ξέχασα για ένα χρόνο περίπου.

Την επόμενη χρονιά ειδοποίησαν τον άντρα μου, τηλεφωνικά όπως πάντα, πως λήγει η συνδρομή του και πρέπει να την ανανεώσει. Εκείνη τη χρονιά έτυχε να πάμε μαζί κάποιo απόγευμα να ανανεώσουμε τη συνδρομή.

Καθώς πήγαμε να πληρώσουμε, συμπτωματικά είδαμε την οθόνη του υπολογιστή, όπου είχε γραφτεί το όνομα του άντρα μου, και δίπλα το δικό μου, και παραδίπλα με κόκκινα κεφαλαία γράμματα η ένδειξη: ΚΩΦΑΛΑΛΟΙ.

Γυρνάει λοιπόν ο άντρας μου και λέει στον υπάλληλο: “Δεν μου λες, εμένα που με βλέπεις και μιλάμε τόση ώρα, σου φαίνομαι κωφάλαλος; ”

Κόκκαλο ο υπάλληλος, που αδυνατούσε να θυμηθεί πως και τι και πότε γράφτηκε η σημείωση. Ο άντρας μου φυσικά είχε καταλάβει ότι πρέπει να είχε γραφτεί επειδή είχα πάει εγώ μόνη μου την προηγούμενη χρονιά, αλλά ήθελε – και πολύ σωστά – να το ξεκαθαρίσει το θέμα.

“Και έστω” του λέει, “ας υποθέσουμε ότι έχετε ένα ζεύγος κωφαλάλων συνδρομητών. Πόσο έξυπνη βρίσκετε, από επιχειρηματική άποψη, την ενέργεια να τους….ειδοποιήσετε τηλεφωνικά για τη λήξη της συνδρομής τους; Και από τη στιγμή που τους ειδοποιείτε τηλεφωνικά, έχοντας μπροστά σας όλα τα στοιχεία, και σας ….απαντούν, δεν κάνετε κάποια ενέργεια να τα διορθώσετε; Και τέλος, η γυναίκα μου, που ήρθε πέρσι και σας μίλησε και συνεννοήθηκε μόνη της, από που και ως που καταγράφηκε ως κωφάλαλη, εφ’ όσον είχατε μόλις συνομιλήσει; Σας πληροφορώ λοιπόν ότι τα στοιχεία σας είναι λανθασμένα, η γυναίκα μου είναι κωφή και όχι κωφάλαλη, διότι όπως βλέπετε μιλάει, όσο για μένα είμαι ο ίδιος κύριος που σας μίλησε στο τηλέφωνο πρωτύτερα“.

Ο υπάλληλος είχε μείνει άναυδος όλη εκείνη την ώρα και ίσα που μπόρεσε να ψελλίσει κάτι αδύναμες συγγνώμες. Δεν γνωρίζω τι έκανε με τα στοιχεία μας στη συνέχεια, πως μας καταχώρησε έκτοτε στο κομπιούτερ, αλλά κυρίως πως μας καταχώρησε στο μυαλό του. Ελπίζω πάντως να του ανατρέψαμε για λίγο τα στερεότυπά του.

Ή τουλάχιστον να του ανατρέψαμε τα στερεότυπα μέχρι ο ίδιος ή κάποιος φίλος του να είχε τη φαεινή ιδέα να κάνει αναζήτηση για στατιστικά στοιχεία στο ίντερνετ, να βρει ότι όντως οι κωφοί εμφανίζουν κατά 95% ενδογαμία και να μας κατατάξει στο ταπεινό 5% της στατιστικής απόκλισης, για το οποίο θα απαξιούσε ενδεχομένως να ασχοληθεί μελλοντικά, και να μας διαγράψει από τη μνήμη του στη συνέχεια, όπως κάνουν και οι περισσότεροι άλλωστε.

Δυστυχώς το περιοδικό ανέστειλε την έκδοσή του κάποια στιγμή και έτσι δεν θα μπορέσουμε ποτέ να μάθουμε τη συνέχεια της σκέψης του υπαλλήλου. Αλλά εγώ έκτοτε έχω σκεφτεί αρκετές φορές μήπως έγινε αναστολή της έκδοσης επειδή έτυχε να υπάρχουν και άλλοι κουφοί συνδρομητές, οι οποίοι ειδοποιούνταν επίσης τηλεφωνικά για να εξοφλήσουν τη συνδρομή τους, κατά την πάγια πολιτική της εταιρίας.

Τρίτη 29 Απριλίου 2008

ΙΣΤΟΡΙΑ 19: ΓΚΡΕΜΙΣΤΗΚΕ ΚΑΝΑΣ ΦΟΥΡΝΟΣ;

Είμαι σίγουρη ότι κι εσείς, όπως κι εγώ, θα λέτε το ψωμί-ψωμάκι και θα πηγαίνετε καθημερινά ή σχεδόν να προμηθευτείτε τη μπαγκέτα σας, το λευκό πολυτελείας σας, το παντεσπ….ε, χμ, το ολικής αλέσεως, το πολύσπορο, το χωριάτικο ή ό,τι σας αρέσει τέλος πάντων.

Εμένα το ψωμάκι μου αρέσει, αλλά μερικούς φούρνους πραγματικά και ευχαρίστως θα τους γκρέμιζα. Όχι εκ θεμελίων – απλώς θα άλλαζα τη διάταξη του χώρου, εν ανάγκη θα φώναζα και τον Σπύρο Σούλη και θα του έλεγα “άλλαξέ το τώρα πριν μου τη βιδώσει περισσότερο”.

Σας βλέπω που απορείτε. Τι πρόβλημα μπορεί να έχει ένας κουφός άνθρωπος με το φούρνο, σκέφτεστε. Πολλά, αγαπητοί μου. Με κυριότερο τη διάταξη, που συνήθως σε αναγκάζει να είσαι στην ίδια ευθεία στην ουρά, με αποτέλεσμα να μην βλέπεις την υπάλληλο (γιατί σχεδόν όλες είναι γυναίκες) και να μην σε βλέπει κι αυτή.

Σκέψου τώρα ότι συνήθως η μπροστινή στην ουρά καθυστερεί μέχρι να πάρει το ψωμί και να φύγει (διότι πάλι όλες γυναίκες είναι στην ουρά, αν εξαιρέσεις κάποιους παππούδες ή στελέχη εταιρειών που θέλουν τυρόπιτα – αλλά αυτοί πάνε στο Everest ή στο Γρηγόρης Μικρογεύματα κι όχι στο φούρνο της γειτονιάς μου).

Καθυστερεί λοιπόν η μπροστινή, είτε επειδή προσπαθεί να τυλίξει το ψωμί για να το βάλει στην τσάντα, είτε επειδή προσπαθεί να βρει τα κέρματα, είτε επειδή ανοίγει το μικρό τσαντάκι και κλείνει τη μεγάλη τσάντα – κάτι τέτοιο τέλος πάντων.

Το θέμα (μου) είναι ότι, καθώς καθυστερεί η μπροστινή, η υπάλληλος παίρνει πάντα παραγγελία από την επόμενη, για να προχωράει η ουρά. Πως όμως να πάρει παραγγελία από μένα και να συνεννοηθούμε σωστά, αν δεν υπάρχει καλή οπτική επαφή;

Κι αν τις άλλες φορές τα κουτσοκαταφέρνω, σήμερα έσπασα κάθε ρεκόρ γκαντεμιάς. Πρώτα πρώτα, αν και κάνω κάθε δυνατή προσπάθεια να πηγαίνω στον ίδιο πάντα φούρνο, όπου με ξέρουν, συχνά αλλάζουν τις υπαλλήλους εκεί. Έτσι, σήμερα και μάλλον λόγω εορτών ήταν δυο κοπέλες υπάλληλοι άγνωστες και οι δυο σε μένα.

Σαν να μην έφτανε αυτό, μπροστά μου υπήρχαν όχι ένας, ούτε δυο, αλλά τρεις γυναίκες πελάτισσες, που είχαν αγοράσει τούρτες, γλυκά, τσουρέκια, και εκτός που είχαν καταλάβει όλο το χώρο, δημιουργούσαν ένα χάος καθώς η μια προσπαθούσε να παραλάβει την τούρτα, η δεύτερη να βρει τα ψιλά στο τσαντάκι και η τρίτη να κλείσει τη μεγάλη τσάντα, να ανοίξει το μικρό τσαντάκι και να βάλει μέσα το τσουρεκάκι…

Μπροστά σε αυτό το συμπαγές τείχος, το σιδηρούν παραπέτασμα, ομολογώ ότι αποθαρρύνθηκα και προσπάθησα να κάνω ελιγμό, ότι δήθεν κοιτάω τα βουτήματα και τις τυρόπιττες και προσπαθώ να αποφασίσω. Ματαίως όμως, η πρώτη υπάλληλος με κοιτούσε ξεκάθαρα από το βάθος, και το ίδιο καθαρά τα χείλη της σχημάτισαν τη φράση: “Χρόνια πολλά, τι θέλετε εσείς; “

“Τι να θέλω”, μου ήρθε να πω, “πρώτα απ’ όλα ζωτικό χώρο και οπτική επαφή για να μπορέσουμε να συνεννοηθούμε”. Αλλά ήταν βέβαιο ότι έτσι και μιλούσα εκείνη τη στιγμή θα είχα χάσει το επικοινωνιακό παιχνίδι από χέρι. Πέντε κεφάλια θα γύριζαν και δέκα ζευγάρια μάτια θα με κοιτούσαν με έκπληξη, απορία και τρόμο, προσπαθώντας να αποφασίσουν τι μπορεί να λέει το άλιεν και αν κινδυνεύουν από τρομοκρατική επίθεση ή αν θα πιάνονταν όμηροι σε ληστεία.

Έτσι, έκανα σήμα “ένα λεπτό”, υψώνοντας το δάκτυλο, ενώ παράλληλα συνέχισα να κάνω πως ήμουν δήθεν βαθύτατα απασχολημένη με το να μελετάω τη βιτρίνα.

