Γειά σας, λέγομαι Ισμήνη, και θέλω να σας πω μια μικρή, μικρούτσικη ιστορία που από τα φοιτητικά μου χρόνια. Πρώτα όμως να σας πω για μένα.
Είμαι πρακτικά κωφή, μεγάλωσα σε περιβάλλον ακουόντων και πήγα σε κανονικό σχολείο. Επικοινωνούσα κι επικοινωνώ με χειλεανάνγωση και ως παιδάκι δεν ήξερα άλλα παιδάκια με το ίδιο θέμα ακοής με μένα. Ήξερα μόνο 1-2 παιδάκια μόνο μέσω της δασκάλας μου που με έμαθε να μιλάω.
Τελειώνοντας το σχολείο μπήκα στο μεγάλο και σοβαρό ΕΜΠ Πολυτεχνείο στην σχολή Αρχιτεκτόνων. Για μένα ήταν άλλος κόσμος, διαφορετικός που με γέμιζε δέος σαν πρωτοετής που ήμουν. Το κτίριο Αβέρωφ στην Πατησίων που στέγαζε τότε την Σχολή Αρχιτεκτονικής, μου φαινόταν ότι ανέδιδε την οσμή παμπάλαιας γνώσης με την οποία είχαν ποτιστεί οι τοίχοι μετά από χρόνια διαλέξεων, μαθημάτων και παραδόσεων.
Ψαράκι λοιπόν σε βαθιά νερά όπως ένιωθα σαν πρωτοετής, γνώρισα μια κοπέλα που είχε το ίδιο θέμα ακοής με μένα και ήταν ακριβώς όπως εγώ. Δηλαδή είχε πάει σε σχολείο ακουόντων, δεν ήξερε νοηματική και επικοινωνούσε με χειλεανάγνωση. Χάρηκα πολύ που γνώριζα άλλο ένα άτομο που είχε το ίδιο θέμα ακοής με εμένα γιατί έτσι θα είχα κάποιο άτομο που θα με καταλάβαινε απόλυτα. Γίναμε φίλες με την κοπέλα αυτή, μια φιλία που κρατάει χρόνια τώρα. Καθότι δευτεροετής ήξερε λίγο περισσότερα πράγματα από μένα για τους φοιτητές, τους καθηγητές και τα μαθήματα και με ενημέρωνε σχετικά.
Μια ωραία πρωία λοιπόν (εδώ ξεκινάει η ιστορία που θέλω να σας πω) μου είπε ότι είχε μάθει ότι στο πολυτεχνείο φοιτούσαν σε μεγαλύτερα έτη δύο φοιτητές με το ίδιο πρόβλημα ακοής με εμάς και πρότεινε να πάμε να τους γνωρίσουμε. Αν θυμάμαι καλά νομίζω μου είχε πει ότι είχε γνωρίσει τον έναν που φοιτούσε στην σχολή μας. «Πάμε;», με ρώτησε. . «Πάμε!» της απάντησα όλο χαρά που θα γνώριζα κι άλλα άτομα σαν εμένα και που σίγουρα θα μπορούσαν να με συμβουλέψουν σχετικά με τα μαθήματα και τους καθηγητές σε συνάρτηση με το θέμα ακοής μας.
Η φίλη μου ήξερε ότι παρακολουθούσαν μάθημα σε μια αίθουσα στο κτίριο Αβέρωφ.
Έτσι δρόμο πήραμε και δρόμο αφήσαμε και διασχίσαμε το αίθριο (λίγα μέτρα μόνο) του κτιρίου και τους βρήκαμε στο χώρο του κυλικείου έξω από την αίθουσα όπου περίμεναν να αρχίσει το μάθημα.
Τώρα δεν θυμάμαι πως ακριβώς ξεκινήσαμε τις συστάσεις. Θυμάμαι μόνο ότι η φίλη μου τους είπε ότι έχουμε το ίδιο πρόβλημα όλοι μας και ήρθαμε για να γνωριστούμε μια και έχουμε κοινές εμπειρίες.
«Α μάλιστα» είπανε και οι δύο και μας κοιτάξανε καλά καλά. Η αλήθεια είναι ότι αισθάνθηκα να με κοιτάνε με μισό μάτι. Δεν έδωσα όμως σημασία και είπα «ναι και εγώ έχω πρόβλημα ακοής όπως η φίλη μου κι όπως κι εσείς». Ο ένας, αυτός που στεκόταν πιο κοντά μου γυρνάει, με κοιτάζει με περισπούδαστο ύφος και με ρωτάει «πόσο ακούς;».
Τον κοιτάζω καλά καλά και σκέφτομαι λάθος θα κατάλαβα, κάτι άλλο θα με ρώτησε. Δεν μπορεί αυτή να ήταν η πρώτη ερώτησή του αντί για ένα «πως σε λένε;» ή «σε ποιόν καθηγητή είσαι» ή κάποια απλή ερώτηση πρώτης γνωριμίας.
