H ζωή στην Αθήνα έχει κάνει τους πάντες σχεδόν νευρωτικούς- μη εξαιρουμένης της υπογράφουσας. Φανταστείτε όμως τώρα να ζει κάποιος σε μια πόλη όπου όλοι είναι νευρωτικοί αλλά επιπλέον ο κάποιος είναι και κουφός! Θα τον δυσκολέψει αυτό στη ζωή του παραπάνω, όσο ‘να ναι, συμφωνείτε;
Πάμε να δούμε μαζί μια σκηνή που συνέβη πέρσι το καλοκαίρι – Ιούνιος θα ‘τανε θαρρώ. Ήμουνα ανεβασμένη στο παπάκι, όχι αυτό που πήγαινε στην ποταμιά (που τέτοια τύχη! ) , το άλλο εννοώ, του άντρα μου και ψωνίζαμε κάπου στο κέντρο της Αθήνας, Σάββατο μεσημέρι.
Σταματήσαμε κάπου για δυο λεπτά να πάρει ο άντρας μου κάτι από το περίπτερο. Εγώ περίμενα δίπλα στο μηχανάκι. Φορούσα το κράνος και θεώρησα περιττό να το βγάλω. Μεταξύ μας, φοράω γυαλιά μυωπίας συχνά – όταν δεν φοράω τους φακούς επαφής δηλαδή (μην κοιτάτε που στις φωτογραφίες φοράω πάντα φακούς και σας γελάω! )
Όταν όμως φοράς κράνος μηχανής ΚΑΙ γυαλιά μυωπίας μαζί – οι ομοιοπαθείς θα με καταλάβουν – είναι ολόκληρη ταλαιπωρία να βάζεις και να βγάζεις το κράνος. Γίνεται σχεδόν διήγημα του Ψαθά, το περίφημο με την μεγάλη τσάντα και το μικρό τσαντάκι: Βγάζει τα γυαλιά μυωπίας – - ανοίγει την τσάντα -τα τοποθετεί μέσα στην τσάντα – βγάζει το κράνος – ανοίγει πάλι την τσάντα – βγάζει τα γυαλιά μυωπίας – τα φοράει – μετά θέλει να ξαναβάλει το κράνος…Καταλάβατε, τέλος πάντων.
Θεώρησα λοιπόν περιττό να βγάλω το κράνος για 2-3 λεπτά μέχρι να επιστρέψει ο άντρας μου. Εβγαλα, αντ’ αυτού, το κινητό από την τσάντα (προσφιλής μου συνήθεια) και έστειλα κανά δυο μηνύματα.
Φυσικά, ως συνήθως, δεν έδινα καμία σημασία στον κόσμο γύρω μου. Σε λίγο ήρθε κι ο άντρας μου και πήγαμε να φύγουμε. Τότε πετάκτηκε ένας ηλικιωμένος κύριος από ένα παγκάκι δίπλα και πηγαίνει στον άντρα μου και λέει:
- Κύριος: με συγχωρείτε….αυτός εκεί….αυτή (είναι άντρας ή γυναίκα; ) αυτός, ο φίλος σας…με το κράνος….
- Αντρας μου: Η γυναίκα μου είναι κύριε, τι θέλετε;
- Κ: εεε….και γιατί κάθεται ΤΟΣΗ ΩΡΑ εδώ με το κράνος; Της μιλάω και δεν απαντάει, ξένη είναι;
- Α: όχι κύριε, έχει πρόβλημα ακοής, τι θέλετε;
- Κ: ε, να….την έβλεπα ΤΟΣΗ ΩΡΑ με το κράνος εδώ και σκιάχτηκα….και με αυτά τα παντελόνια και τα μπουφάν τώρα που φοράνε δεν ξέρεις αν είναι άντρας ή γυναίκα…να σας πω….εγώ ήθελα να περάσω και φοβήθηκα, νόμιζα πως είναι ένας στυγερός δολοφόνος, που θα πήγαινε να κλέψει μια τράπεζα ή περίμενε τον συνεργό του να γυρίσει…
- Α: να βλέπετε λιγότερη τηλεόραση κύριέ μου…
- Κ: κι αν ήτανε στυγερός δολοφόνος; Που να το ξέρω εγώ; Δεν μίλαγε κιόλας…
- Α : (….) κι εγώ δεν ξέρω τι να σας πω τώρα…Αντίο σας!
Το φοβερό είναι ότι δεν αντιλήφθηκα πλήρως όλη τη στιχομυθία, παρά μόνον όταν φτάσαμε στο σπίτι και μου την εξήγησε επακριβώς ο άντρας μου.
Καθόλου δεν με πείραξε που χαρακτηρίστηκα Στυγερός Δολοφόνος – ήταν μια ευχάριστη νότα, σε σχέση με τους συνήθεις χαρακτηρισμούς (ήταν μια κωφάλαλη…κλπ κλπ) . Μπορώ να σας πω ότι καμάρωσα κιόλας που φαίνομαι και λίγο τρομακτική (με τα παντελόνια και τα μπουφάν μοτοσικλέττας).