Αλίμονο όμως, ενώ οι πελάτισσες συνέχιζαν να ασχολούνται με τα μικρά και μεγάλα τσαντάκια, με αντιλήφθηκε και η δεύτερη υπάλληλος, και μου έκανε κι εκείνη νόημα: “Tι θα θέλατε εσείς;”. Πανικός.

Μετακινήθηκα στα δεξιά, μήπως αποκτήσω καλύτερη ορατότητα, ενώ παράλληλα η μία υπάλληλος μετακινήθηκε κι εκείνη στα δεξιά. Όμως, ένα κεφάλι, ένα χέρι και ένας ώμος, που δεν είμαι σίγουρη αν ανήκαν στην ίδια πελάτισσα, συνέχιζαν να εμποδίζουν το οπτικό μου πεδίο προς την υπάλληλο. Έτσι, ελίχθηκα, περίπου όπως ελίσσεσαι σε ένα γεμάτο σινεμά, και μετακινήθηκα προς τα αριστερά, προκαλώντας δυσφορία και εμφανή ανησυχία στην υπάλληλο.

Οπωσδήποτε, ο ελιγμός μου ήταν επιτυχής, και αν παίζαμε ποδόσφαιρο θα είχα σίγουρα ξεγελάσει τον τερματοφύλακα και θα είχα πετύχει το στόχο. Ωστόσο, στην αριστερή πλευρά με περίμενε η πρώτη υπάλληλος με την ίδια απορία και ανησυχία στο βλέμμα.

“Τι θα θέλατε; ” η απειλητική ερώτηση ήρθε αμείλικτη και από την αριστερή πλευρά και πλέον όφειλα να μιλήσω, να ζητήσω την μπαγκέτα ή το παντεσπάνι μου. Σχεδόν είχα μετανιώσει που δεν είχα φροντίσει να γράψω σε χαρτάκι “ΕΙΜΕ ΚΟΥΦΙ ΚΑΙ ΠΙΝΑΟ”, οπότε αν μη τι άλλο θα ξεμπέρδευα και με τις πολλές διατυπώσεις – άσε που μάλλον θα γλύτωνα και τα 80 λεπτά του ευρώ.

Ωστόσο, μάζεψα όλο το θάρρος μου και το ξεστόμισα πάνω από πέντε κεφάλια και δέκα ζευγάρια μάτια, όσο πιο δυνατά και καθαρά μπορούσα: “Μετακινούμαι επειδή πρέπει να σας βλέπω γιατί ΔΕΝ ΑΚΟΥΩ και θέλω ΜΙΑ ΦΡΑΝΤΖΟΛΑ ΧΩΡΙΑΤΙΚΟ”.

Πέντε κεφάλια γύρισαν ταυτόχρονα, και ο χώρος έμοιαζε να βομβαρδίστηκε ξαφνικά. Ως διά μαγείας τα μικρά και μεγάλα τσαντάκια μαζεύτηκαν, ένας διάδρομος άνοιξε στη μέση, βιαστικά οι τρεις κυρίες μάζεψαν τα ψώνια και αποχώρησαν, προσπαθώντας να μην δείχνουν ότι με κοιτούν, οι δε δύο κοπέλες στο ταμείο έμειναν ακίνητες για τρία έως πέντε δευτερόλεπτα, στη διάρκεια των οπoίων σκεφτόμουν αν έπρεπε να μετακινηθώ πάλι δεξιά-αριστερά και να σουτάρω…..εεε…..να τις κάνω να μετακινηθούν και να μου δώσουν τη ρημαδοφρατζόλα.

Ευτυχώς, η μία συνήλθε, τύλιξε αμίλητη τη φρατζόλα και έγραψε στη μηχανή 0,80 για να το δω και να πληρώσω. Πλήρωσα, ευχήθηκα μάλιστα και χρόνια πολλά, δεν πήρα απάντηση λόγω του σοκ (εκτός κι αν απάντησαν όταν πια είχα γυρίσει την πλάτη) κι έφυγα.

Πάντως, εγώ από σήμερα το αποφάσισα: αφού άμα τη εμφανίσει μου οι φούρνοι μοιάζουν βομβαρδισμένοι, τώρα που καλοκαιριάζει θα φτιάξω ένα μπλουζάκι που θα λέει: “EIME KOΥΦΙ ΚΑΙ ΘΕΛΟ ΠΑΝΤΕΣΠΑΝΙ”, για να γκρεμίσω και τους υπόλοιπους φούρνους για να τελειώνουμε μια και καλή με αυτό το θέμα.

Τετάρτη 16 Απριλίου 2008

ΙΣΤΟΡΙΑ 18: ΣΟΦΙΑ ΟΡΘΗ

Με την εκκλησία δεν έχω πολλά πολλά, ούτε αυτή μαζί μου. Ίσως μάλιστα, ένας λόγος που δεν έχω πολλά πολλά με την εκκλησία να έχει να κάνει με το γεγονός ότι δεν υπάρχει κάποιος τρόπος να αντιληφθούμε εμείς οι κωφοί χειλεοαναγνώστες τίποτα από τη λειτουργία, ούτε από τους ύμνους και τα τροπάρια, ούτε το τελετουργικό στις βαπτίσεις και τους γάμους, ούτε καν τις κηδείες (αυτό το τελευταίο βέβαια ισχύει για όλους…ανάλογα με τη θέση από την οποία παρακολουθούν την τελετή !)

Τώρα λοιπόν που πλησιάζει η μεγάλη εβδομάδα, μέσα στο γενικότερο κλίμα κατάνυξης, είπα να σας γράψω κάποιες ιστορίες από την εκκλησία. Στην οποία έχω αναγκαστικά παρευρεθεί πολλές φορές, για κοινωνικούς και όχι για θρησκευτικούς λόγους.

Πρώτα πρώτα, ως μαθήτρια έπρεπε να υποστώ τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό, όπως όλοι οι μαθητές. Τότε δεν είχα ακόμη ξεκαθαρίσει μέσα μου τις όποιες θρησκευτικές μου αντιλήψεις, και απλώς ακολουθούσα το πρόγραμμα του σχολείου.

Μα η λειτουργία ήταν για μένα ακριβώς όπως η (υποχρεωτική επίσης) επίσκεψη στο Πλανητάριο ή όπως όταν πήγαμε στο χορό του Λυκείου να ακούσουμε Βίσση και Καρβέλα (όλοι έχουμε ιστορίες από τα νιάτα μας για τις οποίες ντρεπόμαστε ελαφρώς, βλέπετε).

Εν ολίγοις, δεν καταλάβαινα τίποτα. Όπως βέβαια και σε όλους τους επιταφίους, τις αναστάσεις, τους γάμους και τις βαφτίσεις (οι κηδείες ήρθαν αργότερα).

Μου άρεσε όμως ανέκαθεν ο επιτάφιος, αυτή η μυσταγωγία των κεριών, αυτό το πλήθος που περπατούσε συντονισμένα και χαιρόταν τις μυρωδιές της άνοιξης…και φυσικά, τα πρώιμα φλερτ που ανέκαθεν είθισται να γίνονται κατά τους επιταφίους και τις αναστάσεις στη χώρα μας. Οι έβηφοι και νέοι που μαζεύονται με σκοπό: “τα μάτια τους να ρίξουν σαιτιές”, όπως θα το έλεγε και ο Μαλακάσης.

Τα τροπάρια και οι ύμνοι της άνοιξης, όμως…παραμένουν ένα κλειστό μυστικό, που αφορά μόνο τους ακούοντες. Σε ποια ηλικία, με ρώτησε ο άντρας μου κάποτε (διαβάζοντας ένα μου στίχο, που έλεγε: είμαι η γυναίκα που της φόρτωσαν νωρίς την ηθική / στα φαύλα και στα κρείττω η πηγή…), σε ποιά ηλικία άκουσες πρώτη φορά το τροπάριο της Κασσιανής;

Μα….ποτέ, άντρα μου, ή τουλάχιστον ποτέ όταν μπορούσα πια να καταλάβω το νόημα των στίχων. Σίγουρα τα άκουσα κάποτε, στα μικράτα μου, κι αυτό και το Ω γλυκύ μου έαρ και το Θανάτω θάνατον πατήσας, μα πιο πολύ τα διάβασα ή τα “διάβασα” επίσης στα χείλη της μαμάς μου παρά τα άκουσα ως μεγάλη.

Παρόλα αυτά, έκανα πάντοτε ευσυνείδητες προσπάθειες να ακολουθήσω το τυπικό τις εκκλησίας κάποιες φορές, ξαναλέω για κοινωνικούς και όχι για θρησκευτικούς λόγους. Επειδή οι θρησκευτικές τελετές, όπως και οι μεγάλες γιορτές (Πάσχα, Χριστούγεννα, Δεκαπενταύγουστος) έχουν στη χώρα μας σαφή κοινωνικό χαρακτήρα και εντάσσονται στις παραδόσεις του λαού μας. Εξάλλου, σέβομαι τη θρησκευτική πίστη, όποιο δόγμα και να ακολουθεί κανείς, όπως και τον αγνωστικισμό και την αθεϊα όλων των ανθρώπων.

Έτσι, και κουμπάρα έγινα, παντρεύοντας δυο καλούς μου φίλους, και το κοριτσάκι τους βάφτισα αργότερα – μια ιστορία που πρέπει να σας την πω ξεχωριστά, γιατί όσο να ‘ναι, πάντα έχει πλάκα μια κουφή νονά που αγνοεί πλήρως το τελετουργικό της ορθόδοξης βάπτισης και προσπαθεί να τα κάνει -και σωστά- όλα εκείνη τη στιγμή. Αλλά μου το είπαν καθαρά: Κι αν δεν ξέρεις το χορό του Ησαϊα, ούτε πώς να τη βαφτίσεις τη Μαρία, μη φοβάσαι, θα στα μάθει ο παπάς!

Ας δούμε όμως τώρα ένα τραυματικό γεγονός που μου έμεινε στη μνήμη, κι αν το γράφω είναι για να σας παρακαλέσω να μην κάνετε τα ίδια όσοι από σας πηγαίνετε τακτικά στην εκκλησία. Ήμουνα μεγάλη πια, πάνω από 25-26, δεν θυμάμαι ακριβώς, και είχα πάει σε μια βάφτιση με τη μαμά μου και μια φίλη της.

