
Τώρα, να σας πω την αλήθεια, μεταξύ μας όμως. Τα καλύτερα ξυπνητήρια μου ήταν και είναι δυο. Η μαμά μου και ο άντρας μου. Ωραίο πράγμα να ζεις με κάποιον άλλον, και ακόμα πιο ωραίο όταν ο άλλος είναι πρωινός τύπος και ξέρεις πως είναι κάθε πρωί στο πόδι από τις έξι και μες την καλή χαρά. Ακριβώς σαν τη μαμά μου, δηλαδή – και ακριβώς το αντίθετο από μένα, που πήρα από τον μπαμπά.
Όταν γνώρισα τον άντρα μου, και σιγούρεψα ότι είναι όντως πρωινός τύπος, ανέκραξα όλο χαρά: “μου θυμίζεις τη μάνα μου, γι’ αυτό σε αγαπάω!” και έκτοτε εξαφάνισα το ξυπνητήρι σε ένα συρτάρι (σε ποιο όμως; Χμ…κανονικά πρέπει να ξέρω που είναι…)
Το ξυπνητήρι στο συρτάρι; Α, δεν θα το πίστευα ποτέ αν μου το λέγατε πριν από μια δεκαετία που το πρωτοπήρα. Καθώς έμεινα μόνη λόγω σπουδών προτού καλά καλά κλείσω τα 18, το πρωινό ξύπνημα υπήρξε για πολλά χρόνια ένα βασανιστικό θέμα για μένα.
Την πρώτη χρονιά συγκατοίκησα με άλλες δυο κοπέλες, ακριβώς για θέματα τηλεφώνου, κουδουνιού και πρωινού ξυπνήματος. Με τα άλλα τα βολέψαμε, στο ξύπνημα όμως την πάτησα. Η μια μου συγκάτοικος έμενε συνήθως στο σπίτι του φίλου της (έι, μπορώ να το γράψω –χωρίς ονόματα- τώρα πια που περάσαμε τα 35, έτσι δεν είναι; Μην το πείτε στους γονείς της, όμως! ) και η άλλη, καθώς ήταν στο πτυχίο –δυο-τρία μαθήματα- και δεν είχε εργαστήρια και δούλευε τα απογεύματα, αποδείκτηκε πιο υπναρού και από μένα (Μην το πείτε στα παιδιά της όμως –έχει τρία τώρα πια- και πάρουν το κακό παράδειγμα!)
Από τη δεύτερη χρονιά των σπουδών μου έμεινα μόνη μου. Σκέφτηκα διάφορα τεχνάσματα για το πρωινό ξύπνημα:
Στην αρχή, δοκίμασα ένα κανονικό ξυπνητήρι – δεν είχα χάσει ακόμα εντελώς την ακοή μου βλέπετε. Τζίφος. Μετά, ένα ενισχυμένο ξυπνητήρι, που το έβαζα κάτω από το μαξιλάρι μου όλη νύχτα (ακόμα πονάει το κεφάλι μου σε εκείνο το σημείο!) Τίποτα.
Έπειτα, κατέφυγα στη λύση του μόνιμα ανοικτού παραθύρου. Εννοώ βέβαια ότι δεν έκλεινα ποτέ το παντζούρι, για να μπαίνει το φως του ήλιου. Άλλοτε πετύχαινε, άλλοτε όχι, μα συνήθως όποτε είχα κάποιο σημαντικό μάθημα το πρωί είχα άγχος και σηκωνόμουν.
Ευτυχώς, τα υποχρεωτικά εργαστήρια, π.χ. ο φόβος και ο τρόμος για τους φοιτητές της ιατρικής ανά τους αιώνες, μιλώ βέβαια για την ανατομία, γινόντουσαν όλα μετά τις 2 το μεσημέρι και έτσι δεν τα έχανα ποτέ.
Στην εξεταστική πάλι, αναλάμβανε η μαμά μου να έρθει να μείνει μαζί μου για τρεις βδομάδες, ίσως και έναν ολόκληρο μήνα, για να με ξυπνάει, και επιπλέον να με ταΐζει και να με ποτίζει γιατί κινδύνευα σοβαρά από δίψα και ασιτία, έτσι όπως χτυπούσα 12ωρα και 16ωρα σκυμμένη στα βιβλία.
Δεν θα ξεχάσω όμως κάποιες εξετάσεις μαθημάτων που έτυχε για διάφορους λόγους να βγουν εκτός προγράμματος και δεν μπορούσε να έρθει εκτάκτως η μαμά. Εκείνες τις –λίγες ευτυχώς- φορές, κοιμόμουν, όσο κοιμόμουν, όλη τη νύχτα στο πάτωμα με ένα φως αναμμένο πάνω από το κεφάλι μου, για να μην ξεχαστώ και αργήσω. Τα σκέφτομαι τώρα και ανατριχιάζω – κι όμως, ήμουνα 18 και 20 χρονών και όλα αυτά μου φαινόντουσαν “αστείες περιπέτειες”. Και, περιέργως πως, πήγαινα σε αυτή την κατάσταση και περνούσα και τα μαθήματα. Που ‘σαι νιότη που ‘δειχνες πως θα γινόμουν άλλος, που θα ‘λεγε και ο Βάρναλης…
Μετά, ο αδερφός μου δοκίμασε μια πατέντα δικής του έμπνευσης, μια λάμπα πάνω σε ένα χρονόμετρο. Την ορισμένη ώρα, άναβε η λάμπα που την είχα δίπλα στο κρεβάτι μου. Μπα! Ούτε κι αυτό δεν έπιασε.
