Αυτή η ιστορία είναι αφιερωμένη στη μικρή Μαρία, ετών σήμερα τεσσάρων, που ήδη αρχίζει να βρίσκει τους πρώτους κώδικες επικοινωνίας με την κουφή νονά της…
Η σχέση όλων μας με τα πολύ μικρά παιδιά, ειδικότερα εκείνα της προσχολικής ηλικίας, δεν είναι πάντα εύκολη. Αν όμως για σας υπάρχει η αμηχανία μια φορά, που εκδηλώνεται με τη σκέψη: “πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά, έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα”, για μένα η ίδια αμηχανία πολλαπλασιάζεται.
Πριν από λίγα χρόνια, ένα ζευγάρι αγαπημένων φίλων μου πρότειναν να τους παντρέψω. Δεν δίστασα καθόλου, παρά τον σχετικό τρόμο που με κατέλαβε μπροστά στην τελετή του γάμου τους. (Αναρωτιόμουν, θα έβαζα σωστά τις βέρες την ώρα που έπρεπε να τις βάλω στο ζεύγος ή θα τα έκανα όλα σαλάτα και θα γύρναγα γύρω γύρω τον Ησαϊα την ώρα που θα έπρεπε να βγάλω τις βέρες, και τούμπαλιν, θα προσπαθούσα να τους φορέσω τις βέρες σταυρωτά όταν θα έπεφταν τα ρύζια; )
Αν όμως η κουμπαριά ήταν μια επικίνδυνη αποστολή που την έβγαλα εις πέρας με μερικά μαθήματα και με επιτυχία, στη συνέχεια με περίμενε ο απόλυτος τρόμος. Ως κουμπάρα, έπρεπε να βαφτίσω το παιδί του ζεύγους, ένα τρισχαριτωμένο κοριτσάκι που αποφάσισαν να του δώσουν το πρωτότυπο και σπάνιο όνομα Μαρία.
(Παρένθεση: όσοι και όσες φίλοι και φίλες αναγνώστες έχουν βαφτίσει ένα κοριτσάκι που να το λένε Μαρία, ας αφήσουν κανένα σχόλιο να φαινόμαστε πολλοί…Ευχαριστώ – κλείνει η παρένθεση )
Η τελετή της βάφτισης ήταν αρκετά τρομακτική διαδικασία, γιατί, εκτός που έπρεπε να τα κάνω όλα σωστά με τα λάδια και τα ξύδια και ό,τι άλλο βάζαμε τέλος πάντων στο μωρό (που να θυμάμαι μες τον πανικό μου εκείνη την ώρα! ) έπρεπε να προσέχω κιόλας ώστε ταυτόχρονα και να καταλαβαίνω τι μου λένε οι γύρω, αλλά και να μην μου γλυστρήσει το παιδί, που ήτανε και τίγκα στο λάδι. Τελικά τα κατάφερα πολύ καλά, πλην την πλήρωσε η φούστα μου που την καταλάδωσα – αλλά δεν μου γλύστρησε, ούτε η φούστα, ούτε το μωρό. Μπίνγκο! )
Τα πραγματικά ζόρια, όμως, καθώς λένε, μεγαλώνουν όσο μεγαλώνει και το παιδί. Στην αρχή, τα πράγματα ήταν πολύ απλά. Μιλούσαμε την ίδια ακριβώς γλώσσα: Κου-πε-πε-πε-πε η νονά, Ουάάά, το μωρό. Τριαλαζούμ, τριαλαρό η νονά, ουκακαμπουμ-μπουμ-κιρι-κακά το μωρό – μια χαρά συνεννόηση γινότανε. Και δώστου ρουφηχτά φιλάκια στα μαγουλάκια, και δώστου τσιμπιές στα μπουτάκια, όλα μια χαρά. Ευλογημένη ηλικία, ειδικά αν είσαι η νονά και το βλέπεις όμορφο, καθαρό, πλυμμένο και ταϊσμένο από τη μαμά, οπότε αναφωνείς: Αχ, τι ωραία που είναι τα μωράκια….των άλλων!
Μετά όμως…ήρθανε χρόνια δίσεκτα, σαν το 2008 ένα πράγμα, και το μωρό άρχισε να μιλάει, να λέει λεξούλες, να συντάσσει προτασούλες, να επικοινωνεί με τον κόσμο γενικώς. Μέχρι τα τρία του το μωρό μίλαγε τα ελληνικά φαρσί, και με φοβερή προφορά (όπως με διαβεβαιώνουν), και άρχισε να μην είναι πια μωρό, αλλά να γίνεται η μικρή Μαρία.