Εκείνες είχαν καθίσει πιο μπροστά, κι επειδή δεν είχε άλλο κάθισμα καθόμουν λίγο πιο πίσω, μόνη μου. Ξαφνικά, έρχεται από τα απέναντι καθίσματα ένας κύριος κάποιας ηλικίας, και με σπρώχνει και με τραβάει να σηκωθώ όρθια! Παράλληλα μάλλον με επέπληττε, δεν μπόρεσα να καταλάβω ακριβώς, γιατί με την ίδια ταχύτητα εξαφανίστηκε και δεν τον ξαναείδα μέσα στον κόσμο, ώστε να δοθούν αμοιβαίες εξηγήσεις.

Μόλις συνήλθα λίγο από τη χειροδικία (γιατί σχεδόν περί χειροδικίας, και μάλιστα αναίτιας μου φάνηκε), και σκέφτηκα πιο καθαρά, συνειδητοποίησα ότι μάλλον βρισκόμασταν σε κάποιο σημείο της τελετής όπου έπρεπε όλοι να σηκωθούμε όρθιοι. Πράγμα που όμως δεν μπόρεσα να αντιληφθώ, γιατί οι αμέσως μπροστινοί μου ήταν όλοι κάποιας ηλικίας και δεν είχε σηκωθεί κανείς.

Φαίνεται ότι εγώ, ως νεότερη, αλλά και ως καθισμένη στο πλησιέστερο στο διάδρομο κάθισμα πλήρωσα την οργή του εν λόγω κυρίου, που σίγουρα παράλληλα θα έλεγε κάτι για την ασέβεια της νεολαίας, που τολμά να είναι καθήμενη ενώ επιβάλλεται να σηκωθεί όλο το εκκλησίασμα.

Πάντως, έχω εδώ μια χαριτωμένη ιστορία να σας διηγηθώ, που δεν έχει άμεση σχέση με την κώφωση, αλλά τη βρίσκω ταιριαστή με το σημερινό μας θέμα, και σίγουρα, αν δεν είχα πρόβλημα ακοής θα μπορούσε να είχε συμβεί σε μένα και όχι στην πρώτη μου ξαδέρφη.

Όταν η ξαδερφούλα μου, που είναι και συνονόματη, ήταν τριών χρονών και βρισκόταν σε ένα γάμο - αν δεν κάνω λάθος- κάποια στιγμή σηκωνόταν συνεχώς στην εκκλησία, και ταυτόχρονα κοίταγε με ειλικρινή απελπισία τη μαμά της, που δεν καταλάβαινε κιόλας τι έχει το παιδί και σηκώνεται συνέχεια στα καλά καθούμενα.

Κάποια στιγμή λοιπόν η μικρή, έτοιμη να βάλει τα κλάματα γυρνάει και λέει στη θεία μου την ατάκα που έμεινε στα χρονικά της οικογένειάς μας: “Γιατί καλέ μαμά αυτός ο παπάς λέει συνέχεια Σοφία ορθή και με σηκώνει, αφού εγώ κουράστηκα και θέλω να καθίσω!”

Έτσι λοιπόν κι εγώ θέλω να σας πω, όταν θα δείτε την επόμενη κουφή Σοφία σαν κι εμένα στην εκκλησία, να μην της πείτε Σοφία ορθή ή ακόμα χειρότερα, να μην τη σπρώξετε για να σηκωθεί. Γιατί την επόμενη φορά, θα σας πω κι εγώ πως δεν σηκώνομαι γιατί δεν άκουσα τίποτα σχετικό, και πως θα προτιμούσα να καθίσω.

Παρασκευή 11 Απριλίου 2008

ΙΣΤΟΡΙΑ 17: ΠΑΙΖΟΥΜΕ ΚΡΕΜΑΛΑ;

Με έχουν ρωτήσει πολλές φορές πως ακριβώς γίνεται η χειλεοανάγνωση, και πάντα την περιγράφω σαν “κάτι που μοιάζει με το παιδικό παιχνίδι κρεμάλα”.

Αυτή είναι δική μου έκφραση, δεν την έχω διαβάσει πουθενά. Όμως, έχω διαβάσει σε επιστημονικά βιβλία ότι με τη χειλεοανάγνωση κατ’ ουσίαν καταλαβαίνεις μόνο το 30-40% της πληροφορίας που έχει μια λέξη (στη γλώσσα μας, κυρίως τα φωνήεντα) και πρέπει να συμπληρώσεις με το μυαλό σου, αυτόματα, το υπόλοιπο.

Λογικά λοιπόν, έκανα πάντα το συνειρμό με την “κρεμάλα” , και θέλω να πιστεύω ότι αυτή η λέξη περιγράφει καλά το διάβασμα των χειλιών.

Δεν ξέρω αν σας άρεσε να παίζετε κρεμάλα ως παιδιά, αν και είναι βέβαιο ότι κάποτε θα έχετε παίξει και εσείς. Εμένα μου άρεσε πολύ, και ειδικότερα στην Τρίτη λυκείου, όπου είχαμε φτιάξει μια κλίκα οι δευτεροδεσμίτες, και καμαρώναμε για τις φοβερές και τρομερές λέξεις που είχαμε μάθει. Τρομάρα μας, δηλαδή.

Συνηθίζαμε να βάζουμε στην κρεμάλα τις λέξεις “ριβονουκλεϊνικό” και, ακόμα χειρότερα, “δεσοξυριβοζονουκλεϊνικό” (οξύ), δηλαδή τα RNA και DNA, και μετά απορούσαμε γιατί δεν μας πολυθέλανε για παρέα τα άλλα παιδιά. Αφού ήταν ωραίες λέξεις!

Δεν ήξερα τότε ότι αυτοί οι γλωσσοδέτες θα με συντρόφευαν για πολλά χρόνια – κι ακόμη και σήμερα τους έχω διαρκώς μπροστά μου. Μα με βοήθησαν, εκτός των άλλων, και στο να αντιληφθώ τη σχέση τους με το διάβασμα των χειλιών, και να εξελιχθώ όσο μπορούσα σε αυτό το “παιχνίδι” που έπρεπε και πρέπει να παίζω καθημερινά προκειμένου να επικοινωνήσω.

Πριν από λίγο καιρό, μέσω αυτού του blog έμαθα ότι στο εξωτερικό κυκλοφορούν εγχειρίδια εκμάθησης της χειλεοανάγνωσης, και ειδικά προγράμματα στους υπολογιστές. Αν έχουμε και εδώ τέτοια κόλπα, δεν το γνωρίζω.

Εγώ (όπως και πολλά άλλα παιδιά) έμαθα να διαβάζω τα χείλη εμπειρικά με τα χρόνια, υποθέτω όπως μαθαίνουν και οι τυφλοί να ξεχωρίζουν φωνές και βήματα.

Εκεί που ακόμα δεν τα καταφέρνω είναι στο να ξεχωρίζω τις ξένες λέξεις, όταν ενσωματώνονται στον ελληνικό λόγο. Για παράδειγμα, αν μου μιλήσει κάποιος όπως γράφουν σε μοντέρνα περιοδικά τύπου Νitro και DownTown (και έχω λόγο που αναφέρομαι σε αυτά κυρίως), τότε χάνω τον μπούσουλα, εντελώς.

Αντε να διαβάσεις τα χείλη κάποιου που θα σου πει: “Aυτό το project έχει deadline μεθαύριο, baby, OK?” ή κάτι ακόμα χειρότερο, ας πούμε από τον χώρο της πληροφορικής, της μόδας ή της διαφήμισης, που δεν ξέρω ούτε να το γράψω. Και αν ποτέ μου πουν κάτι ανάλογο, δεν θα έχω και πολλές ατάκες για να απαντήσω. Το μόνο που θα μπορέσω να ψελλίσω είναι: “Στη μάνα σου το ‘πες;”

Λέξεις που για σας είναι απλές, για μένα είναι δύσκολο να γίνουν αντιληπτές αν δεν είναι καταχωρημένες στο “σύστημα”, δηλαδή στη μνήμη μου. Το κλασικό παράδειγμα πάνω σε αυτό είναι τα επίθετα.

Για να είμαι ειλικρινής, αποφεύγω να ρωτάω τα επίθετα αγνώστων ανθρώπων, ας πούμε όταν τους συναντάω για πρώτη φορά σε μια παρέα. Με τα μικρά ονόματα λίγο-πολύ παλεύεται το πράγμα, γιατί συνήθως θα γνωρίσεις κάποιο Γιάννη, Γιώργο, Δημήτρη, Αντώνη, κάποια Κατερίνα ή Μαρία. Το πολύ να πέσεις πάνω σε έναν Μιχαήλ Αγγελο ή σε κάποια Μαρία Νεφέλη, αλλά ακόμα και αυτά έγιναν της μόδας πριν από μια δεκαετία και τώρα είναι επίσης αναγνωρίσιμα. Με τους μετανάστες επίσης το πράγμα ζορίζει λίγο, αλλά εκεί είναι πιο εύκολο να τους ζητήσεις ή να ζητήσεις από κάποιον στην παρέα να σου γράψει το όνομά τους για να το καταλάβεις. Οι άνθρωποι έχουν περάσει τόσα πολλά, που αυτό είναι το τελευταίο που θα παρεξηγούσαν.

Τι γίνεται όμως με τα ένδοξα Ελληνικά μας επώνυμα; Αν κάποιος λέγεται Παπαδόπουλος, Παπαγεωργόπουλος, Παπαδίτσας, Παπαδάκης, Παπαδάκος, Καραϊσκάκης, Καραϊτάβλης (ωχ, συγγνώμη, αυτό είναι από άλλο ανέκδοτο!) , και τα άλλα παρόμοια και πολύ γνωστά, είναι εύκολο να τον αναγνωρίσω. Μα ουαί κι αλίμονο αν έχει σπάνιο επίθετο ή γενικά δεν μπορώ να το καταλάβω.