Τα χρόνια πέρασαν και το θέμα το είχαμε ψιλοξεχάσει, κάπως είχα μάθει εγώ –ο τόσο απελπιστικά βραδινός τύπος- λόγω άγχους και συνήθειας να πετάγομαι από το κρεβάτι πριν τις οκτώ, κάπως βολευόταν το θέμα με τη μαμά ή και με τη σπιτονοικοκυρά και τις γειτόνισσες (μια ολόκληρη πολυκατοικία με είχε πάρει υπό την προστασία της) όταν, γύρω στα 25 μου πια κι ενώ είχα ήδη πάρει πτυχίο ή περίμενα την ορκωμοσία, δεν θυμάμαι ακριβώς τη μέρα, πάντως θυμάμαι ότι είχα ήδη τελειώσει με τις πτυχιακές εξετάσεις…εγένετο φως!
Σωστότερα, εγένετο δόνηση. Στο μαγαζί όπου έπαιρνα τα ακουστικά βαρηκοΐας (τότε φορούσα ακόμα δύο, σήμερα ένα μόνο) και πήγαινα συχνά, γιατί τα ακουστικά θέλουν τακτική συντήρηση, καθάρισμα, μπατταρίες κ.λπ. μου είπαν ότι μόλις είχαν φέρει ένα νέο μοντέλο ξυπνητηριού, που είχε ένα σύστημα δόνησης στο μαξιλάρι.
Στην αρχή ήμουν πολύ δύσπιστη, αφού είχα αλλάξει τόσες πατέντες και δεν είχε λειτουργήσει τίποτα. Το πήρα όμως για να το δοκιμάσω. Εξωτερικά ήταν ένα κοινό ηλεκτρονικό ρολόι, που έδειχνε την ώρα με πράσινους ψηφιακούς αριθμούς. Είχε όμως ένα καλώδιο, που κατέληγε σε ένα κυκλικό και σχεδόν πλακέ εξάρτημα, φανταστείτε κάτι σαν το ποντίκι του υπολογιστή αλλά πιο κυκλικό και επίπεδο.
Αυτό το εξάρτημα το έβαζες κάτω από το μαξιλάρι, και την ορισμένη ώρα ενεργοποιούνταν η δόνηση και σου κουνούσε το μαξιλάρι.
Παιδιά, η αίσθηση ήταν φοβερή από την πρώτη φορά. Όχι ευχάριστη ακριβώς, αλλά εκκωφαντική, με έναν τρόπο που μόνο εμείς οι κωφοί μπορούμε να αντιληφθούμε τη δόνηση. Νομίζω –δεν το έχω βρει σε μελέτες, αν και το είχα ψάξει παλιά- πως μπλέκονται κάπως τα κέντρα αντίληψης ήχου και δόνησης, και πραγματικά νομίζεις ότι ακούς κάποια καμπάνα ή κάτι εξίσου δυνατό να χτυπάει μέσα στο αυτί σου.
Αυτή η αίσθηση ήταν τότε πρωτόγνωρη για μένα, σήμερα βέβαια τη ζω καθημερινά σε μικρότερη κλίμακα κάθε φορά που δονείται το κινητό μου κι εγώ νομίζω πως ακούω έναν ήχο, αρκεί να είμαι κοντά, ώστε να νιώθω τη δόνηση.
Κι έτσι απλά, μέσα σε ένα πρωινό, το χρόνιο πρόβλημα του πρωινού ξυπνήματος ξεπεράστηκε. Τόσες νύχτες αγωνίας, τόσες φορές που λαγοκοιμόμουν στα πατώματα…εξαφανίστηκαν ως διά μαγείας. Όσο απλά εξαφανίστηκε και η αδυναμία τηλ-επικοινωνίας σε ένα απόγευμα, όταν κράτησα το κινητό στα χέρια μου πρώτη φορά.
Αλλά τώρα πιάσαμε άλλες ιστορίες, που θα πούμε σε άλλες ανήσυχες νύχτες.
Γιατί, όπως σχεδόν όλοι όσοι ασχολούνται γενικά με το γράψιμο, παραμένω ακόμα και αμετανόητα βραδινός τύπος. Θα σας έβαζα μάλιστα μια φωτογραφία του εν λόγω ξυπνητηριού αν κατάφερνα να βρω σε ποιο συρτάρι το έχω καταχωνιάσει, αλλά πιο δίκαιο θα ήταν να σας βάλω φωτογραφία του άντρα μου. Που εκτός των άλλων, κάνει και ό,τι δεν θα μπορέσει –μάλλον- να κάνει ποτέ ένα ξυπνητήρι, όσο εξελιγμένο κι αν είναι. Κάθε πρωί που με ξυπνάει, μου έχει έτοιμο και τον πρωινό μου καφέ!