Η οποία μικρή Μαρία, φίλες και φίλοι αναγνώστες, θα μπορούσε να είναι σαν τη Μαρία που έχετε βαφτίσει κι εσείς, μια Μαρία σαν όλες τις άλλες Μαρίες. Πλην όμως, καθώς λέει και ο Αντουάν Ντε Σαιντ Εξυπερύ στον Μικρό Πρίγκηπα, εγώ θα την αναγνώριζα ανάμεσα σε χίλιες και σε πέντε χιλιάδες, και σε εκατομμύρια Μαρίες, γιατί είναι η Μαρία που βάφτισα με τα ίδια μου τα (λαδωμένα) χέρια.
Τι έφταιγε όμως η μικρή Μαρία, ω αναγνώστες, για να χτυπηθεί τόσο σκληρά από τη μοίρα, ώστε να έχει μια κουφή νονά; Τι βάρος θα κουβάλαγε το μικρό αυτό πλάσμα, τι τραύμα θα είχε να διαχειριστεί μεγαλώνοντας, καθώς θα προσπαθούσε να επικοινωνήσει με τη νονά του, με τρόπο ολότελα διαφορετικό από τις άλλες Μαρίες;
Φίλοι και φίλες αναγνώστες, όλα τα παραπάνω τα είχε ήδη πει –η μισοπεί- η Καλή Κουφή Νονά στους γονείς, σας διαβεβαιώ, και μάλιστα προτού συμβεί το μοιραίον της βάφτισης. Εν τούτοις, η μαμά της Μαρίας διαβεβαίωσε τη νονά ότι “δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα γλυκειά μου, δεν έχεις τίποτα, έχεις;! Εσένα θέλουμε για νονά” και ο μπαμπάς της Μαρίας, που είναι μεν ένας από τους καλύτερους γιατρούς της Ελλάδας στον τομέα του, αλλά από λογοτεχνία δεν κατέχει και πολλά πολλά, βρήκε την ευκαιρία να ρωτήσει: “Ποιος είναι αυτός ο Σαιντ Εξυπερύ πάλι; Κανάς ποιητής; “
Μ’ αυτά και μ’ αυτά πέρασε ακόμη ένας χρόνος, και η Μαρία μας έκλεισε τα 4 τον περασμένο Σεπτέμβρη. Η νονά εν τω μεταξύ είχε αρχίσει να έχει εμπειρία από τα πιτσιρίκια άλλων φίλων, και είχε προσέξει ότι η κρίσιμη ηλικία ήταν τα 4, τα 5, και τα 6, λίγο πριν πάνε τα παιδιά στο σχολείο δηλαδή. Μια ηλικία όπου αρχίζουν να αναρωτιούνται για τον κόσμο, αλλά πάλι είναι αρκετά μικρά ώστε να καταλάβουν επακριβώς την εξήγηση της κώφωσης και των παραμέτρων της. (Εδώ που τα λέμε, φίλοι αναγνώστες, μερικές φορές άνθρωποι 30, 40, και 50 ετών αποδεικνύονται πολύ πιο μικροί και ανώριμοι στον τρόπο που φέρονται σε έναν κωφό άνθρωπο, σε σχέση με ένα παιδί, που αυθόρμητα βρίσκει δικούς του τρόπους επικοινωνίας).
Η νονά μας, λοιπόν, εγώ δηλαδή, είχε ήδη εκπαιδευτεί από τον μικρό Αλέξανδρο, 5μισυ ετών στον Μόλυβο της Λέσβου, όπου κάναμε διακοπές μαζί, και τη μικρή Δαφνούλα, που ήταν ήδη 7 ετών πέρσι στο Διακοφτό, όπου επίσης μείναμε κάποιες μέρες, Η Δαφνούλα, ειδικά, ως πιο μεγάλο παιδάκι, αλλά και ως πολύ έξυπνο παιδί, επίσης, πήρε την υποφαινόμενη υπό την προστασία της, και σε χρόνο dt είχε αναπτύξει δικούς της κώδικες επικοινωνίας, όπως το να της μιλάει χωρίς φωνή και να της λέει μυστικά (κάτι που έκανε πάντα ο αδερφός μου όταν ήμασταν παιδιά, εκνευρίζοντας τους γονείς μας), αλλά και να της λέει ατάκες όπως: “ Τώρα ακούγεται ένα σκυλί που γαβγίζει στο βάθος του κτήματος, αλλά εσύ σίγουρα δεν το ακούς, γι’ αυτό στο λέω! “
Για να είμαι όμως ειλικρινής, είναι πολύ πιο εύκολο για μένα να προσεγγίσω τα αγοράκια αυτής της ηλικίας, παρά τα κοριτσάκια. Τον δρόμο μου τον έδειξε ο Αλέξανδρος στον Μόλυβο: όταν του είπαν ότι “η Σοφία δεν ακούει”, δεν κάθισε να αναλύσει το πώς και το γιατί. Με τέσταρε απλώς, για να δει τι μπορώ να κάνω: μου πέταγε μια μπάλα, έβλεπε ότι την έπιανα και την πετούσα πίσω, οπότε σημείωνε πιθανότατα στο μυαλουδάκι του: ΟΚ, δεν ακούει, αλλά πιάνει την μπάλα, τρέχει, παίζουμε, κανένα πρόβλημα.