Όχι μόνο δεν καταλαβαίνω το επίθετο και δεν ξέρω πώς να τον/την προσφωνήσω (εκτός από ψιτ εσύ, καλέ κύριε – καλέ κοπελιά κλπ), αλλά επιπλέον δύσκολα μπαίνουν και στη διαδικασία να γράψουν το επίθετό τους σε ένα χαρτί. Ισως, για κάποιο μυστήριο σε μένα λόγο, να τους προσβάλλει η διαδικασία.

Η ουσία είναι ότι, μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες να καταλάβω τα επίθετα αυτών που μου συστήνουν, καταλήγω στις προσφωνήσεις με τα μικρά ονόματα και με ουδέτερο τρόπο – χωρίς ονόματα δηλαδή.

Δεν έχω πολλά ακόμη να σας πω για τη χειλεοανάγνωση. Νομίζω ότι είναι ευνόητο και το αντιλαμβάνεστε ότι συχνά κάνω λάθος και μπερδεύομαι σε παρόμοιες λέξεις, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε παρεξηγήσεις. Πχ, μπορεί κάποιος να μου πει: “θα ανάψω τη λάμπα” κι εγώ να καταλάβω: “θα σου αστράψω μια φάπα” και να καταλήξουμε να παίζουμε μπουνιές από το πουθενά.

Αλλά σε γενικές γραμμές, όσο μεγαλώνω, και προσέχω καλύτερα τις λέξεις και όλο το συνειρμό της πρότασης, τα περίφημα συμφραζόμενα δηλαδή, είναι όλο και πιο εύκολο για μένα να κατανοήσω μέσες-άκρες μια κουβέντα.

Βέβαια, όσο πιο λίγα είναι τα άτομα που συμμετέχουν στη συζήτηση (ιδανικά μέχρι 4-5 και να καθόμαστε γύρω από ένα στρογγυλό τραπέζι σε χώρο με καλό φωτισμό) τόσο καλύτερα είναι για μένα τα πράγματα.

Μετά από τα παραπάνω, πιστεύω να καταλάβατε τις βασικές αρχές τις χειλεοανάγνωσης.

Ευχαριστώ όλους εσάς τους τακτικούς αναγνώστες μας, τον Γιάννη Πωστονλένε, τη Μαρία Ποιαμαρία, τον Γιώργο Ψιτεσύ, την Κατερίνα Καλεκοπελιά και τους άλλους Δενξερωεπίθετο για τη σταθερή ανάγνωση αυτών εδώ των κειμένων και την έμπρακτη στήριξή τους στο blog μας.

Δευτέρα 7 Απριλίου 2008

ΙΣΤΟΡΙΑ 16: ΒΑΛΕΝΤΙΝΑ, ΒΑΛΕΝΤΙΝΑ, ΕΓΙΝΕΣ ΚΑΙ ΣΩΦΕΡΙΝΑ


Το σημερινό μας θέμα, όπως θα καταλάβατε από τον τίτλο, έχει σχέση με την κώφωση και την οδήγηση. Πρώτα πρώτα, να σας πω ότι, σύμφωνα με το νόμο, όσοι έχουν πρόβλημα ακοής μπορούν να βγάλουν δίπλωμα οδήγησης σε αυτοκίνητο, αφού πρώτα εξεταστούν από ειδική επιτροπή του υπουργείου συγκοινωνιών. Δεν μπορούν (ή τουλάχιστον προ δεκαπενταετίας που το είχα ψάξει δεν μπορούσαν) να βγάλουν άλλου είδους δίπλωμα (για μηχανή ή επαγγελματικό για φορτηγά κ.λπ.)

Όταν λοιπόν πάτησα τα 19-20 και έβλεπα όλους τους φίλους και τις φίλες μου να παίρνουν δίπλωμα οδήγησης ο ένας μετά τον άλλον, άρχισα να χτυπιέμαι για να σωφάρω κι εγώ. Γιατί έτσι είναι, άμα είσαι τόσο νέος δεν υπολογίζεις τον κίνδυνο, και όλα αυτά σε εξιτάρουν.

Τους γονείς μου τους έπιασε τρόμος και πανικός στη σκέψη του να πιάσω εγώ τιμόνι. Για να καταλάβετε, εγώ πίστευα ότι θα βγω χαλαρά στο δρόμο, σαν τον ιππότη της ασφάλτου, κι εκείνοι θεωρούσαν ότι ο χάρος θα έβγαινε παγανιά.

Τελικά, όπως φαίνεται νίκησα στα σημεία και έκανα μαθήματα οδήγησης γύρω στα 21. Σας βλέπω που ήδη έχετε σκεφτεί το σκηνικό και κλείνετε τα μάτια σας με τρόμο, αναλογιζόμενοι που ακριβώς να κατοικούσα εγώ τότε, και από ποιους δρόμους να πέρασα, και μήπως τυχόν μένατε κι εσείς εκεί γύρω και διαφύγατε από το θανάσιμο κίνδυνο χωρίς να το ξέρετε.

Εντάξει, θα σας αφήσω να πάτε για ευχέλαιο μόλις τελειώσετε αυτό το ποστ, αλλά περιμένετε λίγο ακόμη να σας πω όλη την ιστορία. Για να γίνουν τα μαθήματα με επιτυχία, είχαμε από πριν συμφωνήσει σε ένα δικό μας σύστημα με τον δάσκαλο. Απ’ ό,τι θυμάμαι, όταν πήγαινα όλο ευθεία μου έκανε το γνωστό νόημα της ευθείας, ανάλογα νοήματα για το αριστερά και δεξιά, και το στοπ το συμβολίζαμε με μια μπουνιά.

Βέβαια, στο μεσοδιάστημα και όσο ήμασταν σταματημένοι μου εξηγούσε αναλυτικά τι θα κάναμε, πότε έπρεπε να αλλάζω ταχύτητες, ποια διαδρομή θα ακολουθούσαμε από πριν, ώστε να μην χρειάζεται να μιλήσουμε και πολύ κατά τη διάρκεια της διαδρομής.

Θυμάμαι επίσης ότι στις ταχύτητες παρακολουθούσα το στροφόμετρο (αφού δεν μπορούσα να έχω σωστή αντίληψη του θορύβου της μηχανής) και άλλαζα όταν η ένδειξη πήγαινε στο 5, αν θυμάμαι καλά τώρα πια.

Περιέργως πως, δεν δυσκολεύτηκα πολύ με τα μαθήματα. Η αίσθηση της οδήγησης μου άρεσε, και όπως είπα και πριν, όταν είσαι τόσο νέος δεν έχεις συναίσθηση των κινδύνων.

Το θέμα ήταν η εξέταση. Πως θα γινόταν, εφ’ όσον συνήθως οι εξεταστές κάθονται πίσω;

Να πω εδώ, ότι πριν φτάσουμε στο στάδιο της εξέτασης και πριν ακόμα δώσω τα σήματα, έπρεπε να περάσω από μια σειρά γιατρών, και επίσης να υποβληθώ σε ψυχολογικό έλεγχο και σε….μέτρηση του IQ, ναι, κανονικό τεστ νοημοσύνης, στο οποίο μάλιστα έπρεπε να έχω σκορ πάνω από 100 μονάδες (όταν ο μέσος όρος στη χώρα μας είναι λίγο χαμηλότερος) κι όλα αυτά δεν ξέρω για ποιο λόγο και βάσει ποιού νόμου.

ΟΚ, καταλαβαίνω την έννοια του τεστ νοημοσύνης, αλλά και ψυχολογικός έλεγχος; Και σας λέω, κι αυτό το καταλαβαίνω, αλλά πιστεύω ότι θα έπρεπε να εφαρμόζεται σε όλους ανεξαιρέτως τους υποψήφιους οδηγούς και όχι μόνο σε όσους έχουν πρόβλημα ακοής.

Πάμε όμως στα σήματα. Τα έδωσα κανονικά, σε μια αίθουσα με όλους τους άλλους που δεν είχαν πρόβλημα ακοής. Τώρα, λέω εγώ, αν υπήρχε π.χ. ένα τυπογραφικό λάθος κάπου και το διόρθωναν με προφορική οδηγία, θα είχαν άραγε την πρόνοια να ενημερώσουν κι εμένα που έγραφα με σκυμμένο το κεφάλι;

Τι ψάχνεις να βρεις, θα μου πείτε τώρα, και θα έχετε δίκιο. Τα σήματα αποδείχτηκαν απλή υπόθεση, με την πορεία τι θα έκανα όμως;

Δεν γνώριζα καθόλου τι θα γινόταν μέχρι την ημέρα της εξέτασης και πως αυτή θα γινόταν ακριβώς. Τελικά, οι εξεταστές κάθισαν πίσω, και ο δάσκαλος από μπροστά ανέλαβε να μου μεταφέρει τις οδηγίες με τον τρόπο που σας περιέγραψα πιο πάνω (ευθεία, δεξιά, αριστερά, στοπ).

Εντάξει, στο παρκάρισμα και στη γωνία ήμουν και μισοσταματημένη, δεν ήθελε και πολλή φαντασία, εδώ είναι γωνία, εδώ παρκάρουμε – εκτός κι αν με έβαζαν να παρκάρω σε γωνία, αλλά τότε δεν είχανε βγει ακόμα τα smart!

Πέρασα επιτυχώς και την πορεία, και πήρα το δίπλωμα πανηγυρικά. Στην αρχή, έκανα ό,τι και οι άλλες φιλενάδες μου: τις έβγαλα έξω για ποτό και τις κέρασα, και κάναμε σχέδια και υπολογισμούς για τα ταξίδια που θα κάναμε, οπωσδήποτε, σε όλη την Ευρώπη το καλοκαίρι, οδηγώντας εναλλάξ.

Στη συνέχεια έφυγα ξανά για την Κρήτη όπου ήμουν φοιτήτρια (το δίπλωμα το πήρα στην Αθήνα) και καθώς εκεί δεν είχα αυτοκίνητο άρχισε σιγά σιγά να μου φεύγει η επιθυμία της οδήγησης και να παρατηρώ τους κινδύνους, τα τροχαία, να αναλογίζομαι πόσο θα με εμπόδιζε η ακοή μου από το να βγω στο δρόμο και να οδηγήσω πραγματικά μόνη μου.

