Δευτέρα 11 Μαΐου 2009

ΙΣΤΟΡΙΑ 33: ΕΙΝΑΙ ΠΟΥ ΟΝΕΙΡΕΥΟΜΑΙ ΣΑΝ ΤΟΝ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ




Στη μνήμη του Ευγένιου Σπαθάρη

Όταν ήμουνα μικρή, κάπου στην αρχή της δεκαετίας του 80, έδειχνε κάθε απόγευμα στην τηλεόραση Καραγκιόζη (νομίζω παιγμένος από τον Σπαθάρη τον ίδιο). Εγώ έβλεπα και γελούσα, όπως και οι άλλοι στο σπίτι, όπως και όλα τα παιδιά της γειτονιάς.

Κάποτε όμως μου χάρισαν έναν τόμο με κείμενα του Καραγκιόζη και διαβάζοντάς τα συνειδητοποίησα ότι το κείμενο που είχα μπροστά μου είχε λέξεις και εκφράσεις πολύ διαφορετικές από εκείνες που εγώ άκουγα ή νόμιζα πως άκουγα παρακολουθώντας το έργο.

Τι είχε συμβεί; Στην πραγματικότητα άκουγα λίγες λέξεις ή μισές εκφράσεις και η παιδική μου φαντασία αναγκαστικά συμπλήρωνε την υπόθεση, καθώς έβλεπα τις φιγούρες να κινούνται στο πανί. Ας πούμε, σαν να παρακολουθεί ένας ξένος που ξέρει λίγα ελληνικά μια παράσταση Καραγκιόζη.

Το ίδιο ακριβώς έκανα και με τα άλλα παιδικά έργα πχ την Τενεκεδούπολη της Ευγενίας Φακίνου, την οποία παρακολουθούσα ανελλιπώς (!) ή ακόμα και με μεταγλωττισμένες σειρές ή κινούμενα σχέδια.

Μέχρι που έφτασα σε κάποια ηλικία, κοντά στα 10 ή τα 12, που κατάλαβα πλέον το μάταιο του εγχειρήματος και άρχισα να παρακολουθώ αποκλειστικά ξένα υποτιτλισμένα έργα.

Ήταν όμως τόσο μάταιο το εγχείρημα; Με αυτόν τον τρόπο καλλιεργήθηκε η παιδική μου φαντασία σε βαθμό που να έχω γράψει και να έχω σκηνοθετήσει άπειρα έργα στο μυαλό μου. Και βέβαια, γι’ αυτό το λόγο, ανέκαθεν προτιμούσα και προτιμώ τα βιβλία από την τηλεόραση.

Μήπως τελικά, εκείνο που με τρώει κι εκείνο που με σώζει είναι που (επιμένω να) ονειρεύομαι σαν τον Καραγκιόζη;

Το λευκό φόντο αυτού εδώ του μπλογκ δεν είναι άραγε ένα ακόμη λευκό σεντόνι και τα γράμματα που σας γράφω δεν είναι παρά οι μαύρες σκιές και φιγούρες, αυτού του θεάτρου, αυτού του έργου που παίζουμε μαζί;

Εγώ πίσω από το λευκό φόντο κι εσείς, οι αναγνώστες, στην πλατεία…

Ε, ρε γλέντια…!

Δευτέρα 4 Μαΐου 2009

ΙΣΤΟΡΙΑ 32: ΣΤΡΙΓΚΛΙΖΑΝ ΤΑ ΜΕΓΑΦΩΝΑ ΓΙΑ ΚΑΠΟΙΑ ΑΠΕΡΓΙΑ




κι ακούγονταν παράφωνα τραγούδια του συρμού (που λέει και το τραγούδι).

Κι επειδή η Πρωτομαγιά ως γνωστόν δεν είναι αργία, είναι απεργία, αλλά και μια ευκαιρία για αποδράσεις εις τας εξοχάς, είπα να συνδυάσω τα ασυνδύαστα και να πάω μια εκδρομή στην Κρήτη.

Μικρότερη, έμεινα επί μία ολόκληρη δεκαετία στο Ηράκλειο της Κρήτης κι επειδή οι δικοί μου ζούσαν πάντα στην Αθήνα έχω κάνει άπειρα δρομολόγια με το καράβι και μάλιστα τις περισσότερες φορές ταξίδευα μόνη. Όταν γνώρισα τον άντρα μου, μια από τις πρώτες ερωτήσεις που μου έκανε (δεδομένου ότι τότε ήταν ναυτικός) ήταν η εξής: “Φαντάζομαι ότι πάντοτε ενημερώνεις στη ρεσεψιόν του πλοίου για το θέμα της ακοής σου, έτσι δεν είναι; “

H δική μου αντίδραση ήταν να πέσω από τα σύννεφα, που λένε οι δημοσιογράφοι (είπα να κάνω πιο γλαφυρό το κείμενο) και να απαντήσω: “όχι βέβαια, δεν έχω ενημερώσει ποτέ κανέναν, θα έπρεπε;!”

“Και βέβαια θα έπρεπε”, μου απάντησε, “σοβαρολογείς; Αν κινδυνέψει πχ να βυθιστεί το καράβι, πως θα το ξέρει το πλήρωμα να έρθει να ειδοποιήσει εσένα ειδικά; ” “E, καλά”, είπα εγώ, “πρώτον σιγά μην βυθίζονται τα πλοία στο Αιγαίο στην εποχή μας, το τελευταίο ήταν στη Φαλκονέρα πριν από 40 χρόνια. Δεύτερον, άμα δω τους άλλους να τρέχουν πανικόβλητοι, δεν μπορεί, θα την ψυλλιαστώ την δουλειά.”

“Κι αν κοιμάσαι και δεν πάρεις πρέφα τίποτα; ” μου λέει. “E, τότε δεν βαριέσαι, θα πάω σούμπιτη στον βυθό, χι χι” απάντησα με την χαρακτηριστική άνεση και αφέλεια της (τότε) ηλικίας μου. Μέχρι που έγινε το ναυάγιο του Σάμινα και μου κόπηκαν τα γελάκια…Μαχαίρι, όμως.

Από τότε αποφάσισα πως, αν ξαναταξιδέψω μόνη με οποιοδήποτε μέσο θα ενημερώνω ασφαλώς το πλήρωμα. Στην πραγματικότητα δεν τίθεται θέμα για τα καράβια (απ’ όσο γνωρίζω), ωστόσο εκεί που υπάρχει πρόβλημα είναι με τα αεροπλάνα. Στα οποία, όπως με πληροφόρησαν, δεν επιτρέπεται να ταξιδεύουν περισσότερα από 4 άτομα με ειδικές ανάγκες στην ίδια πτήση, επειδή οι αεροσυνοδοί είναι επιφορτισμένοι να προσέχουν ο καθένας από έναν ΑμεΑ επιβάτη σε περίπτωση που συμβεί ο,τιδήποτε.

Έτσι, για παράδειγμα τα μέλη ενός αναπηρικού συλλόγου που θα θελήσουν να κάνουν μια ομαδική εκδρομή με αεροπλάνο (πχ τα μέλη κάποιας από τις ομοσπονδίες ή τους συλλόγους κωφών Ελλάδας – υπάρχουν πάνω από 15 διαφορετικοί σύλλογοι), θα πρέπει, για λόγους ασφαλείας, να χωριστούν σε τετράδες και να ταξιδέψουν με διαφορετικές πτήσεις.