Με στεναχώρησε όμως, που δεν χαρακτηρίστηκα ΣτυγερΗ Δολοφόνος. Α, στο καλό! Και νόμιζα πως με τον άντρα μου μπορούμε να περάσουμε για Μπόνι και Κλάιντ. Τώρα, τι; Θα καβαλάμε το μηχανάκι και θα μας περνούν για Κλάιντ και Κλάιντ; Δεν λέει…
Πάμε να δούμε μαζί μια σκηνή που συνέβη πέρσι το καλοκαίρι – Ιούνιος θα ‘τανε θαρρώ. Ήμουνα ανεβασμένη στο παπάκι, όχι αυτό που πήγαινε στην ποταμιά (που τέτοια τύχη! ) , το άλλο εννοώ, του άντρα μου και ψωνίζαμε κάπου στο κέντρο της Αθήνας, Σάββατο μεσημέρι.
Σταματήσαμε κάπου για δυο λεπτά να πάρει ο άντρας μου κάτι από το περίπτερο. Εγώ περίμενα δίπλα στο μηχανάκι. Φορούσα το κράνος και θεώρησα περιττό να το βγάλω. Μεταξύ μας, φοράω γυαλιά μυωπίας συχνά – όταν δεν φοράω τους φακούς επαφής δηλαδή (μην κοιτάτε που στις φωτογραφίες φοράω πάντα φακούς και σας γελάω! )
Όταν όμως φοράς κράνος μηχανής ΚΑΙ γυαλιά μυωπίας μαζί – οι ομοιοπαθείς θα με καταλάβουν – είναι ολόκληρη ταλαιπωρία να βάζεις και να βγάζεις το κράνος. Γίνεται σχεδόν διήγημα του Ψαθά, το περίφημο με την μεγάλη τσάντα και το μικρό τσαντάκι: Βγάζει τα γυαλιά μυωπίας – - ανοίγει την τσάντα -τα τοποθετεί μέσα στην τσάντα – βγάζει το κράνος – ανοίγει πάλι την τσάντα – βγάζει τα γυαλιά μυωπίας – τα φοράει – μετά θέλει να ξαναβάλει το κράνος…Καταλάβατε, τέλος πάντων.
Θεώρησα λοιπόν περιττό να βγάλω το κράνος για 2-3 λεπτά μέχρι να επιστρέψει ο άντρας μου. Εβγαλα, αντ’ αυτού, το κινητό από την τσάντα (προσφιλής μου συνήθεια) και έστειλα κανά δυο μηνύματα.
Φυσικά, ως συνήθως, δεν έδινα καμία σημασία στον κόσμο γύρω μου. Σε λίγο ήρθε κι ο άντρας μου και πήγαμε να φύγουμε. Τότε πετάκτηκε ένας ηλικιωμένος κύριος από ένα παγκάκι δίπλα και πηγαίνει στον άντρα μου και λέει:
- Κύριος: με συγχωρείτε….αυτός εκεί….αυτή (είναι άντρας ή γυναίκα; ) αυτός, ο φίλος σας…με το κράνος….
- Αντρας μου: Η γυναίκα μου είναι κύριε, τι θέλετε;
- Κ: εεε….και γιατί κάθεται ΤΟΣΗ ΩΡΑ εδώ με το κράνος; Της μιλάω και δεν απαντάει, ξένη είναι;
- Α: όχι κύριε, έχει πρόβλημα ακοής, τι θέλετε;
- Κ: ε, να….την έβλεπα ΤΟΣΗ ΩΡΑ με το κράνος εδώ και σκιάχτηκα….και με αυτά τα παντελόνια και τα μπουφάν τώρα που φοράνε δεν ξέρεις αν είναι άντρας ή γυναίκα…να σας πω….εγώ ήθελα να περάσω και φοβήθηκα, νόμιζα πως είναι ένας στυγερός δολοφόνος, που θα πήγαινε να κλέψει μια τράπεζα ή περίμενε τον συνεργό του να γυρίσει…
- Α: να βλέπετε λιγότερη τηλεόραση κύριέ μου…
- Κ: κι αν ήτανε στυγερός δολοφόνος; Που να το ξέρω εγώ; Δεν μίλαγε κιόλας…
- Α : (….) κι εγώ δεν ξέρω τι να σας πω τώρα…Αντίο σας!
Το φοβερό είναι ότι δεν αντιλήφθηκα πλήρως όλη τη στιχομυθία, παρά μόνον όταν φτάσαμε στο σπίτι και μου την εξήγησε επακριβώς ο άντρας μου.
Καθόλου δεν με πείραξε που χαρακτηρίστηκα Στυγερός Δολοφόνος – ήταν μια ευχάριστη νότα, σε σχέση με τους συνήθεις χαρακτηρισμούς (ήταν μια κωφάλαλη…κλπ κλπ) . Μπορώ να σας πω ότι καμάρωσα κιόλας που φαίνομαι και λίγο τρομακτική (με τα παντελόνια και τα μπουφάν μοτοσικλέττας).
Με στεναχώρησε όμως, που δεν χαρακτηρίστηκα ΣτυγερΗ Δολοφόνος. Α, στο καλό! Και νόμιζα πως με τον άντρα μου μπορούμε να περάσουμε για Μπόνι και Κλάιντ. Τώρα, τι; Θα καβαλάμε το μηχανάκι και θα μας περνούν για Κλάιντ και Κλάιντ; Δεν λέει…