Τα χρόνια περνούσαν κι αυτοκίνητο δεν είχα – και, σύμφωνα με μια παροιμία:
όποιος δεν έχει αυτοκίνητο έχει πόδια” ή κάπως έτσι τέλος πάντων – αν και εδώ πρέπει να αναλογιστούμε τι γίνεται όταν δεν έχεις ούτε αυτοκίνητο ούτε πόδια: τότε πρέπει, σίγουρα, να έχεις μυαλό

Τελικά, χρόνο με το χρόνο, το δίπλωμα έμενε κλεισμένο στο συρτάρι, και, σωστά το καταλάβατε, δεν οδήγησα παρά ελάχιστες φορές όλα αυτά τα χρόνια. Αν και έχω φίλους κωφούς που οδηγούν μια χαρά, εγώ δεν το πήρα απόφαση εν τέλει. Παίζει ρόλο και η δική μου ιδιοσυγκρασία, καθώς είμαι απίστευτα αφηρημένη και ενοχική μαζί, και δεν μπορώ να αντέξω την ιδέα ενός ατυχήματος στο οποίο να ενδέχεται να έχω την υπαιτιότητα.

Δεν μπορώ λοιπόν, να πάρω θέση κατά πόσον είναι σωστό να οδηγούν οι άλλοι κωφοί. Ξέρω πια όμως, πως εγώ δεν είναι καλό να πιάσω το τιμόνι, παρά μόνο αν είναι πραγματικά μεγάλη ανάγκη και δεν υπάρχει άλλος εκεί γύρω.

Με τις φίλες μου βγαίνουμε ακόμη για ποτό καμία φορά. Οι περισσότερες οδηγούν, άλλες πάλι όχι. Με αυτές τις τελευταίες έχουμε αποφασίσει πως μια μέρα, οπωσδήποτε, θα κάνουμε το γύρο της Ευρώπης με το τρένο, καθισμένες στο παράθυρο εναλλάξ.

Πέμπτη 3 Απριλίου 2008

ΙΣΤΟΡΙΑ 15: ΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ, ΤΑ ΓΑΛΛΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΙΑΝΟ ΜΟΥ

Σήμερα θα σας μιλήσω για τη σχέση των κωφών με τις ξένες γλώσσες. Όπως έχω γράψει και παλαιότερα, πάγιο αίτημα των κωφών που επικοινωνούν με τη νοηματική είναι να μην υποχρεώνονται να καταθέτουν πιστοποιητικά γλωσσομάθειας για μια ενδεχόμενη πρόσληψη στο δημόσιο. Κι αν δεν κάνω λάθος, αυτό το αίτημά τους πρόσφατα ικανοποιήθηκε.

Ωστόσο, εμείς οι μεταγλωσσικοί κωφοί που εκπαιδευτήκαμε σε “κανονικά” σχολεία, στη γειτονιά μας δηλαδή, ακολουθήσαμε φυσικά το πρόγραμμα του σχολείου. Ήτοι, ξένες γλώσσες (αγγλικά ή γαλλικά ήταν τότε στα προγράμματα των σχολείων) και ακόμα, παρακολουθήσαμε κανονικά τη μουσική.

Όσον αφορά τη μουσική, το πεντάγραμμο και η θεωρία έσωζαν αρκετά την κατάσταση (όμως προσωπικά διδάκτηκα επιπλέον και πιάνο κατ’ οίκον επί δύο έτη, αλλά αυτή είναι μια ακόμα κουφή ιστορία που θα σας πω άλλη φορά).

Με τις γλώσσες όμως, τι μπορούσε να γίνει; Εγώ έκανα αγγλικά στο φροντιστήριο, όπως όλα τα παιδιά, και γαλλικά σύμφωνα με το πρόγραμμα του σχολείου.

Όταν έχεις ήδη εκπαιδευτεί στη λογική μιας γλώσσας όπως τα ελληνικά, δεν είναι δύσκολο να μάθεις τη γραμματική και τη σύνταξη των αγγλικών και των γαλλικών (για τα κινέζικα, τα γιαπωνέζικα, τα αραβικά και τα σουαχίλι δεν παίρνω όρκο, όμως!)

Τι γίνεται ωστόσο με την προφορική επικοινωνία και την προφορά σε μια ξένη γλώσσα;

Α! η προφορά. Αν και οι περισσότεροι καθηγητές και καθηγήτριες ξένων γλωσσών έδειχναν μια ευαισθησία ως προς εμένα (που ήμουν ακόμα βαρήκοη και όχι τελείως κωφή), μου έτυχε όμως και ένας τουλάχιστον που με πρόσβαλλε συστηματικά για την προφορά μου. Με καθόλου χαριτωμένες εκφράσεις, όπως: “Τι θα κάνουμε με σένα, πως τα λες έτσι, από την Αφρική σε φέρανε” και “Δεν καταλαβαίνω, αφού μου τα γράφεις όλα σωστά, πως τα μιλάς χάλια; Δεν μπορείς να πεις: λ’ ουαζζώώ και λα φενέτρρρρ, όχι πες το, πες το πάλι”.

Παιδαγωγός, σου λέει μετά. (Τώρα θυμήθηκα κι έναν άλλον, της μουσικής: πες μου τις νότες, όχι πες μου, όχι δεν είναι σι αυτό, είναι μι, μα δεν το καταλαβαίνεις; Παιδαγωγός κι αυτός).

Το θέμα είναι ότι, όταν είσαι βαρήκοος ή κωφός χειλεοαναγνώστης, συνηθίζεις να διαβάζεις τα χείλη στη μητρική σου γλώσσα και δεν είναι εύκολο να κάνεις αυτή τη διαδικασία σε μια άλλη γλώσσα. Η δε προφορά, το γνωρίζετε όλοι, είναι κάτι που αποκτάται από το άκουσμα και μόνο. Γι’ αυτό και μας (σας) βάζανε κασέτες με τη γλώσσα, για να συνηθίζει το αυτί.

Τώρα βέβαια που το σκέφτομαι, πρέπει να είμαι μάλλον τυχερή, αφού οι ανωτέρω παιδαγωγοί δεν μου ζήτησαν να αγοράσω τη σειρά της Linguaphone για να βελτιώσω την αγγλογαλλική προφορά μου!

Με αυτά και με άλλα, τέλειωσα κάποτε το Λύκειο χωρίς να έχω τολμήσει να πάω να δώσω ούτε το Lower, παρόλο που αρκετοί συμμαθητές μου είχαν ήδη τα ανώτερα διπλώματα σε δυο τρεις γλώσσες.

Μα εγώ, πώς να πήγαινα να το δώσω αφού δεν θα μπορούσα να καταλάβω καλά το κασετόφωνο στην εξέταση; Κι έπειτα, δεν πίστευα ότι θα μου χρειαζόντουσαν και πολύ οι γλώσσες: Σκόπευα να σπουδάσω ιατρική (με κατεύθυνση προς μια εργαστηριακή ειδικότητα, όπως και έκανα) και βέβαια ούτε λόγος για να φύγω από την Ελλάδα, παρεκτός σε διακοπές.

Ωστόσο, τα αγγλικά με κυνηγούσαν (όπως σας έχω πει ότι με κυνηγάει και η μουσική. Μάλλον επειδή έκανα 2 χρόνια πιάνο και δεν προχώρησα πέρα από το Methode Rose – οπότε το πεντάγραμμο και οι νότες, προσβεβλημένα, με ψάχνουν από τότε ! )

Στα πρώτα δύο χρόνια της Ιατρικής στην Κρήτη, τα αγγλικά ήταν τότε ένα από τα κυριότερα μαθήματα. Και αυτό ήταν δίκαιο, στη λογική της εξοικείωσης των φοιτητών με την ξένη βιβλιογραφία, και ενδεχομένως στον προσανατολισμό τους σε καριέρα στο εξωτερικό.

Οπότε, αναγκάστηκα να πιάσω πάλι τα αγγλικά από κει που τα είχα αφήσει στο γυμνάσιο. Μια θαυμάσια γυναίκα, η κυρία Τασούλα (γράφω το όνομά της σε ένδειξη παντοτινής ευγνωμοσύνης) ανέλαβε τότε να γίνει η δασκάλα μου για τα επόμενα δυο χρόνια.

Η κυρία Τασούλα δεν με έψεξε ποτέ για την προφορά μου. Παρόλο που δεν μπορούσα, ασφαλώς, να πω το τσι με τον τρόπο που το λένε Άγγλοι, Γάλλοι, Ιταλοί και Κρητικοί (τόσα χρόνια Ενετοκρατία είχε το νησί!) δεν με πίεσε ποτέ να το πω καλύτερα.

Μόνο, ήρθε μια μέρα, και με το συνηθισμένο ατάραχο και γαλήνιο ύφος της μου λέει: - Λοιπόν, παιδί μου, γιατί να μην πας να πάρεις το Lower?
- Μα, κυρία Τασούλα…Τι θα κάνουμε με το κασετόφωνο και με τα προφορικά;
- Μην ανησυχείς, έστειλα επιστολή στο Βρετανικό Συμβούλιο με την περίπτωσή σου και θα τα βρούμε.

Πράγματι, το Βρετανικό συμβούλιο όχι μόνο απάντησε, αλλά αποδείχτηκε ότι είχε ειδικό πρόγραμμα εξετάσεων των αγγλικών διπλωμάτων για ανθρώπους με πρόβλημα ακοής, με εξειδικευμένους καθηγητές, που αναλάμβαναν την προφορική εξέταση και αντικαθιστούσαν το κασετόφωνο (listening) !

Τα γραπτά πάλι, διεξάγονταν κανονικά σε αίθουσα του Βρετανικού συμβουλίου. Μα οι εξετάσεις τους δεν ήταν καθόλου εύκολες (υπήρχαν παιδιά που είχαν κοπεί 5-6 φορές και κυρίως στο προφορικό κομμάτι). Είπαμε, εξειδικευμένος καθηγητής, αλλά ωστόσο δεν έπαυε να είναι Άγγλος καθηγητής/καθηγήτρια: δεν μπορούσες να τον καλοπιάσεις με μούτες και ναζάκια, που ίσως θα πιάνανε σε έναν Έλληνα. Έπρεπε να κάνεις κανονικό διάλογο μαζί του, και βέβαια στα αγγλικά.