Αυτή τη φορά στο ταξίδι μου συνοδευόμουν από τη μητέρα και τον αδερφό μου, με θάλασσα κάλμα μπουνάτσα (άλα της και ναυτική ορολογία η δικιά σου! ) και, εφ’ όσον δεν μας σάστιζε κανένα ξαφνικό προβέτζο του καιρού, που θα έλεγε και ο Καββαδίας, θα φτάναμε στη Μεγαλόνησο σε εξίμιση ωρίτσες και μάλιστα ταξιδεύοντας μέρα μεσημέρι.

Θεώρησα, λοιπόν, εντελώς περιττό να ενημερώσω για την κώφωσή μου. Την ώρα όμως που πίναμε καφέ στο σαλόνι με τους δικούς μου άρχισε να στριγγλίζει το μεγάφωνο.

Το μεγάφωνο εγώ, όπως και άλλα παιδιά με παρόμοιο πρόβλημα με το δικό μου, το αντιλαμβάνομαι. Δηλαδή, όταν φοράω το ακουστικό μου αντιλαμβάνομαι το στρίγγλισμα και τη μεταλλική φωνή και ξέρω ότι μιλάει το μεγάφωνο. Φυσικά, είναι αδύνατον να ξεχωρίσω έστω και μία λέξη. Μάταιος κόπος.

Όταν λοιπόν αντιλαμβάνομαι το γνωστό στρίγγλισμα, αν είμαι με παρέα κάθομαι και περιμένω ήσυχα ήσυχα να τελειώσει η ανακοίνωση και στη συνέχεια να μου εξηγήσουν (αν έχουν την ευγενή καλωσύνη) τι ειπώθηκε.

Σε αυτή τη φάση, βλέπω τη μαμά και τον αδερφό μου να σκάνε στα γέλια ακούγοντας την ανακοίνωση. Μετά γύρισαν και μου είπαν: “Ξέρεις τι είπε; Είπε, αν είστε άτομο με ειδικές ανάγκες ή έχετε πρόβλημα όρασης ή ακοής παρακαλούμε να ενημερώσετε αμέσως στη ρεσεψιόν! ”

Έτσι, μου λύθηκε κι εμένα η απορία γιατί τόσα χρόνια δεν με είχε ενημερώσει κανείς γι’ αυτό το θέμα. Αφού…στρίγγλιζε το μεγάφωνο, βρε! Πως και δεν το είχα αντιληφθεί ως τώρα;

Όταν μάλιστα τελείωσαν οι ανακοινώσεις, με διαβεβαίωσαν ότι στη συνέχεια ακούστηκε το εξής τραγούδι από τα μεγάφωνα:

Με αεροπλάνα και βαπόρια
και με τους φίλους τους παλιούς
τριγυρνάμε στα σκοτάδια
και όμως εσύ δεν μας ακούς

Παρασκευή 10 Απριλίου 2009

ΙΣΤΟΡΙΑ 31: Ο ΣΤΥΓΕΡΟΣ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ




H ζωή στην Αθήνα έχει κάνει τους πάντες σχεδόν νευρωτικούς- μη εξαιρουμένης της υπογράφουσας. Φανταστείτε όμως τώρα να ζει κάποιος σε μια πόλη όπου όλοι είναι νευρωτικοί αλλά επιπλέον ο κάποιος είναι και κουφός! Θα τον δυσκολέψει αυτό στη ζωή του παραπάνω, όσο ‘να ναι, συμφωνείτε;

Πάμε να δούμε μαζί μια σκηνή που συνέβη πέρσι το καλοκαίρι – Ιούνιος θα ‘τανε θαρρώ. Ήμουνα ανεβασμένη στο παπάκι, όχι αυτό που πήγαινε στην ποταμιά (που τέτοια τύχη! ) , το άλλο εννοώ, του άντρα μου και ψωνίζαμε κάπου στο κέντρο της Αθήνας, Σάββατο μεσημέρι.

Σταματήσαμε κάπου για δυο λεπτά να πάρει ο άντρας μου κάτι από το περίπτερο. Εγώ περίμενα δίπλα στο μηχανάκι. Φορούσα το κράνος και θεώρησα περιττό να το βγάλω. Μεταξύ μας, φοράω γυαλιά μυωπίας συχνά – όταν δεν φοράω τους φακούς επαφής δηλαδή (μην κοιτάτε που στις φωτογραφίες φοράω πάντα φακούς και σας γελάω! )

Όταν όμως φοράς κράνος μηχανής ΚΑΙ γυαλιά μυωπίας μαζί – οι ομοιοπαθείς θα με καταλάβουν – είναι ολόκληρη ταλαιπωρία να βάζεις και να βγάζεις το κράνος. Γίνεται σχεδόν διήγημα του Ψαθά, το περίφημο με την μεγάλη τσάντα και το μικρό τσαντάκι: Βγάζει τα γυαλιά μυωπίας – - ανοίγει την τσάντα -τα τοποθετεί μέσα στην τσάντα – βγάζει το κράνος – ανοίγει πάλι την τσάντα – βγάζει τα γυαλιά μυωπίας – τα φοράει – μετά θέλει να ξαναβάλει το κράνος…Καταλάβατε, τέλος πάντων.

Θεώρησα λοιπόν περιττό να βγάλω το κράνος για 2-3 λεπτά μέχρι να επιστρέψει ο άντρας μου. Εβγαλα, αντ’ αυτού, το κινητό από την τσάντα (προσφιλής μου συνήθεια) και έστειλα κανά δυο μηνύματα.

Φυσικά, ως συνήθως, δεν έδινα καμία σημασία στον κόσμο γύρω μου. Σε λίγο ήρθε κι ο άντρας μου και πήγαμε να φύγουμε. Τότε πετάκτηκε ένας ηλικιωμένος κύριος από ένα παγκάκι δίπλα και πηγαίνει στον άντρα μου και λέει:

- Κύριος: με συγχωρείτε….αυτός εκεί….αυτή (είναι άντρας ή γυναίκα; ) αυτός, ο φίλος σας…με το κράνος….
- Αντρας μου: Η γυναίκα μου είναι κύριε, τι θέλετε;
- Κ: εεε….και γιατί κάθεται ΤΟΣΗ ΩΡΑ εδώ με το κράνος; Της μιλάω και δεν απαντάει, ξένη είναι;
- Α: όχι κύριε, έχει πρόβλημα ακοής, τι θέλετε;
- Κ: ε, να….την έβλεπα ΤΟΣΗ ΩΡΑ με το κράνος εδώ και σκιάχτηκα….και με αυτά τα παντελόνια και τα μπουφάν τώρα που φοράνε δεν ξέρεις αν είναι άντρας ή γυναίκα…να σας πω….εγώ ήθελα να περάσω και φοβήθηκα, νόμιζα πως είναι ένας στυγερός δολοφόνος, που θα πήγαινε να κλέψει μια τράπεζα ή περίμενε τον συνεργό του να γυρίσει…
- Α: να βλέπετε λιγότερη τηλεόραση κύριέ μου…
- Κ: κι αν ήτανε στυγερός δολοφόνος; Που να το ξέρω εγώ; Δεν μίλαγε κιόλας…
- Α : (….) κι εγώ δεν ξέρω τι να σας πω τώρα…Αντίο σας!

