Εμένα το ψωμάκι μου αρέσει, αλλά μερικούς φούρνους πραγματικά και ευχαρίστως θα τους γκρέμιζα. Όχι εκ θεμελίων – απλώς θα άλλαζα τη διάταξη του χώρου, εν ανάγκη θα φώναζα και τον Σπύρο Σούλη και θα του έλεγα “άλλαξέ το τώρα πριν μου τη βιδώσει περισσότερο”.
Σας βλέπω που απορείτε. Τι πρόβλημα μπορεί να έχει ένας κουφός άνθρωπος με το φούρνο, σκέφτεστε. Πολλά, αγαπητοί μου. Με κυριότερο τη διάταξη, που συνήθως σε αναγκάζει να είσαι στην ίδια ευθεία στην ουρά, με αποτέλεσμα να μην βλέπεις την υπάλληλο (γιατί σχεδόν όλες είναι γυναίκες) και να μην σε βλέπει κι αυτή.
Σκέψου τώρα ότι συνήθως η μπροστινή στην ουρά καθυστερεί μέχρι να πάρει το ψωμί και να φύγει (διότι πάλι όλες γυναίκες είναι στην ουρά, αν εξαιρέσεις κάποιους παππούδες ή στελέχη εταιρειών που θέλουν τυρόπιτα – αλλά αυτοί πάνε στο Everest ή στο Γρηγόρης Μικρογεύματα κι όχι στο φούρνο της γειτονιάς μου).
Καθυστερεί λοιπόν η μπροστινή, είτε επειδή προσπαθεί να τυλίξει το ψωμί για να το βάλει στην τσάντα, είτε επειδή προσπαθεί να βρει τα κέρματα, είτε επειδή ανοίγει το μικρό τσαντάκι και κλείνει τη μεγάλη τσάντα – κάτι τέτοιο τέλος πάντων.
Το θέμα (μου) είναι ότι, καθώς καθυστερεί η μπροστινή, η υπάλληλος παίρνει πάντα παραγγελία από την επόμενη, για να προχωράει η ουρά. Πως όμως να πάρει παραγγελία από μένα και να συνεννοηθούμε σωστά, αν δεν υπάρχει καλή οπτική επαφή;
Κι αν τις άλλες φορές τα κουτσοκαταφέρνω, σήμερα έσπασα κάθε ρεκόρ γκαντεμιάς. Πρώτα πρώτα, αν και κάνω κάθε δυνατή προσπάθεια να πηγαίνω στον ίδιο πάντα φούρνο, όπου με ξέρουν, συχνά αλλάζουν τις υπαλλήλους εκεί. Έτσι, σήμερα και μάλλον λόγω εορτών ήταν δυο κοπέλες υπάλληλοι άγνωστες και οι δυο σε μένα.
Σαν να μην έφτανε αυτό, μπροστά μου υπήρχαν όχι ένας, ούτε δυο, αλλά τρεις γυναίκες πελάτισσες, που είχαν αγοράσει τούρτες, γλυκά, τσουρέκια, και εκτός που είχαν καταλάβει όλο το χώρο, δημιουργούσαν ένα χάος καθώς η μια προσπαθούσε να παραλάβει την τούρτα, η δεύτερη να βρει τα ψιλά στο τσαντάκι και η τρίτη να κλείσει τη μεγάλη τσάντα, να ανοίξει το μικρό τσαντάκι και να βάλει μέσα το τσουρεκάκι…
Μπροστά σε αυτό το συμπαγές τείχος, το σιδηρούν παραπέτασμα, ομολογώ ότι αποθαρρύνθηκα και προσπάθησα να κάνω ελιγμό, ότι δήθεν κοιτάω τα βουτήματα και τις τυρόπιττες και προσπαθώ να αποφασίσω. Ματαίως όμως, η πρώτη υπάλληλος με κοιτούσε ξεκάθαρα από το βάθος, και το ίδιο καθαρά τα χείλη της σχημάτισαν τη φράση: “Χρόνια πολλά, τι θέλετε εσείς; “
“Τι να θέλω”, μου ήρθε να πω, “πρώτα απ’ όλα ζωτικό χώρο και οπτική επαφή για να μπορέσουμε να συνεννοηθούμε”. Αλλά ήταν βέβαιο ότι έτσι και μιλούσα εκείνη τη στιγμή θα είχα χάσει το επικοινωνιακό παιχνίδι από χέρι. Πέντε κεφάλια θα γύριζαν και δέκα ζευγάρια μάτια θα με κοιτούσαν με έκπληξη, απορία και τρόμο, προσπαθώντας να αποφασίσουν τι μπορεί να λέει το άλιεν και αν κινδυνεύουν από τρομοκρατική επίθεση ή αν θα πιάνονταν όμηροι σε ληστεία.