Σε αυτό το σημείο επιστρατεύτηκε ο Philip για να βοηθήσει την κατάσταση. Ο Philip ήταν βέρος Άγγλος, ξανθός, γαλανομάτης, ξεπλυμένος και με αγγλικό cool ύφος (αγγλικό φλέγμα το λέγανε παλιά) που είχε ξεμείνει κανά δυο χρονιές στο νησί, μετά από κάποιες καλοκαιρινές διακοπές και έβγαζε τα προς το ζην κάνοντας μαθήματα αγγλικών. Μα έλα που δεν είχε μάθει σχεδόν τίποτα στα ελληνικά (καλημέρα, καλησπέρα, μαλάκας, τα βασικά…ξέρετε τώρα, και τίποτ’ άλλο). Άρα, έπρεπε αναγκαστικά να μιλήσουμε στα αγγλικά.

Ναζάκια, χαριτωμενιές, καλοπιάσματα τέλος. Μια ολόκληρη χρονιά μάθαινα να μιλάω με τον Philip και αυτός με μένα. Υποθέτω, μάλιστα, πως πρέπει να βελτίωσα και την προφορά μου, αφού φτάσαμε στο σημείο, μετά από αρκετό κόπο, εκτός από το να μιλάμε…να καταλαβαινόμαστε κιόλας!

Από κει και πέρα, οι εξετάσεις στο Βρετανικό συμβούλιο ήταν μάλλον απλή υπόθεση: Μην έχοντας πρόβλημα στα γραπτά, τα πήγα αρκετά καλά και στα προφορικά, και πήρα το Lower πανηγυρικά και μάλιστα με Β.

Κι αν σήμερα έχω φτάσει στο σημείο να διαβάζω και να μεταφράζω πανεπιστημιακά ιατρικά συγγράμματα με άνεση, σίγουρα αυτό το οφείλω στην κυρία Τασούλα και τον Fhilip και όχι στον παιδαγωγό των γυμνασιακών μου χρόνων. Αλλά μάλλον θα φταίει που αυτός, όπως θα καταλάβατε και πιο πάνω, ήτανε καθηγητής των Γαλλικών!

Δευτέρα 24 Μαρτίου 2008

ΙΣΤΟΡΙΑ 14: ΚΟΙΜΗΣΟΥ, ΑΓΓΕΛΟΥΔΙ ΜΟΥ

Καλά το καταλάβατε, η σημερινή μας ιστορία έχει θέμα τα ξυπνητήρια. Θα σας τα έγραφα αργότερα, αλλά έμαθα ότι μια ανυπόμονη παρέα στη Μυτιλήνη (γειά σου, Δεσποινάκι!) θέλει ντε και καλά να μάθει πως ξυπνάω εγώ και μερικοί ακόμα σαν κι εμένα κάθε πρωί. Γιατί θέλουν να το μάθουν; Έλα μου, ντε! Μυστήριοι που είμαστε εμείς οι άνθρωποι ώρες-ώρες…

Τώρα, να σας πω την αλήθεια, μεταξύ μας όμως. Τα καλύτερα ξυπνητήρια μου ήταν και είναι δυο. Η μαμά μου και ο άντρας μου. Ωραίο πράγμα να ζεις με κάποιον άλλον, και ακόμα πιο ωραίο όταν ο άλλος είναι πρωινός τύπος και ξέρεις πως είναι κάθε πρωί στο πόδι από τις έξι και μες την καλή χαρά. Ακριβώς σαν τη μαμά μου, δηλαδή – και ακριβώς το αντίθετο από μένα, που πήρα από τον μπαμπά.

Όταν γνώρισα τον άντρα μου, και σιγούρεψα ότι είναι όντως πρωινός τύπος, ανέκραξα όλο χαρά: “μου θυμίζεις τη μάνα μου, γι’ αυτό σε αγαπάω!” και έκτοτε εξαφάνισα το ξυπνητήρι σε ένα συρτάρι (σε ποιο όμως; Χμ…κανονικά πρέπει να ξέρω που είναι…)

Το ξυπνητήρι στο συρτάρι; Α, δεν θα το πίστευα ποτέ αν μου το λέγατε πριν από μια δεκαετία που το πρωτοπήρα. Καθώς έμεινα μόνη λόγω σπουδών προτού καλά καλά κλείσω τα 18, το πρωινό ξύπνημα υπήρξε για πολλά χρόνια ένα βασανιστικό θέμα για μένα.

Την πρώτη χρονιά συγκατοίκησα με άλλες δυο κοπέλες, ακριβώς για θέματα τηλεφώνου, κουδουνιού και πρωινού ξυπνήματος. Με τα άλλα τα βολέψαμε, στο ξύπνημα όμως την πάτησα. Η μια μου συγκάτοικος έμενε συνήθως στο σπίτι του φίλου της (έι, μπορώ να το γράψω –χωρίς ονόματα- τώρα πια που περάσαμε τα 35, έτσι δεν είναι; Μην το πείτε στους γονείς της, όμως! ) και η άλλη, καθώς ήταν στο πτυχίο –δυο-τρία μαθήματα- και δεν είχε εργαστήρια και δούλευε τα απογεύματα, αποδείκτηκε πιο υπναρού και από μένα (Μην το πείτε στα παιδιά της όμως –έχει τρία τώρα πια- και πάρουν το κακό παράδειγμα!)

Από τη δεύτερη χρονιά των σπουδών μου έμεινα μόνη μου. Σκέφτηκα διάφορα τεχνάσματα για το πρωινό ξύπνημα:

Στην αρχή, δοκίμασα ένα κανονικό ξυπνητήρι – δεν είχα χάσει ακόμα εντελώς την ακοή μου βλέπετε. Τζίφος. Μετά, ένα ενισχυμένο ξυπνητήρι, που το έβαζα κάτω από το μαξιλάρι μου όλη νύχτα (ακόμα πονάει το κεφάλι μου σε εκείνο το σημείο!) Τίποτα.

Έπειτα, κατέφυγα στη λύση του μόνιμα ανοικτού παραθύρου. Εννοώ βέβαια ότι δεν έκλεινα ποτέ το παντζούρι, για να μπαίνει το φως του ήλιου. Άλλοτε πετύχαινε, άλλοτε όχι, μα συνήθως όποτε είχα κάποιο σημαντικό μάθημα το πρωί είχα άγχος και σηκωνόμουν.

Ευτυχώς, τα υποχρεωτικά εργαστήρια, π.χ. ο φόβος και ο τρόμος για τους φοιτητές της ιατρικής ανά τους αιώνες, μιλώ βέβαια για την ανατομία, γινόντουσαν όλα μετά τις 2 το μεσημέρι και έτσι δεν τα έχανα ποτέ.

Στην εξεταστική πάλι, αναλάμβανε η μαμά μου να έρθει να μείνει μαζί μου για τρεις βδομάδες, ίσως και έναν ολόκληρο μήνα, για να με ξυπνάει, και επιπλέον να με ταΐζει και να με ποτίζει γιατί κινδύνευα σοβαρά από δίψα και ασιτία, έτσι όπως χτυπούσα 12ωρα και 16ωρα σκυμμένη στα βιβλία.

Δεν θα ξεχάσω όμως κάποιες εξετάσεις μαθημάτων που έτυχε για διάφορους λόγους να βγουν εκτός προγράμματος και δεν μπορούσε να έρθει εκτάκτως η μαμά. Εκείνες τις –λίγες ευτυχώς- φορές, κοιμόμουν, όσο κοιμόμουν, όλη τη νύχτα στο πάτωμα με ένα φως αναμμένο πάνω από το κεφάλι μου, για να μην ξεχαστώ και αργήσω. Τα σκέφτομαι τώρα και ανατριχιάζω – κι όμως, ήμουνα 18 και 20 χρονών και όλα αυτά μου φαινόντουσαν “αστείες περιπέτειες”. Και, περιέργως πως, πήγαινα σε αυτή την κατάσταση και περνούσα και τα μαθήματα. Που ‘σαι νιότη που ‘δειχνες πως θα γινόμουν άλλος, που θα ‘λεγε και ο Βάρναλης…

Μετά, ο αδερφός μου δοκίμασε μια πατέντα δικής του έμπνευσης, μια λάμπα πάνω σε ένα χρονόμετρο. Την ορισμένη ώρα, άναβε η λάμπα που την είχα δίπλα στο κρεβάτι μου. Μπα! Ούτε κι αυτό δεν έπιασε.

Τα χρόνια πέρασαν και το θέμα το είχαμε ψιλοξεχάσει, κάπως είχα μάθει εγώ –ο τόσο απελπιστικά βραδινός τύπος- λόγω άγχους και συνήθειας να πετάγομαι από το κρεβάτι πριν τις οκτώ, κάπως βολευόταν το θέμα με τη μαμά ή και με τη σπιτονοικοκυρά και τις γειτόνισσες (μια ολόκληρη πολυκατοικία με είχε πάρει υπό την προστασία της) όταν, γύρω στα 25 μου πια κι ενώ είχα ήδη πάρει πτυχίο ή περίμενα την ορκωμοσία, δεν θυμάμαι ακριβώς τη μέρα, πάντως θυμάμαι ότι είχα ήδη τελειώσει με τις πτυχιακές εξετάσεις…εγένετο φως!

Σωστότερα, εγένετο δόνηση. Στο μαγαζί όπου έπαιρνα τα ακουστικά βαρηκοΐας (τότε φορούσα ακόμα δύο, σήμερα ένα μόνο) και πήγαινα συχνά, γιατί τα ακουστικά θέλουν τακτική συντήρηση, καθάρισμα, μπατταρίες κ.λπ. μου είπαν ότι μόλις είχαν φέρει ένα νέο μοντέλο ξυπνητηριού, που είχε ένα σύστημα δόνησης στο μαξιλάρι.