Το φοβερό είναι ότι δεν αντιλήφθηκα πλήρως όλη τη στιχομυθία, παρά μόνον όταν φτάσαμε στο σπίτι και μου την εξήγησε επακριβώς ο άντρας μου.

Καθόλου δεν με πείραξε που χαρακτηρίστηκα Στυγερός Δολοφόνος – ήταν μια ευχάριστη νότα, σε σχέση με τους συνήθεις χαρακτηρισμούς (ήταν μια κωφάλαλη…κλπ κλπ) . Μπορώ να σας πω ότι καμάρωσα κιόλας που φαίνομαι και λίγο τρομακτική (με τα παντελόνια και τα μπουφάν μοτοσικλέττας).

Με στεναχώρησε όμως, που δεν χαρακτηρίστηκα ΣτυγερΗ Δολοφόνος. Α, στο καλό! Και νόμιζα πως με τον άντρα μου μπορούμε να περάσουμε για Μπόνι και Κλάιντ. Τώρα, τι; Θα καβαλάμε το μηχανάκι και θα μας περνούν για Κλάιντ και Κλάιντ; Δεν λέει…

Τετάρτη 8 Απριλίου 2009

ΙΣΤΟΡΙΑ 30: ΤΙ ΣΚΕΦΤΕΣΑΙ;



Υπάρχει μια απορία, που σίγουρα θα έχουν σκεφτεί και άλλοι φίλοι που με γνωρίζουν και με συναναστρέφονται, αλλά μόνον ο Βασίλης από τον Αγιο Νικόλαο (Γειά σου Βασίλη! Γειά σου Ζάννα! ) τη διατύπωσε φωναχτά πέρσι το καλοκαίρι.

Φιλοξενούμασταν στο σπίτι του Βασίλη και κάποιο απόγευμα πήγαμε βόλτα με το αμάξι προς την Ελούντα. Ο Βασίλης λοιπόν, παρατήρησε πως σε όλη τη διαδρομή ήμουν σιωπηλή, όπως είμαι συνήθως στις διαδρομές με αυτοκίνητο. Σας διαβεβαιώ, πως (αντίθετα με τις φήμες περί αλαλίας!) είμαι λαλίστατη όταν καθίσω σε τραπέζι, με τους συνομιλητές μου απέναντί μου.

Ομως, στο αυτοκίνητο, όπου δεν μπορώ να δω τους δυο που κάθονται στα μπροστινά (ή στα πίσω, αν κάθομαι μπροστά) καθίσματα, αναπόφευκτα χάνω τη μισή τουλάχιστον συζήτηση και έτσι δεν μπορώ να συμμετέχω. Γι’ αυτό παραμένω αναγκαστικά σιωπηλή σε τέτοιες διαδρομές.

Όταν λοιπόν φτάσαμε στο παραθαλάσσιο ταβερνάκι της Ελούντας, όπου θα τρώγαμε για μεσημέρι, ο Βασίλης πλέον δεν άντεξε και την έκανε την ερώτηση: “Λοιπόν….τι σκέφτεσαι όταν βρίσκεσαι σε μέρη όπου αναγκαστικά δεν μπορείς να συμμετέχεις στην κουβέντα, ούτε να κάνεις κάτι άλλο, όπως το αυτοκίνητο ή μια σκοτεινή αίθουσα ή μια ομιλία ή ένα θέατρο ή μια συναυλία;”

Μου άρεσε αυτή η ερώτηση. Κυρίως γιατί ένας τουλάχιστον άνθρωπος μπήκε στη διαδικασία να σκεφτεί τα πράγματα από τη μεριά μου, να μπει στον δικό μου κόσμο. Γιατί αρκετοί δεν μπορούν να σκεφτούν ότι….εγώ σίγουρα κάτι άλλο σκέφτομαι, ότι ξεφεύγω από την κουβέντα.

Η απάντηση για όσους με γνωρίζουν λίγο καλύτερα είναι δεδομένη: “Κατά 90% απαγγέλω ποιήματα από μέσα μου”. Διάβασα κάποτε πως οι παλιοί φυλακισμένοι, που δεν είχαν βιβλία ή τηλεοράσεις και βρίσκονταν στην απομόνωση συνήθιζαν να απαγγέλουν ποιήματα ή να τραγουδούν ακριβώς για να κρατούν σε εγρήγορση το μυαλό τους.

Αν και, τώρα πια, λόγω και ηλικίας, έχω περιορίσει τις δραστηριότητές μου σε αυτές στις οποίες καταλαβαίνω και συμμετέχω (γιατί ως φοιτήτρια έβγαινα αρκετά συχνά νύχτα και με μεγάλες παρέες, σε μπαράκια, κλαμπάκια κλπ, όπου ούτε τη μουσική καταλάβαινα, ούτε μπορούσαμε να συζητήσουμε – δεν ήθελα βλέπετε να κάνω κάτι διαφορετικό από τους άλλους συμφοιτητές μου), υπάρχουν ωστόσο, ακόμη και σήμερα τέτοιες αμήχανες στιγμές, όπως οι διαδρομές με αμάξι. Η όπως η 7ωρη διαδικασία απαγγελίας ποίησης στον Ιανό, στην οποία αναγκάστηκα να παρευρεθώ πρόσφατα, όπως σας έγραψα.

Όταν είσαι κωφός αλλά έχεις επιλέξει να ζεις με τον τρόπο των ακουόντων, υπάρχουν αρκετές τέτοιες στιγμές πνευματικής απομόνωσης, μέσα στη “φοβερή ερημία του πλήθους”, όπως θα έλεγε και ο Αναγνωστάκης. Και καλά εγώ, έχω την ποίηση να με κρατάει σε τέτοιες στιγμές. Πώς να το αντιμετωπίζουν οι άλλοι φίλοι, που διαβάζουν και το μπλογκ μου; Ιδέα δεν έχω – φαντάζομαι πως θα σκέφτεται ο καθένας ό,τι τον απασχολεί περισσότερο.

Θα ήθελα βέβαια, να μπορώ απλά να κοιτάω το τοπίο χωρίς να σκέφτομαι κάτι. Θα ήταν ανακουφιστικό. Δυστυχώς, είτε επειδή έτσι είναι φτιαγμένος ο εγκέφαλός μου, είτε επειδή έχουν μεσολαβήσει άπειρα χρόνια εσωτερικής ανατροφοδότησης, ο διάλογος με τον εαυτό μου καλά κρατεί…Κι όπως θα έλεγε και ο Καβάφης, αντί για τη Θάλασσα του Πρωϊού, βλέπω στο παράθυρο του αυτοκινήτου “…τες φαντασίες μου, τες αναμνήσεις μου, τα ινδάλματα της ηδονής…”.