Έτσι ρώτησα αν θυμάμαι καλά «τι εννοείς;» και μου είπε «πόσο ποσοστό ακοής έχεις;»
Ήταν η πρώτη φορά που με ρωτούσανε κάτι τέτοιο και συνειδητοποίησα ότι ποτέ δεν είχα δώσει σημασία στο ότι δεν ακούω, πόσο μάλλον στο πόσο ακούω. Έτσι μου χτύπησε άσχημα η συγκεκριμένη ερώτηση που γινόταν από ένα άτομο που ήταν σαν εμένα, δηλαδή με θέμα ακοής. Αλλά δεν ήταν μόνο η ερώτηση, ήταν ο τρόπος με τον οποίο είχε γίνει. Φαινόταν ότι περίμενε να ακούσει ένα ποσοστό ακοής πιο κάτω από το δικό του. Μπορεί να κάνω λάθος αλλά έτσι αισθάνθηκα τότε.
Θυμάμαι ότι απάντησα ένα ξερό «δεν ξέρω» και ότι ήθελα να φύγω το γρηγορότερο από εκεί.
Μετά την γνωριμία μου με αυτά τα παιδιά σκεφτόμουν, τι σημαίνει τελικά πόσο ακούω; Προφανώς τα παιδιά αυτά σίγουρα ακούγανε παραπάνω από μένα που είμαι πρακτικά κωφή. Ωστόσο αυτή η ερώτηση αυτή μου έδειξε πόσο σημασία δίνανε στο πόσο ακούει ο καθένας, λίγο ή πολύ και πόσο περήφανοι ήταν οι ίδιοι τους που άκουγαν περισσότερο από κάποιους άλλους. Ήταν η συμπεριφορά τους τέτοια που με έκανε να καταλάβω ότι καλύτερα να μην έχω καμία σχέση μαζί τους. Και πράγματι τους έβλεπα από μακριά αλλά δεν θέλησα ποτέ να τους μιλήσω. Ούτε κι εκείνοι. Προφανώς θεώρησαν ότι δεν άξιζα τον κόπο για περισσότερη επαφή. Πιθανόν αν άκουγα το ίδιο ή καλύτερα από αυτόύς, να με κάνανε παρέα. Αλλά έχει σημασία κατά βάθος αυτό τελικά;
Ποτέ δεν με ενδιέφερε το πόσο ακούω ή δεν ακούω. Ακουογράματα είχα και έχω κάνει ένα σωρό αλλά τα βλέπω συνήθως σαν μια τεθλασμένη γραμμή ή σαν ένα γράφημα. Ξέρω ότι είμαι πρακτικά κωφή όπως λένε και τα σχετικά ιατρικά έγγραφα, ότι δεν ακούω, ότι μπορώ να ακούσω λίγο μουσική χωρίς να καταλαβαίνω τι όργανα παίζουν και χωρίς να καταλαβαίνω τα λόγια, ότι δεν μπορώ να μιλήσω στο τηλέφωνο κλπ κλπ. Απλά δεν ακούω, τελεία και παύλα.
Απλά πράγματα έτσι; Τι σημασία είχε λοιπόν αυτή η ερώτηση για το ποσοστό ακοής; Ποτέ δεν είχα σκεφτεί την κώφωσή μου από αυτή την σκοπιά. Ούτε είχα σκεφτεί κάτι παρόμοιο για τα άτομα με πρόβλημα ακοής που γνωρίζω. Όλους τους φίλους μου και γνωστούς μου με θέμα ακοής που έχω γνωρίσει μέχρι τώρα, δεν τους ρώτησα ποτέ από την πρώτη στιγμή γνωριμίας τι ποσοστό ακοής έχουν κι ακόμα και τώρα δεν ξέρω πόσο ακριβώς ακούνε. Απλά τους δέχτηκα όπως είναι και το μόνο που με ενδιαφέρει είναι αν μπορούμε να ταιριάξουμε ως ανθρώπινα όντα με ψυχή και πνεύμα.
-----------------------------------------------------------------------------------
Την ιστορία αυτή μοιράστηκε μαζί μας μια νέα κοπέλα, η Ισμήνη Pashya Πολίτη. Η Ισμήνη εκπαιδεύτηκε σε σχολείο ακουόντων, σπούδασε Αρχιτεκτονική στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, στη συνέχεια έκανε και μεταπτυχιακό και εργάζεται σήμερα ως αρχιτέκτονας, παρόλο που έχει χάσει την ακοή της από τα 2 της χρόνια. Στη φωτογραφία βλέπετε δική της αρχιτεκτονική μακέτα. Για την ιστορία, τα παιδιά που την ρώτησαν "εσύ πόσο ακούς;" φυσικά δεν τα ξαναείδε. Αντιθέτως, η καλή της φίλη παντρεύτηκε και η Ισμήνη έγινε κουμπάρα της. Μέχρι σήμερα οι δυο κουμπάρες αγνοούν ποιά ακούει περισσότερο και ποια λιγότερο - έχει άραγε καμία σημασία; - και πορεύονται αγαπημένες σε ένα κόσμο που δεν σε κρίνει με ποσοτικά, αλλά με ποιοτικά κριτήρια. Στον κόσμο όπου πάνω απ' όλα είσαι άνθρωπος και συναναστρέφεσαι με άλλους ανθρώπους που ακούν πολύ, λίγο, περισσότερο ή καθόλου.