Στην αρχή ήμουν πολύ δύσπιστη, αφού είχα αλλάξει τόσες πατέντες και δεν είχε λειτουργήσει τίποτα. Το πήρα όμως για να το δοκιμάσω. Εξωτερικά ήταν ένα κοινό ηλεκτρονικό ρολόι, που έδειχνε την ώρα με πράσινους ψηφιακούς αριθμούς. Είχε όμως ένα καλώδιο, που κατέληγε σε ένα κυκλικό και σχεδόν πλακέ εξάρτημα, φανταστείτε κάτι σαν το ποντίκι του υπολογιστή αλλά πιο κυκλικό και επίπεδο.

Αυτό το εξάρτημα το έβαζες κάτω από το μαξιλάρι, και την ορισμένη ώρα ενεργοποιούνταν η δόνηση και σου κουνούσε το μαξιλάρι.

Παιδιά, η αίσθηση ήταν φοβερή από την πρώτη φορά. Όχι ευχάριστη ακριβώς, αλλά εκκωφαντική, με έναν τρόπο που μόνο εμείς οι κωφοί μπορούμε να αντιληφθούμε τη δόνηση. Νομίζω –δεν το έχω βρει σε μελέτες, αν και το είχα ψάξει παλιά- πως μπλέκονται κάπως τα κέντρα αντίληψης ήχου και δόνησης, και πραγματικά νομίζεις ότι ακούς κάποια καμπάνα ή κάτι εξίσου δυνατό να χτυπάει μέσα στο αυτί σου.

Αυτή η αίσθηση ήταν τότε πρωτόγνωρη για μένα, σήμερα βέβαια τη ζω καθημερινά σε μικρότερη κλίμακα κάθε φορά που δονείται το κινητό μου κι εγώ νομίζω πως ακούω έναν ήχο, αρκεί να είμαι κοντά, ώστε να νιώθω τη δόνηση.

Κι έτσι απλά, μέσα σε ένα πρωινό, το χρόνιο πρόβλημα του πρωινού ξυπνήματος ξεπεράστηκε. Τόσες νύχτες αγωνίας, τόσες φορές που λαγοκοιμόμουν στα πατώματα…εξαφανίστηκαν ως διά μαγείας. Όσο απλά εξαφανίστηκε και η αδυναμία τηλ-επικοινωνίας σε ένα απόγευμα, όταν κράτησα το κινητό στα χέρια μου πρώτη φορά.

Αλλά τώρα πιάσαμε άλλες ιστορίες, που θα πούμε σε άλλες ανήσυχες νύχτες.

Γιατί, όπως σχεδόν όλοι όσοι ασχολούνται γενικά με το γράψιμο, παραμένω ακόμα και αμετανόητα βραδινός τύπος. Θα σας έβαζα μάλιστα μια φωτογραφία του εν λόγω ξυπνητηριού αν κατάφερνα να βρω σε ποιο συρτάρι το έχω καταχωνιάσει, αλλά πιο δίκαιο θα ήταν να σας βάλω φωτογραφία του άντρα μου. Που εκτός των άλλων, κάνει και ό,τι δεν θα μπορέσει –μάλλον- να κάνει ποτέ ένα ξυπνητήρι, όσο εξελιγμένο κι αν είναι. Κάθε πρωί που με ξυπνάει, μου έχει έτοιμο και τον πρωινό μου καφέ!

Τρίτη 18 Μαρτίου 2008

ΙΣΤΟΡΙΑ 13: Ο ΚΟΥΦΟΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ ΜΕΡΦΥ

Το νόμο του Μέρφυ τον ξέρετε όλοι, φυσικά: Όταν είναι κάτι να πάει στραβά, θα πάει.

Φτάσαμε αισίως στη δέκατη τρίτη ιστορία της σειράς (μακριά βέβαια από μας οι προλήψεις, όλα κι όλα –όπως θα το έλεγε και ο Σκαρίμπας: είμαι, το ξέρω, λογικός, ω! δεν μιλάω…)

Επομένως, μπορούμε τώρα να σας δώσουμε τον Κουφό Νόμο του Μέρφυ ή, αν προτιμάτε, την τροποποίηση του νόμου του Μέρφυ για τους κωφούς: Όταν είναι κάτι να πάει στραβά, όχι μόνο θα πάει, αλλά επιπλέον θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσεις το τηλέφωνο για να διορθώσεις το σφάλμα.

Το τηλέφωνο. Μεγάλη και πονεμένη ιστορία για μας. Το ξέρατε, αλήθεια ότι τόσο η γυναίκα όσο και η μητέρα του Γκράχαμ Μπελ ήταν κωφές; Αυτό με βάζει σε βάσιμες υποψίες για τις προθέσεις του Μπελ – χώρια που έχουμε γενέθλια και την ίδια μέρα, από ένα περίεργο αστείο του ημερολογιακού χρόνου.

Κάπως έτσι βγήκαν και οι υποκατηγορίες του κουφού νόμου του Μέρφυ, όπως:

- το τηλέφωνο που θα χρησιμοποιήσεις για να διορθώσεις το σφάλμα, θα είναι το πρώτο τηλέφωνο της δοκιμής του Μπελ, με το οποίο προσπάθησε να μιλήσει με τη γυναίκα του
- εκτός και αν είναι η δεύτερη συσκευή, που τη χρησιμοποίησε για να μιλήσει με τη μητέρα του
- ή, η τρίτη συσκευή….ε, καλά, βουλωμένο γράμμα διαβάζετε…όπου η κυρία Μπελ και η μητέρα Μπελ προσπάθησαν να μιλήσουν μεταξύ τους.

Οι πρώτες τρεις συσκευές λοιπόν (σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες φήμες) δεν λειτούργησαν, και έμειναν έκτοτε στην ιστορία με το όνομα: “Χαλασμένο τηλέφωνο”. Από εκεί (λένε πάντα οι φήμες) βγήκε και το παιδικό παιχνίδι….ή κάπως έτσι μου τα είπαν (από το άλλο μου το αυτί) κάποτε.

Αλλά ας προχωρήσουμε στη σημερινή μας ιστορία, όπου βρήκε πλήρη εφαρμογή ο Κουφός Νόμος του Μέρφυ. Πριν από λίγο καιρό είχα πάει επίσκεψη σε μια φίλη, και φεύγοντας ξέχασα το κινητό μου στο τραπέζι. Στη συνέχεια, θα πήγαινα στο γυμναστήριο. Φτάνοντας λοιπόν στο γυμναστήριό μου, διαπιστώνω ότι δεν υπήρχε το κινητό στην τσάντα μου, και ότι μάλλον το είχα ξεχάσει στο σπίτι της φίλης.

Είχα τις εξής επιλογές: ή θα ξαναγυρνούσα πίσω για να το πάρω, χωρίς όμως και να ξέρω σίγουρα ότι είναι εκεί το τηλέφωνο ή ότι δεν έχει φύγει η φίλη. Επιπλέον, το σπίτι βρισκόταν σε απόσταση είκοσι λεπτών με τα πόδια από το γυμναστήριο.


Είτε θα έκανα τη γυμναστική μου κανονικά, θα γυρνούσα μετά στο δικό μου σπίτι, και θα περίμενα να έρθει ο άντρας μου, για να πάρει εκείνος τηλέφωνο και να εντοπίσουμε το χαμένο κινητό το βραδάκι. Ή, τέλος, θα έπρεπε να βρω τρόπο να επικοινωνήσω αμέσως με τη φίλη μου.

Τελικά, έμπλεξα τη γυμνάστρια στο όλο σκηνικό, και αφού κατάφερα να της εξηγήσω τι είχε συμβεί, έπρεπε να αντιμετωπίσω και τις πρώτες αυθόρμητες απαντήσεις, του στυλ: Ε, καλά, πήγαινε και πάρ’ την τηλέφωνο! (που όλοι μα όλοι μου το έχουν πει κάποτε, τόσο αυτονόητο είναι για όλους, βλέπετε!)

Όταν πια συνειδητοποίησε ότι, χελόου, δεν μπορώ να το πάρω το τιμημένο το τηλέφωνο, τότε προσφέρθηκε εκείνη να τηλεφωνήσει στη φίλη μου, που ευτυχώς είχε ήδη βρει το κινητό και το κράτησε μέχρι να γυρίσω να το πάρω.

Τέλος καλό, όλα καλά θα πείτε, δεν ήταν και τόσο άτυχη η ιστορία σου. Έχετε όμως βρεθεί εσείς σε παρόμοια θέση; Να πρέπει να τηλεφωνήσετε κάπου, να μην υπάρχει άλλος τρόπος επικοινωνίας, και να μην μπορείτε;

Και καλά να υπάρχουν γύρω σας άνθρωποι πρόθυμοι να σας εξυπηρετήσουν –πριν από το κινητό έχει τύχει να απευθυνθώ στους πιο απίθανους ανθρώπους για ένα τηλεφώνημα, σε ταξιτζήδες, σε περιπτεράδες, στους φύλακες του κτιρίου…- αν όμως είσαι μόνος σου, και δεν υπάρχει ένα κινητό, η κατάσταση είναι εντελώς Κουφός Νόμος του Μέρφυ.

Το χειρότερό μου μάλιστα, είναι όταν (χωρίς να το συνειδητοποιούν) αρκετοί ακόμα και σήμερα μου λένε, όπως και η γυμνάστρια εξάλλου: “Πάρε τηλέφωνο” και κάνουν μαζί και τη χαρακτηριστική χειρονομία. Ξέρουν άραγε, υποψιάζονται καθόλου τον αγώνα δρόμου που πρέπει να κάνω γι’ αυτό το τηλεφώνημα; Και, στο κάτω-κάτω, μπορεί να μην θέλω να μοιραστώ τα προσωπικά μου τηλεφωνήματα με τον κάθε άσχετο, έτσι δεν είναι;

Ευτυχώς, εκεί που πρέπει να κλείσω ραντεβού, όπως στα κομμωτήρια, φροντίζω συνήθως να είναι στη γειτονιά μου, και το κλείνω αυτοπροσώπως, ακόμα κι αν χρειαστεί να πάω δύο φορές.

Βέβαια, είναι αλήθεια ότι αγγαρεύω και πολύ, πάρα πολύ, τον άντρα μου να κάνει διάφορα τηλεφωνήματα για μένα. Στην πραγματικότητα, του έχω φορτώσει όλο το βάρος των τηλεφωνημάτων και της κοινωνικής μας ζωής.