Θα έλεγα μάλιστα (Βασίλη, στ΄ ορκίζομαι! ) πως εκείνο το μεσημέρι στο δρόμο για την Ελούντα είδα να περπατάνε μαζί ο Καβάφης και ο Αναγνωστάκης, αυτοπροσώπως! Κουφό, ε;

Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2009

ΙΣΤΟΡΙΑ 29: ΤΟ PIN ΚΑΙ ΠΩΣ ΝΑ ΤΟ ΑΠΟΚΤΗΣΕΤΕ



Αγαπητοί μου αναγνώστες και αναγνώστριες, σας φαντάζομαι να διαβάζετε τον τίτλο και να σκέφτεστε τι εννοώ. Είναι ας πούμε μια κινέζικη λέξη ανάλογη του “ζεν”, του “γιν”, ή μήπως διαβάζεται με ρο; (ριν). Έχει κάποια σχέση με το Φενγκ Σούι μήπως (που είναι και της μόδας; )

Οοοοχι, είναι το απλό, απλούστατο και γνωστό σε όλους σας PIN (πιν). Αυτό το διαολεμένο νουμεράκι, που μας φόρτωσαν την τελευταία δεκαετία, και το έχουν οι κάρτες ανάληψης των τραπεζών, οι πιστωτικές κάρτες, οι κάρτες του κινητού μας και πάει λέγοντας και κλαίγοντας, καθώς έκαστος από μας καλείται να απομνημονεύσει 2-3 PIN, τα οποία αλλάζουν κιόλας συχνά – χώρια τα password που έχουμε στον υπολογιστή!

Αυτές οι αλλαγές είναι ευνόητο ότι κάνουν το Φενγκ Σούι των νεύρων μας τσατάλια όλη την ώρα, αλλά αυτό είναι το τίμημα του πολιτισμού, όχι;

Θα περίμενε κανείς ότι ο πολιτισμός, αφού έχει που έχει ένα τίμημα (που πληρώνουμε συχνά και σε αληθινά χρήματα) να είναι εξίσου πολιτισμένος με όλους. Αλλά μπα.

Αναρωτηθήκατε ποτέ ποια είναι η πολιτική των τραπεζών όταν βγάζεις μια απλή κάρτα ανάληψης; Όχι όλων των τραπεζών, γιατί μου συνέβη πρόσφατα σε μια συγκεκριμένη, την οποία δεν θα κατονομάσω, ενώ σε άλλες 2 που είχα ξαναβγάλει κάρτα παλαιότερα δεν μου είχε συμβεί.

Τονίζω το ότι επρόκειτο για κάρτα ανάληψης μετρητών και όχι πιστωτική, γιατί στην πιστωτική υπάρχει μια δικαιολογία εκ μέρους της τράπεζας: είσαι εσύ, ο καταναλωτής, που ζητάς πίστωση και η τράπεζα αποφασίζει αν θα στη χορηγήσει.

Όταν όμως έχουμε να κάνουμε με κάρτα ανάληψης, σημαίνει ότι ήδη έχεις καταθέσει κάποια χρήματα, και έχεις εμπιστοσύνη στην τράπεζα ότι θα σου παρέχει ανά πάσα στιγμή πρόσβαση σε αυτά μέσω της κάρτας. Καλά ως εδώ;

Πάμε λοιπόν…ο λογαριασμός ανοίχθηκε κανονικά στο όνομά μου, και παρατήρησα ότι η τράπεζα δεν είχε κανένα πρόβλημα κατά τη στιγμή της συναλλαγής-υπογραφής με το γεγονός της κώφωσής μου (και πώς να είχε άλλωστε, τι τη νοιάζει την τράπεζα αυτό το θέμα – αν και υπάρχουν κάποιες ενδιαφέρουσες νομικές συνιστώσες της κώφωσης, λόγω απαρχαιωμένου αστικού δικαίου, αλλά αυτό θα το εξετάσουμε σε επόμενη ιστορία μας).

Εν ολίγοις, εκ μέρους της Τραπέζης μόλις κάνεις την “πρώτη κατάθεσις, δραχμαί τριάντα” (ξέρετε εσείς που διαβάζετε ποίηση…) σε ειδοποιούν ότι θα σου σταλεί η κάρτα στο σπίτι…

Κι εδώ αρχίζει το σημερινό μας γέλιο ή, σωστότερα, η σημερινή μας παράνοια: Ο λογαριασμός ήταν κοινός με τον άντρα μου, οπότε σε λίγες μέρες λάβαμε δύο κάρτες ανάληψης στο σπίτι, με την ένδειξη να τηλεφωνήσουμε στο τηλέφωνο τάδε για να επιβεβαιώσουμε τη λήψη της κάρτας και να προχωρήσουμε τη διαδικασία, ώστε στη συνέχεια να μας αποσταλεί στο σπίτι ο σφραγγισμένος φάκελος με το περίφημο PIN.

Κι εμείς, ανυποψίαστοι κι ωραίοι (που λέει κι ο Δήμος Μούτσης στη φυσαρμόνικα…) πήραμε το τηλεφωνάκι μας, ο άντρας μου δηλαδή.

Σε λίγα λεπτά, ο άντρας μου είχε ήδη τακτοποιήσει το θέμα του, και του είχαν πει ότι θα του αποστείλουν τον φάκελο με το PIN και στη συνέχεια ζήτησε να προχωρήσει η διαδικασία και για το δικό μου. Έκπληκτοι ακούσαμε να μας λένε ότι πρέπει εγώ η ίδια επικοινωνήσω στο τηλέφωνο για να προχωρήσει η διαδικασία. Διαβάστε τώρα στη συνέχεια τον διάλογο, όσο πιο πιστά μπορώ να τον αναπαραστήσω:

- Αντρας μου: “Όπως είπαμε και από κοντά στους άλλους υπαλλήλους, η σύζυγός μου έχει πρόβλημα ακοής και δεν μπορεί να σας μιλήσει η ίδια στο τηλέφωνο, οπότε σας διαβεβαιώνω εγώ ότι λάβαμε την κάρτα και ζητάμε να μας αποστείλετε το PIN, εξάλλου τα στοιχεία μας τα έχετε εκεί και ο λογαριασμός είναι κοινός, όπως κοινή είναι και η διεύθυνσή μας, προφανώς”.

- Υπάλληλος: “Λυπάμαι κύριε, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε τη διαδικασία, παρά μόνο αν μιλήσουμε με τον άμεσα ενδιαφερόμενο”.

- A: “Υποθέτω πως, επειδή είστε μεγάλη και σοβαρή τράπεζα θα έχετε ήδη αναπτύξει κάποια πολιτική για τις περιπτώσεις πελατών με πρόβλημα ακοής, όχι; “

- Y: “Eεεε….τι να σας πω, εγώ δεν ξέρω, είναι δίπλα σας η κυρία; Μιλάει; Μπορούμε να ακούσουμε τη φωνή της; “

- A : (;!) “ Ναι, μιλάει, ναι, είναι δίπλα μου….υποθέτω πως μπορώ να σας τη δώσω για λίγο στο τηλέφωνο…”

(ο άντρας μου μου δίνει το ακουστικό και μου κάνει νόημα να μιλήσω)

- Eγώ: “Καλησπέρα σας, είμαι η Σοφία Κολοτούρου και παρακαλώ να προχωρήσετε τη διαδικασία, όπως σας είπε και ο σύζυγός μου”.