Έτσι, έκανα σήμα “ένα λεπτό”, υψώνοντας το δάκτυλο, ενώ παράλληλα συνέχισα να κάνω πως ήμουν δήθεν βαθύτατα απασχολημένη με το να μελετάω τη βιτρίνα.
Αλίμονο όμως, ενώ οι πελάτισσες συνέχιζαν να ασχολούνται με τα μικρά και μεγάλα τσαντάκια, με αντιλήφθηκε και η δεύτερη υπάλληλος, και μου έκανε κι εκείνη νόημα: “Tι θα θέλατε εσείς;”. Πανικός.
Μετακινήθηκα στα δεξιά, μήπως αποκτήσω καλύτερη ορατότητα, ενώ παράλληλα η μία υπάλληλος μετακινήθηκε κι εκείνη στα δεξιά. Όμως, ένα κεφάλι, ένα χέρι και ένας ώμος, που δεν είμαι σίγουρη αν ανήκαν στην ίδια πελάτισσα, συνέχιζαν να εμποδίζουν το οπτικό μου πεδίο προς την υπάλληλο. Έτσι, ελίχθηκα, περίπου όπως ελίσσεσαι σε ένα γεμάτο σινεμά, και μετακινήθηκα προς τα αριστερά, προκαλώντας δυσφορία και εμφανή ανησυχία στην υπάλληλο.
Οπωσδήποτε, ο ελιγμός μου ήταν επιτυχής, και αν παίζαμε ποδόσφαιρο θα είχα σίγουρα ξεγελάσει τον τερματοφύλακα και θα είχα πετύχει το στόχο. Ωστόσο, στην αριστερή πλευρά με περίμενε η πρώτη υπάλληλος με την ίδια απορία και ανησυχία στο βλέμμα.
“Τι θα θέλατε; ” η απειλητική ερώτηση ήρθε αμείλικτη και από την αριστερή πλευρά και πλέον όφειλα να μιλήσω, να ζητήσω την μπαγκέτα ή το παντεσπάνι μου. Σχεδόν είχα μετανιώσει που δεν είχα φροντίσει να γράψω σε χαρτάκι “ΕΙΜΕ ΚΟΥΦΙ ΚΑΙ ΠΙΝΑΟ”, οπότε αν μη τι άλλο θα ξεμπέρδευα και με τις πολλές διατυπώσεις – άσε που μάλλον θα γλύτωνα και τα 80 λεπτά του ευρώ.
Ωστόσο, μάζεψα όλο το θάρρος μου και το ξεστόμισα πάνω από πέντε κεφάλια και δέκα ζευγάρια μάτια, όσο πιο δυνατά και καθαρά μπορούσα: “Μετακινούμαι επειδή πρέπει να σας βλέπω γιατί ΔΕΝ ΑΚΟΥΩ και θέλω ΜΙΑ ΦΡΑΝΤΖΟΛΑ ΧΩΡΙΑΤΙΚΟ”.
Πέντε κεφάλια γύρισαν ταυτόχρονα, και ο χώρος έμοιαζε να βομβαρδίστηκε ξαφνικά. Ως διά μαγείας τα μικρά και μεγάλα τσαντάκια μαζεύτηκαν, ένας διάδρομος άνοιξε στη μέση, βιαστικά οι τρεις κυρίες μάζεψαν τα ψώνια και αποχώρησαν, προσπαθώντας να μην δείχνουν ότι με κοιτούν, οι δε δύο κοπέλες στο ταμείο έμειναν ακίνητες για τρία έως πέντε δευτερόλεπτα, στη διάρκεια των οπoίων σκεφτόμουν αν έπρεπε να μετακινηθώ πάλι δεξιά-αριστερά και να σουτάρω…..εεε…..να τις κάνω να μετακινηθούν και να μου δώσουν τη ρημαδοφρατζόλα.
Ευτυχώς, η μία συνήλθε, τύλιξε αμίλητη τη φρατζόλα και έγραψε στη μηχανή 0,80 για να το δω και να πληρώσω. Πλήρωσα, ευχήθηκα μάλιστα και χρόνια πολλά, δεν πήρα απάντηση λόγω του σοκ (εκτός κι αν απάντησαν όταν πια είχα γυρίσει την πλάτη) κι έφυγα.
Πάντως, εγώ από σήμερα το αποφάσισα: αφού άμα τη εμφανίσει μου οι φούρνοι μοιάζουν βομβαρδισμένοι, τώρα που καλοκαιριάζει θα φτιάξω ένα μπλουζάκι που θα λέει: “EIME KOΥΦΙ ΚΑΙ ΘΕΛΟ ΠΑΝΤΕΣΠΑΝΙ”, για να γκρεμίσω και τους υπόλοιπους φούρνους για να τελειώνουμε μια και καλή με αυτό το θέμα.