Σκεφτείτε το καλά αυτό, φίλες αναγνώστριες, και θα καταλάβετε πόσα προβλήματα διαφοράς των φύλων ξεκινούν από αυτή την απλή παραδοχή: Ο μικρός Αλέξανδρος, όπως και όλα τα αγοράκια των φίλων μας, δεν ενδιαφέρονταν να αναλύσει το πώς και το διότι, αλλά απλώς μου έκανε test drive για να δει σε ποια σημεία λειτουργώ, και προσάρμοσε ανάλογα το παιχνίδι του. Οπως και ο εξάχρονος Γιαννάκης, παιδί άλλης φιλικής οικογένειας, που δεν σχολίασε τίποτα απολύτως κατά την πρώτη μας επίσκεψη (με τον άντρα μου) στο σπίτι των γονιών του, αλλά κατά τη δεύτερη επίσκεψη, όταν χτυπήσαμε το κουδούνι ανακοίνωσε μεγαλόφωνα και απαθέστατα: “Μαμά, ήρθε ο κύριος Νίκος, με τη γυναίκα του, την κυρία Σοφία, που δεν ακούει", χωρίς άλλο σχολιασμό, σαν να ήταν αυτή η φυσική τάξη των πραγμάτων.
Αντιθέτως, όλα τα μικρά κοριτσάκια ήθελαν και απαιτούσαν και να αναλύσουν την κατάσταση, και να βρουν τρόπους λεκτικής επικοινωνίας μαζί μου.
Ετσι και η βαφτισιμιά μου, η Μαρία, πριν από λίγες μέρες, όταν την επισκέφτηκα στο σπίτι όπου ήταν και η μαμά της, μας άκουσε να μιλάμε και εντόπισε αμέσως το σφάλμα: “Μαμά, η νονά δεν μιλάει καλά”. Ευτυχώς, ήμουν προετοιμασμένη, και εκπαιδευμένη θαρρώ από τα άλλα παιδάκια, οπότε την πιάσαμε μαζί με τη μαμά της, και της εξηγήσαμε ότι η νονά δεν ακούει όπως οι άλλοι άνθρωποι, ότι θα πρέπει να της μιλάει όταν θα τη βλέπει η νονά, ότι αν η νονά δεν καταλαβαίνει κάτι θα πρέπει να το ξαναλέει, της δείξαμε και το ένα ακουστικό που φοράω τώρα πια, οπότε η Μαρία ησύχασε και άρχισε να παίζει.
Πέρασε λίγη ώρα, κι ενώ πιστεύαμε ότι το θέμα είχε προς το παρόν ξεχαστεί, η Μαρία επέστρεψε στο σημείο που καθόμασταν και ρώτησε όλο απορία: “Ναι, εντάξει, μου είπατε ότι δεν ακούει καλά, αλλά γιατί δεν μιλάει καλά, δεν μου είπατε όμως! “
Και λέω, λοιπόν, αυτό που έλεγα και στην αρχή…πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά; Ετσι κι αλλιώς, τα ξέρουν όλα…Οσο για το Μαράκι, περιμένω απλά να μεγαλώσει λίγο ακόμα, για να μπορέσει να διαβάσει τούτο το μπλογκ. Ελπίζω τότε να του λυθούν όλες οι απορίες…και να είμαστε όλοι καλά, για να της λύσω και τις επόμενες απορίες, που πιθανόν να έχει, και που τώρα δεν μπορώ ούτε να φανταστώ.
ΥΓ: Λέτε να πάρω μαζί μου το Μαράκι στην επόμενη επιτροπή, για να τους διαβεβαιώσει ότι δεν μιλάω καλά, ότι δεν ακούω καλά, και ότι ο βασιλιάς (η επιτροπή) είναι γυμνός; Λέτε;