(δίνω πάλι το ακουστικό στον άντρα μου)

- Y: “Ξέρετε…ΡΩΤΗΣΑ ΚΑΠΟΙΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΖΥΓΟ ΣΑΣ, ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΑΝ ΜΕ ΚΑΤΑΛΑΒΕ…”


- Α (!!! #$$%^%%^!!&&) : Όχι, κύριε, δεν σας κατάλαβε, τι λέμε τόση ώρα, εμένα να μου το πείτε τι άλλο θέλετε, που σας καταλαβαίνω…


- Υ: ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΣΑΣ ΡΩΤΗΣΩ ΕΣΑΣ, μόνο τον άμεσα ενδιαφερόμενο…


- Α: ΚΟΡΟΙΔΕΥΟΜΑΣΤΕ, ΚΥΡΙΕ;! ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΓΙ’ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ;


- Υ: “Εγώ δεν ξέρω….υπάλληλος είμαι….ελάτε από δω και θα δούμε…”

Πήγα και ξαναπήγα. Δρόμο πήρα, δρόμο άφησα, πέρασα θάλασσες και βουνά…Πάλεψα με της φύσης τα στοιχειά και τα στοιχεία…Αλλά κυρίως με την ανθρώπινη βλακεία…Τι να λέμε τώρα…Αν θυμάμαι καλά, πήγα τρεις φορές, αυτοπροσώπως, με την ταυτότητά μου ανά χείρας, για να τακτοποιήσω το ζήτημα από κοντά.

Πολιτική της τράπεζας, όχι, δεν υπήρχε….Ισως και να αναγκάστηκαν να βρουν μια πολιτική, μια φόρμουλα, μετά από τη δική μου ιστορία και επιμονή. Η φόρμουλα απλή: Επικοινώνησε μια υπάλληλος της τράπεζας, με εμένα στο πλάι της, με το τμήμα των καρτών, τηλεφωνικά, μέσα από τηλέφωνο της τράπεζας, και το PIN στάλθηκε σε σφραγγισμένο φάκελο στην Τράπεζα, τον οποίο και παρέλαβα αυτοπροσώπως μετά από κανά δυο εβδομάδες.

Όχι, η Τράπεζα δεν ήταν η Εθνική (από αυτήν αντιθέτως δεν είχα πρόβλημα), κάτι που αποδεικνύει ότι η βλακεία για την οποία κατηγορούμε συνήθως τον Δημόσιο Τομέα συχνά ευδοκιμεί και στις Ιδιωτικές επιχειρήσεις.

Αλήθεια, θα μπορούσα αυτή την ιστορία να τη θυμάμαι και να την επαναλαμβάνω γελώντας στις παρέες, αλλά όταν η ιστορία δεν είναι η πρώτη ή η δεύτερη, αλλά η 29η, έρχεται και γίνεται το Φενγκ Σούι των νεύρων μου ολίγον τσατάλια, και αληθινά δεν ξέρω τι θα μπορούσαν να προτείνουν 29 κατασκευαστές Φενγκ Σούι για την περίπτωσή μου…ή την περίπτωσή τους!

Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2009

ΙΣΤΟΡΙΑ 28: ΣΤΟ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ


Μπορεί άραγε μια συνηθισμένη επίσκεψη στο σούπερ μάρκετ της γειτονιάς να μετατραπεί σε μια αξέχαστη εμπειρία; Αν είσαι κουφός, ασφαλώς και μπορείς να περάσεις κάποιες διασκεδαστικές στιγμές, όπως πέρασα κι εγώ, αλλά και οι εργαζόμενοι του καταστήματος.

Ας πάρουμε όμως την ιστορία από την αρχή. Ήταν μια βαρετή και συνηθισμένη Τρίτη απόγευμα….(εντάξει, δεν είμαι σίγουρη, αλλά για κάποιο λόγο όλες οι ωραίες ιστορίες γίνονται τις Τρίτες – ίσως επειδή κάνει και εύκολη ρίμα για τραγούδια: Τρίτη, σπίτι, αποσπερίτη, πλήττει, φρίττει, Οίτη, θύτη, κοίτη, μύτη…καταλάβατε τέλος πάντων) …

…εκείνη λοιπόν τη βροχερή Τρίτη του Νοέμβρη (ε, ναι, μια βροχερή, μουντή Τρίτη απόγευμα του Νοέμβρη είναι ασφαλώς η καλύτερη μέρα για να πας στο σούπερ μάρκετ και το σκηνικό να αποκτήσει μια δόση γκόθικ, λίγο Στέφεν Κινγκ ένα πράγμα, όχι; Δεν θα μπορούσε, ας πούμε, να είναι μια ηλιόλουστη πρωινή Δευτέρα, τις ηλιόλουστες Δευτέρες ο κόσμος δεν πάει σούπερ μάρκετ, πάει στη θάλασσα, στη δουλειά, βγαίνει στο γκαζόν αν είναι στο Λονδίνο, πάει στη λαϊκή ή στον μπακάλη τέλος πάντων…)

..ήταν, επομένως, Τρίτη απόγευμα, Νοέμβρης, γύρω στις οκτώ (ναι, ναι, στις οκτώ γιατί τότε το τρένο πάει στην Κατερίνη, Νοέμβρης μήνας δεν θα μείνει, αν και άσχετο με σούπερ μάρκετ, κάνει όμως πολύ ωραίο συνειρμό, ό,τι πρέπει για να σας αποπροσανατολίσω και να σας σπάσω τα νεύρα μέχρι να φτάσουμε στην ιστορία μας, δεν βρίσκετε; )

…σε εκείνο λοιπόν το σούπερ μάρκετ της γειτονιάς, που όμως ανήκε σε γνωστή αλυσίδα, και συνεπώς ήταν τεράστιο σε χώρο, και με δυο-τρία πατώματα, να χάνει η μάνα το παιδί και ο κουφός την επαφή με το περιβάλλον ένα πράγμα…

…βρέθηκα ένα βροχερό απόγευμα μιας Τρίτης κάποιου Νοέμβρη γύρω στις οκτώ για να ψωνίσω….

Και τι; Εε…ναι, τι πρωτότυπο, ψώνιζα, ασφαλώς. Με το γυναικείο τρόπο, ασφαλέστατα. Αυτόν που τσαντίζει τον άντρα μου και όλους τους άντρες του κόσμου: χάζευα όοοοολα τα ράφια, όοοοοολα τα προϊόντα, άσχετα αν ήταν στη λίστα μου για ψώνια κι άσχετα αν είχα αρκετά χρήματα για να τα αγοράσω…

…ώσπου…

….το περιβάλλον γύρω άρχισε να αλλάζει δραματικά, όλα τα γνωστά πρόσωπα εξαφανίστηκαν και απέμεινα μονάχη να κοιτάζω τα ράφια, μέσα σε μια απόκοσμη ησυχία (καλά, και πριν ήσυχα ήταν, μη νομίζετε) και ένας βοριάς παγωμένος άρχισε να σαρώνει τα πάντα…Οι κουρτίνες ανέμιζαν, τα φώτα άρχισαν να σβήνουν, μοναξιά, εγκατάλειψη και κρύο παντού!