Αλλά δεν φταίω εγώ άντρα μου, φταίει ο Κουφός Νόμος του Μέρφυ, μαζί με τα συνομωσιολογικά περί σύμπαντος του Κοέλιο, που αποτελούν την απάντηση της κυρίας Γκράχαμ Μπελ στις εμπνεύσεις του συζύγου της. Εμείς όμως, πως μπλεχτήκαμε έτσι σε ξένα τηλεφωνήματα, μου λες;







ΥΓ: Για την ιστορία, και για να μην αδικήσουμε τον μεγάλο εφευρέτη, στην πραγματικότητα τόσο ο ίδιος, όσο και ο πατέρας του, λόγω της κωφής μητέρας του, ασχολήθηκαν πάρα πολύ με την εκπαίδευση των κωφών και βοήθησαν πολλά κωφά παιδιά στο να αναπτύξουν αποτελεσματικά την ομιλία. Μια από τις κωφές μαθήτριες του Γκράχαμ Μπελ έγινε, όταν μεγάλωσε, κυρία Μπελ.

Σάββατο 15 Μαρτίου 2008

ΙΣΤΟΡΙΑ 12: ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΑΛ ΧΑΛΙΛΙ ΜΟΥ ΕΚΑΝΑΝ ΜΙΑ ΜΕΛΑΝΙΑ

Πω πω, σαν να βλέπω τώρα την έκφρασή σας όταν είδατε τον τίτλο: Χαρήκατε βρε! Νομίζετε ότι πήγα κανένα εξωτικό ταξιδάκι στην Αίγυπτο (που πάντως πολύ θέλω να πάω κάποτε) και σας κάνω ρεπορτάζ για κουφές καμήλες στην αγορά…(Αλήθεια, υπάρχουν κουφές καμήλες; Κουφοί σκύλοι ναι, το έχω διαβάσει, αλλά καμήλες; Και πάντως, πόσο δύσκολο είναι να είσαι κουφή καμήλα στην έρημο; ΟΚ, πιάνεις έναν αμμόλοφο και πας, πας, πας…Αρκεί να βλέπεις και να μυρίζεις για να μην χάσεις το καραβάνι).

Η σημερινή ιστορία μας όμως είναι πολύ πιο πεζή και δεν έχει εξωτικό χαρακτήρα. Ούτε καμήλες, ούτε πυραμίδες, ούτε αμμολόφους. Μόνο βουνά από σκουπίδια, και γύρω το γνώριμο φόντο της Ακαδημίας, στο κέντρο της Αθήνας.

Είχα κατέβει το πρωί για δουλειές, εγώ και άλλα 2 εκατομμύρια κάτοικοι της πολύπαθης πρωτεύουσάς μας, όταν, στη συμβολή Ακαδημίας και Ιπποκράτους (ή μήπως Πατησίων και Παραμυθιού γωνία; Μπα, κάθε απόπειρά μου να ξεφύγω από τη ρουτίνα της μέρας τελευταίως δεν πετυχαίνει, ούτε παραμύθι έχουμε ούτε ερήμους, ούτε οάσεις…μόνο στάσεις, πότε του ΟΑΣΑ και πότε του Μετρό), στη γωνία λοιπόν απάνω πέτυχα μια παλιά μου συνάδερφο, που είχα 3-4 χρόνια να δω.

Σταματήσαμε και μιλήσαμε για κανένα πεντάλεπτο περίπου, ίσα να πούμε τα νέα μας στα πεταχτά. Εκεί που μιλούσαμε, νιώθω κάτι να με χτυπάει με δύναμη στο μηρό, και έναν έντονο πόνο, σαν να είχα φάει ροπαλιά.

Προτού γυρίσω να δω, σκέφτηκα αντανακλαστικά μη τυχόν και είχε και σήμερα καμία πορεία και βρέθηκα στο κέντρο της χωρίς να το καταλάβω, αλλά πάλι, πέντε λεπτά πριν είχα κοιτάξει και ο δρόμος ήταν όπως συνήθως, με τα γνωστά αλληλοσπρωξίματα των πεζών και τις ατέλειωτες ουρές των αυτοκινήτων.

Γυρνάω λοιπόν και ίσα που πρόλαβα να δω έναν κύριο κάποιας ηλικίας (αν το γραπτό αυτό δεν είχε και politically correct φιλοδοξίες, θα τον έλεγα και γέρο) να προσπαθεί να ανοίξει δρόμο μέσα στο πλήθος της Ιπποκράτους με τη βοήθεια ενός μπαστουνιού, όμοιο με εκείνο του παππού μου, με το οποίο κοπάναγε αδιακρίτως (ο άγνωστος, όχι ο παππούς μου!) όποιον θεωρούσε ότι του έκλεινε το δρόμο.

Ο παππούς μου το μπαστούνι το είχε για να πηγαίνει περιπάτους γύρω από το τετράγωνο της γειτονιάς τα απογεύματα, και πάντως όχι για φονικό όπλο. Βέβαια, ο παππούς μου έζησε σε μιαν άλλη Αθήνα, πολύ λιγότερο νευρωτική από τη σημερινή, αλλά και πάλι δεν μπορείς να δικαιολογήσεις κανέναν που κοπανάει περαστικούς με το μπαστούνι μέρα μεσημέρι στην Ιπποκράτους.

Θα μου πείτε, δεν φώναζε παράλληλα; Ασφαλώς, φώναζε να κάνουν όλοι στην άκρη, μα μέσα στον θόρυβο του δρόμου και καθώς κουβεντιάζαμε ταυτόχρονα, ούτε η συνάδερφός μου –που έχει άριστη ακοή- δεν πρόλαβε να τον ακούσει εγκαίρως και να με προφυλάξει.

Αν ήμουν ένας από σας και είχα κοπανηθεί από μπαστούνι χωρίς λόγο μέρα μεσημέρι, θα είχα ένα σωρό επιλογές: Θα μπορούσα να επικαλεστώ

- τη λαϊκή παράδοση: ει, τι βαράς ρε Καραγκιόζη;

- την κοινή αντίδραση: Στραβός είσαι ρε, που πας; – πράγμα που βέβαια δεν θα ξεστομίσω ποτέ ούτως ή άλλως, γιατί θα κάνω αυτό που κατηγορώ: και ναι, σίγουρα κάποιοι που έχουν κατηγορηθεί άδικα θα είναι και άνθρωποι με πρόβλημα όρασης, που όμως θα περπατούν χωρίς το λευκό μπαστούνι, και θα γίνονται αποδέκτες ακριβώς των ίδιων σχολίων με εμένα. Αν και ο συγκεκριμένος δεν φαινόταν να έχει πρόβλημα όρασης, παρά πρόβλημα συγχρωτισμού με τον κόσμο.

- το χιούμορ: Τι βαρά’ ρε θίο; - όπου το θίο, με γιώτα, είναι έκφραση του αδερφού μου, δεν ξέρω αν το λένε κι άλλοι, και δεν προκύπτει από το θείος, μα είναι το χαιδευτικό του…ηλίθιος!

- τη δική μου μυϊκή δύναμη, αν είχα δηλαδή: Τι θες ρε, πας γυρεύοντας να σε δείρω πρωί πρωί;

- το φιλότιμο: Παρακαλώ, κύριε, προσέχετε λίγο με το μπαστούνι, θα χτυπήσετε άδικα τον κόσμο.

- την ειρωνία: Σε πάει βόλτα το μπαστούνι παππού;

- την εκδίκηση: πάρε τώρα μια τρικλοποδιά κι από μένα, για να μάθεις!

- το μεταφυσικό: Ω, μεγάλε Μανιτού, ρίξε μια βροχή πάνω στο κεφάλι του παππού τώρα (αυτό συνοδεύεται από επιτόπια βηματάκια χορού βροχής).

- το θρησκευτικό: Μα το Δία, να πέσουν χίλιοι κεραυνοί στο κεφάλι του!

- το περίπλοκο: κι αν γίνει τώρα σεισμός και πέσει μια γλάστρα στο κεφάλι του από μπαλκόνι της Ιπποκράτους;

- το απλό: κι αν τον κουτσουλήσει ένα περιστέρι όπως προχωράει;

- η επίκληση των ζώων: κι αν τον δαγκώσει ένα αδέσποτο σκυλί τώρα;

- το παράλογο: κι αν βγει ένας αλιγάτορας από τους υπονόμους και τον καταπιεί;

- Και τέλος, το εξωτικό: να πάει στην Αίγυπτο και να τον αφήσει κατά λάθος στην έρημο μια κουφή καμήλα!

Όλα αυτά θα μπορούσα να τα πω ή να τα σκεφτώ αν ήμουν σαν κι εσάς – ΟΚ, μερικά ανομολόγητα τα σκέφτομαι και τώρα, είναι αλήθεια. Μα να τα ξεστομίσω; Το έχουμε ξαναπεί, η φωνή μου δεν με βοηθά να εμπλακώ σε οποιονδήποτε καυγά, γιατί αντί να καυγαδίσω θα καταλήξω να δίνω εξηγήσεις για την κώφωσή μου – και παίζεται κιόλας αν θα γίνουν κατανοητές.

Σας βλέπω τώρα που τρομάζετε – σκέφτεστε αν είμαι άραγε τόσο καταπιεσμένος και εκδικητικός τύπος, που έκανα ολόκληρο θέμα στο blog για έναν παππού που με κοπάνησε λίγο με το μπαστούνι.

Η αλήθεια είναι πως δεν διακατέχομαι από τόσο έντονα συναισθήματα εκδίκησης. Απλώς, στο σημείο που με κοπάνησε άρχισε ήδη να σχηματίζεται μια ωραιότατη μελανιά.

Κι αν έγραψα ολόκληρο κείμενο μες τη νύχτα, είναι επειδή αύριο θα τη δει τη μελανιά ο άντρας μου και θα ζητήσει εξηγήσεις.

Και, αλήθεια σου λέω αγάπη μου, έτσι ακριβώς έγιναν σήμερα τα πράγματα!