Άρχισα να φοβάμαι ότι έχω εισχωρήσει στη ζώνη του Λυκόφωτος, και με αργά αλλά σταθερά βήματα κατέβηκα προς τον κάτω όροφο, όπου βρισκόντουσαν τα ταμεία, για να πληρώσω και να φύγω…

…Φτάνοντας στο ταμείο ήμουν μόνη, εντελώς, απελπιστικά μόνη, μπροστά σε εφτά ή οχτώ άδεια ταμεία, με ισάριθμες κοπέλες που καταμετρούσαν εισπράξεις. Πλησίασα στο ένα ταμείο, νιώθοντας την απόκοσμη κατάσταση του χώρου, μα και μην ξέροντας τι άλλο να κάνω.

..Η κοπέλα, μόλις με αντιλήφθηκε έβαλε κραυγή μεγάλη (ορκίζομαι πως την άκουσα ΚΑΙ εγώ – θα έλεγα μάλιστα πως η κραυγή ήταν ουρανομήκης, αλλά παραείναι κλισέ, δεν βρίσκετε; ) ανακράζοντας: ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ !!!

Συγκράτησα την αρχική μου παρόρμηση, που ήταν να ανακράξω επίσης: ΑΟΥ ΑΟΥ ΑΟΥ ΑΟΥ ΑΟΥ ΑΟΥ ΑΑΑΑΑ!!!

…πράγμα που δεν ξέρω αν ήταν καλό, γιατί ποιος ξέρει σε ποια διάσταση είχα πλέον παγιδευτεί (ήταν πια ολοφάνερο) και πως θα μπορούσα στο εξής να συνεννοηθώ;

Η κοπέλα όμως συνέχισε σε άπταιστα Ελληνικά, κάνοντας παράλληλα τον σταυρό της: “Έλα, Παναγία μου…τι κάνεις εσύ ΤΕΤΟΙΑ ΩΡΑ, εδώ; Δεν ακούς τα μεγάφωνα που από τις οκτώμισυ λένε ότι κλείσαμε, και τώρα είναι ήδη εννιά παρά; ”

Οπότε, με μιας ξενέρωσα (που θα ‘λεγε κι ο Μαλακάσης), και κατάλαβα πως απλά δεν ήταν η τάξη να βρίσκομαι εκεί, και δυστυχώς τα όνειρά μου περί στρέβλωσης του χωροχρόνου για άλλη μια φορά δεν είχαν πετύχει, και επρόκειτο για ένα συνηθισμένο, πεζολογικό θέμα, που άπτονταν – και πάλι – της κώφωσης.

“Εεεμ….είπα, η ουσία είναι αυτό ακριβώς, ΕΙΜΑΙ ΚΟΥΦΗ ΚΑΙ ΔΕΝ ΑΚΟΥΩ ΤΟ ΜΕΓΑΦΩΝΟ, μήηηηπως θα έπρεπε να σκεφτείτε να βάλετε και οπτικά σήματα για το κλείσιμο του καταστήματος, προτού κλείσετε μέσα όλη τη νύχτα κάποιον κουφό πελάτη σας; Να χαρώ εγώ κάμερες που έχετε δηλαδή στο τριώροφο!“

Η κοπέλα άλλαξε 2-3 χρώματα μέχρι να καταλάβει ότι τα εννοούσα αυτά που είπα, και στη συνέχεια, δεν λέω, προχωρήσαμε κανονικά στην καταμέτρηση και πληρωμή των προϊόντων.

Από το συγκεκριμένο σούπερ μάρκετ έχω ψωνίσει αρκετές φορές ακόμη, προσέχοντας πάντα την ώρα κλεισίματος. Οπτικό σήμα προειδοποίησης των κωφών πελατών ασφαλώς δεν έχει μπει μέχρι σήμερα, πιθανότατα επειδή θεωρούν ότι οι κωφοί πάντα (οφείλουν να) συνοδεύονται και από κάποιον ακούοντα, που θα τους ενημερώσει.

Τέλος, όσες φορές κι αν προσπάθησα από τότε, ακόμα και επίτηδες, ποτέ δεν κατάφερα να ξαναπάω ένα βροχερό Νοέμβρη, βραδάκι γύρω στις οκτώ. Ίσως επειδή τελικά…το τρένο δεν ξεκίνησε ποτέ για Κατερίνη…



* Η εικόνα είναι φτιαγμένη από τον άντρα μου και αρχικά αναρτήθηκε εδώ: http://www.poiein.gr/archives/1080/index.html

Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2009

ΙΣΤΟΡΙΑ 27 (Β) SAVOIR VIVRE



SAVOIR VIVRE ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΣΥΝΑΝΑΣΤΡΟΦΗΣ ΜΕ ΚΩΦΟΥΣ

1. Όταν μπεις στο δωμάτιο και έχω γυρισμένη την πλάτη, δώσε μου ένα οπτικό σήμα – αναβόσβησε το φως του δωματίου, ει δυνατόν. Μην εμφανίζεσαι ξαφνικά μπροστά μου – δεν έχω ιδέα ότι είσαι στο δωμάτιο και θα τρομάξω. Μην με ακουμπάς ξαφνικά – πάλι θα τρομάξω και θα πεταχτώ φωνάζοντας.

2. Μην με πηγαίνετε σε σκοτεινά μέρη. Είναι ρομαντικό, δεν λέω (αλλά είμαι παντρεμένη, hello! ) Δεν θα καταλάβω τίποτα από όσα θα λέτε, και είναι σαν να μην βρίσκομαι εκεί – στο μυαλό μου θα γράφω ιστορίες για το blog ή ποιήματα.

3. Όταν μου μιλάς, βγάλε το τσιγάρο/ τσίχλα/ whatever από το στόμα. Αν έχεις μουστάκι, να το ξυρίσεις. Αν έχεις μουστάκι και μούσι, με δυσκολεύεις. Αν έχεις μουστάκι σαν του Κολοκοτρώνη, είσαι σίγουρος ότι θες να κάνεις παρέα μαζί μου; Γιατί; (ας μιλήσουμε για την παιδική σου ηλικία…)

4. Μην κάθεσαι κόντρα στο φως. Ξέρεις να βγάζεις φωτογραφίες, έτσι δεν είναι; Αν κάτσεις κόντρα στο φως, είσαι για μένα μια σκοτεινή φωτογραφία. Σου αρέσουν οι σκοτεινές φωτογραφίες; Όχι; Ούτε η κουβέντα (που δεν θα κάνουμε…) θα σου αρέσει…

5. Όταν είμαστε σε μεγάλες παρέες και μπαίνουμε σε αυτοκίνητα, ΚΑΠΟΙΟΣ να μου πει που πάμε, γιατί συνεχώς νομίζω ότι με απαγάγουν (και δεν είμαι καν εφοπλιστής – καμία σχέση). Όχι, δεν είναι αυτονόητο ότι έχω καταλάβει ότι μπαίνουμε στο αμάξι και πάμε κάπου συγκεκριμένα…

6. Όταν θέλετε να μου μιλήσετε και δεν σας βλέπω, ΜΗΝ ΑΓΓΙΖΕΤΕ. Πρώτον, διότι θα σας αγγίξει και ο άντρας μου (και δεν το θέλετε αυτό…) Δεύτερον, διότι τα νεύρα μου είναι εύθραυστα. ΑΓΓΙΖΕΤΕ ΠΟΛΥ ΕΛΑΦΡΑ ΠΑΡΑΚΑΛΩ, είμαι πολύ ευαίσθητη στο άγγιγμα (προφανώς…αφού όταν λείπει η μία αίσθηση υπερλειτουργούν οι άλλες, για αναπλήρωση, όπως η όραση ) και αναπηδώ με την παραμικρή πίεση του δακτύλου. Όχι, μην μου κοπανάτε την πλάτη για να μιλήσουμε, ειδικά αν είσαστε άγνωστος-η και δεν σας έχω δώσει το δικαίωμα (π.χ. στο μετρό, στο σινεμά κ.λπ.). Θα τσαντιστώ, θα μουλαρώσω και δεν θα σας δώσω την πληροφορία που θέλετε εν τέλει.

7. Μην μου μιλάς όταν περπατάμε – η σχολή των περιπατητικών φιλοσόφων, (αν υποθέσουμε ότι υπάρχουν ακόμα μαθητές του Πλάτωνα), μόλις έχασε ένα υποφήφιο μέλος, τι κρίμα! Μα καλά, νομίζεις ότι μπορώ να περπατάω, να διαβάζω τα χείλη σου, να καταλαβαίνω και να απαντώ ταυτόχρονα; Άσε με στην ησυχία μου (να γράφω νοερά ποιήματα και ιστορίες στο μπλογκ…) και μίλα με τους άλλους της παρέας μέχρι να φτάσουμε στο μαγαζί που θα κάτσουμε, είναι πολύ δύσκολο;

8. Μίλα ελάχιστα (ή περισσότερο, ανάλογα) πιο αργά απ’ ό,τι μιλάς συνήθως, για να προλάβω να…ολοκληρώσω…εεεμμ…να καταλάβω το νόημα κι εγώ, παρακαλώ! Αν μιλάς πολύ γρήγορα, ειδικά αν το θέμα είναι αφηρημένο, κινδυνεύω να χάσω την μπάλα (και να επιστρέψουμε στα νοερά ποιήματα κ.λπ. κ.λπ.)

9. Αν είσαι οικονομολόγος/ πολιτικός αναλυτής/ κομπιουτεράς/ χαρούμενη νοικοκυρά και νέα μητέρα/ γιατρός/ whatever εκτός από λογοτέχνης τέλος πάντων και σκοπεύεις να μιλάς ΟΛΟ το βράδυ για τα δικά σου, θα χάσω την μπάλα και θα επιστρέψουμε στο σημείο 2. Επειδή: 1) θα βαριέμαι 2) θα βαριέμαι και 3) θα βαριέμαι όπως βαριούνται και οι άλλοι, που ακούνε, και σας μισοακούνε παριστάνοντας ότι ενδιαφέρονται (εκτός αν έχουν τα ίδια μυαλά) αλλά εγώ όταν βαριέμαι χάνω την μπάλα της επικοινωνίας, εντελώς όμως! Θα προτιμούσατε να κάνουμε διάλογο, έτσι δεν είναι; (αν απαντήσατε όχι, δεν μου κάνετε για παρέα, next ! )

10. Όταν αλλάζουμε θέμα, για σένα είναι εύκολο – εκεί που λες για την πολιτική κατάσταση της χώρας, πετάς και ένα ανέκδοτο για ξανθιές (ίσως επειδή κάποιος στο βάθος του τραπεζιού ή από το άλλο δωμάτιο έκανε ένα ανάλογο σχόλιο). Για μένα, είναι απλά ΑΔΥΝΑΤΟΝ να καταλάβω το συνειρμό (οι ξανθιές επηρεάζουν την πολιτική κατάσταση της χώρας;! ) Ενημέρωσέ με, αν μπορείς, ότι έχουμε αλλάξει θέμα συζήτησης, ειδικά αν βλέπεις ότι απαντάω με άσχετα. (Αν, και, τώρα που το σκέφτομαι, ο λόγος που έχω καταφέρει μια χαρά να έχω παρέες όλα αυτά τα χρόνια είναι ότι τελικά, σε αυτή τη χώρα και αυτή τη ζωή, κανένας συνειρμός δεν είναι αδύνατος! Ό,τι δηλώσει ο καθένας, μπορεί και να ισχύει..)

11. Αν με πας σε χώρο με δυνατή μουσική, την κάτσαμε. Όχι γιατί δεν θα καταλαβαίνω εγώ (–χα! Σε έπιασα! Εγώ εδώ θα καταλαβαίνω ΤΑ ΠΑΝΤΑ, αρκεί να έχει σχετικά καλό φωτισμό, ακόμα και τι λεν οι άλλοι από δίπλα, απέναντι, περαδώθε, σε ακτίνα 3-4 μέτρων περίπου…φυλαχτείτε…) Σε χώρο με δυνατή μουσική δεν θα καταλαβαίνεις ΕΣΥ τι λέω, γιατί δεν θα μπορώ να ρυθμίσω την ένταση της φωνής μου ανάλογα, κι εσύ θα δυσκολεύεσαι να εστιάσεις στη δική μου φωνή. Άρα, πάπαλα! Σε κλαμπάκι πάμε μόνο για χορό…ή αν θέλουμε να πίνουμε σιωπηλά, με εμένα να επιστρέφω στο σημείο 2. (Τώρα που το σκέφτομαι, βέβαια, κι οι άλλοι που πάνε στα κλαμπ, μιλάνε μήπως; Μπα! Στο δικό τους σημείο 2 ο καθένας…)

12. Last but not least: να κρατάς πάντα μαζί σου χαρτί και καλαμάρι…Για να μου γράψεις κάτι, αν χρειαστεί. Εντάξει, αυτό είναι εύκολο, γιατί το χαρτί και το καλαμάρι τα κρατάω πάντα εγώ – και πλέον τα έχω αναβαθμίσει τεχνολογικά, δηλαδή: ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ! Γράψε μου στο κινητό αυτή τη μία λέξη (δύο, τρεις…) που θα με δυσκολέψει (συνήθως οι αγγλικές λέξεις ή τα επίθετα) εάν τυχόν έχουμε κολλήσει κάπου στην κουβέντα μας και δεν καταλαβαινόμαστε. Μην προσπαθείς να μου γράψεις το τηλέφωνό σου…Παλιό το κόλπο!

Πες μου εσύ τώρα αναγνώστη και αναγνώστρια, γιατί επιμένεις να κάνεις παρέα μαζί μου και γιατί διαβάζεις αυτό το blog? Τι κατάλαβες τώρα που κάθισες τόση ώρα να διαβάζεις όλα τα παραπάνω; Ε; ( Ας μιλήσουμε για την παιδική σου ηλικία…)

ΙΣΤΟΡΙΑ 27 (Α) SAVOIR VIVRE


Ξαναπιάνοντας το νήμα της αφήγησης από το σημείο που το είχαμε αφήσει στην προηγούμενη ιστορία μας, πρέπει να πω ότι, περιέργως πως, αρκετοί από σας έχετε εμφανίσει την επιθυμία να κάνετε παρέα με κωφούς, αφού βεβαίως με κάποιον τρόπο συναντηθήκατε πρώτα μαζί μου ή με άλλους κωφούς/βαρήκοους, και διαπιστώσατε ότι με λίγη προσπάθεια κι από τις δύο πλευρές είναι δυνατή η επικοινωνία.

Βεβαίως, όπως έγραψα και στην προηγούμενη ιστορία, κάποιοι άλλοι δεν εμφανίζουν την ίδια επιθυμία επικοινωνίας. Δεν μπορώ να τους παρεξηγήσω: εγώ είμαι διατεθειμένη να προσπαθήσω για επικοινωνία, μέχρις ενός ορίου: διότι κάθε κοινωνική συναναστροφή είναι μια αμφίδρομη διαδικασία, και όπως όλοι (υποτίθεται ότι…) μάθαμε από μικροί τους καλούς τρόπους, που μας επιτρέπουν (όσο γίνεται…) να συνυπάρχουμε σε μια πολιτισμένη κοινωνία, έτσι ακριβώς, για να υπάρξει επικοινωνία και παρέα ανάμεσα σε κωφούς και ακούοντες, είναι απαραίτητο ένα εγχειρίδιο καλών τρόπων, που καλούνται να εφαρμόσουν οι ακούοντες.

Οι συναναστροφές μου είναι συνήθως πιο εύκολες με τους εξής ανθρώπους:

• Όσους έχουν καταγωγή από τα λαϊκά στρώματα και την εργατική τάξη: αυτοί δέχονται τη ζωή πιο απλά, σε δέχονται όπως είσαι, χωρίς έκπληξη, χωρίς δεύτερες σκέψεις, χωρίς την πολυτέλεια των ψυχολογικών προβλημάτων και αδιεξόδων των αστών. Δεν δυσκολεύτηκα ποτέ στην επικοινωνία πηγαίνοντας στη λαϊκή αγορά ή μιλώντας με φίλους που δουλεύουν σε οικοδομή, εργοστάσιο, αγροτικές εργασίες. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν βιώσει στο πετσί τους τη ζωή – και η κώφωση είναι ένα από τα πιθανά προβλήματα που μπορεί να εμφανιστούν σε αυτήν.
• Όσους, αντιθέτως, έχουν καταγωγή από την ανώτερη αστική τάξη (να πω μεγαλοαστική; ) και είναι σε θέση να χειρίζονται, μέσα από αλλεπάλληλα στρώματα κοινωνικής εκπαίδευσης, το διαφορετικό, την αναπηρία, τους ανθρώπους από άλλη χώρα και άλλο πολιτισμό. Κι αν ετούτοι κάνουν δεύτερες και τρίτες σκέψεις, έχουν και την κατάλληλη κοινωνική εκπαίδευση ώστε να τις κρατούν για τον εαυτό τους και να μην τις βγάζουν προς τα έξω.

Έχω εισπράξει την αποδοχή κατά τη συνομιλία εξίσου από οικοδόμους, ψαράδες, μοδίστρες, μεγαλογιατρούς, διπλωμάτες, μετανάστες, μεγαλοδικηγόρους. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κάθε επαγγελματικός/κοινωνικός κλάδος συμπεριφέρεται με τον ίδιο, στερεότυπο τρόπο. Γιατί πολλοί γιατροί (για να πάρουμε έναν κλάδο που γνωρίζω πολύ καλά εκ των έσω) πιστεύουν πως έχουν και κοινωνική μόρφωση και παιδεία, κι εν τούτοις, και παρά τον άπειρο κόσμο που συναναστρέφονται καθημερινά, εξακολουθούν να τα χάνουν μπροστά σε μια περίπτωση κώφωσης που δεν εμφανίζεται ως ασθενής, παρά ως συνάδερφός τους, που δεν συνομιλεί με όρους αναπηρίας, αλλά απαιτεί ίσους όρους συναναστροφής και κοινωνικού σεβασμού.

Θα προσέξατε ήδη ότι μας λείπει από την περιγραφή μας η περίφημη “μεσαία τάξη”. Στην οποία ανήκουμε οι περισσότεροι, τουλάχιστον οι περισσότεροι που έχουμε πρόσβαση σε υπολογιστή και διαβάζουμε τούτες εδώ τις ιστορίες, όπως κι εγώ η ίδια φυσικά.

Η μεσαία τάξη είναι πάντα μια γκρίζα ζώνη, όπου ανάλογα με τις εμπειρίες και τις ευαισθησίες ο καθένας μπορεί ή όχι να προσεγγίσει το διαφορετικό, όπως την κώφωση. Κι εγώ η ίδια, αν δεν είχα μια αναπηρία, δεν ξέρω αν θα έμπαινα στη διαδικασία να γνωρίσω πραγματικά και με γνήσιο ενδιαφέρον συναναστροφής άλλους κωφούς και αναπήρους εν γένει. Νομίζω ότι εδώ παίζουν καταλυτικό ρόλο τα πρόσωπα, και όχι οι αναπηρίες. Αν στο περιβάλλον μας τύχει να υπάρχει κάποιος με συγκεκριμένη ασθένεια ή αναπηρία, είναι πολύ πιο πιθανό να ενδιαφερθούμε γι’ αυτόν τον κόσμο, σε μια προσπάθειά μας να γνωρίσουμε και να καταλάβουμε τον έναν φίλο ή συγγενή μας που πάσχει.

Δεν είναι λοιπόν τυχαίο, ότι υπάρχουν άνθρωποι γύρω μου που, αφού με γνώρισαν, μπήκαν σε διαδικασία επικοινωνίας μαζί μου και αναθεώρησαν τις απόψεις τους για την κώφωση και την αναπηρία, όπως κι εγώ η ίδια αναθεώρησα απόψεις για τους μετανάστες ή για τους τυφλούς ή τους παρά- και τετρα-πληγικούς, γνωρίζοντας ξεχωριστούς ανθρώπους ανάμεσά τους.

Αλλά πολύ βάρυνα το σημερινό μας κείμενο ξαναγράφοντας τα αυτονόητα. Ίσως γιατί δεν είναι τόσο αυτονόητα όσο νομίζουμε; Ας το πω απλά. Θέλετε να επικοινωνήσετε και να κάνετε παρέα με κωφούς ανθρώπους; (δεν θέλετε; Δεν πειράζει, κανείς δεν θα σας πιέσει, ούτε θα σας παρακαλέσει κανείς…)

Για όποιον θέλει λοιπόν να μπει στη διαδικασία, ιδού ένα σύντομο savoir vivre (τρέμε Ζαμπούνη), μικρά μυστικά που ανακαλύψαμε με τα χρόνια αναγκαστικής συμβίωσης με …τους ακούοντες, και που κανείς κωφός δεν έχει αποκαλύψει μέχρι τώρα στο ευρύ κοινό, γιατί η ομερτά σιωπής που μας έχει επιβληθεί είναι τρομακτική.

(Η γράφουσα, μόλις ολοκληρώσει αυτές τις γραμμές, έχει ήδη κλείσει εισιτήρια για τη Λατινική Αμερική, όπου θα εξαφανιστεί μέχρι να ηρεμήσουν τα πνεύματα, καθώς ήδη έχει εξαγγελθεί φετβά εναντίον της…)