Δευτέρα 24 Μαρτίου 2008

ΙΣΤΟΡΙΑ 14: ΚΟΙΜΗΣΟΥ, ΑΓΓΕΛΟΥΔΙ ΜΟΥ

Καλά το καταλάβατε, η σημερινή μας ιστορία έχει θέμα τα ξυπνητήρια. Θα σας τα έγραφα αργότερα, αλλά έμαθα ότι μια ανυπόμονη παρέα στη Μυτιλήνη (γειά σου, Δεσποινάκι!) θέλει ντε και καλά να μάθει πως ξυπνάω εγώ και μερικοί ακόμα σαν κι εμένα κάθε πρωί. Γιατί θέλουν να το μάθουν; Έλα μου, ντε! Μυστήριοι που είμαστε εμείς οι άνθρωποι ώρες-ώρες…

Τώρα, να σας πω την αλήθεια, μεταξύ μας όμως. Τα καλύτερα ξυπνητήρια μου ήταν και είναι δυο. Η μαμά μου και ο άντρας μου. Ωραίο πράγμα να ζεις με κάποιον άλλον, και ακόμα πιο ωραίο όταν ο άλλος είναι πρωινός τύπος και ξέρεις πως είναι κάθε πρωί στο πόδι από τις έξι και μες την καλή χαρά. Ακριβώς σαν τη μαμά μου, δηλαδή – και ακριβώς το αντίθετο από μένα, που πήρα από τον μπαμπά.

Όταν γνώρισα τον άντρα μου, και σιγούρεψα ότι είναι όντως πρωινός τύπος, ανέκραξα όλο χαρά: “μου θυμίζεις τη μάνα μου, γι’ αυτό σε αγαπάω!” και έκτοτε εξαφάνισα το ξυπνητήρι σε ένα συρτάρι (σε ποιο όμως; Χμ…κανονικά πρέπει να ξέρω που είναι…)

Το ξυπνητήρι στο συρτάρι; Α, δεν θα το πίστευα ποτέ αν μου το λέγατε πριν από μια δεκαετία που το πρωτοπήρα. Καθώς έμεινα μόνη λόγω σπουδών προτού καλά καλά κλείσω τα 18, το πρωινό ξύπνημα υπήρξε για πολλά χρόνια ένα βασανιστικό θέμα για μένα.

Την πρώτη χρονιά συγκατοίκησα με άλλες δυο κοπέλες, ακριβώς για θέματα τηλεφώνου, κουδουνιού και πρωινού ξυπνήματος. Με τα άλλα τα βολέψαμε, στο ξύπνημα όμως την πάτησα. Η μια μου συγκάτοικος έμενε συνήθως στο σπίτι του φίλου της (έι, μπορώ να το γράψω –χωρίς ονόματα- τώρα πια που περάσαμε τα 35, έτσι δεν είναι; Μην το πείτε στους γονείς της, όμως! ) και η άλλη, καθώς ήταν στο πτυχίο –δυο-τρία μαθήματα- και δεν είχε εργαστήρια και δούλευε τα απογεύματα, αποδείκτηκε πιο υπναρού και από μένα (Μην το πείτε στα παιδιά της όμως –έχει τρία τώρα πια- και πάρουν το κακό παράδειγμα!)

Από τη δεύτερη χρονιά των σπουδών μου έμεινα μόνη μου. Σκέφτηκα διάφορα τεχνάσματα για το πρωινό ξύπνημα:

Στην αρχή, δοκίμασα ένα κανονικό ξυπνητήρι – δεν είχα χάσει ακόμα εντελώς την ακοή μου βλέπετε. Τζίφος. Μετά, ένα ενισχυμένο ξυπνητήρι, που το έβαζα κάτω από το μαξιλάρι μου όλη νύχτα (ακόμα πονάει το κεφάλι μου σε εκείνο το σημείο!) Τίποτα.

Έπειτα, κατέφυγα στη λύση του μόνιμα ανοικτού παραθύρου. Εννοώ βέβαια ότι δεν έκλεινα ποτέ το παντζούρι, για να μπαίνει το φως του ήλιου. Άλλοτε πετύχαινε, άλλοτε όχι, μα συνήθως όποτε είχα κάποιο σημαντικό μάθημα το πρωί είχα άγχος και σηκωνόμουν.

Ευτυχώς, τα υποχρεωτικά εργαστήρια, π.χ. ο φόβος και ο τρόμος για τους φοιτητές της ιατρικής ανά τους αιώνες, μιλώ βέβαια για την ανατομία, γινόντουσαν όλα μετά τις 2 το μεσημέρι και έτσι δεν τα έχανα ποτέ.

Στην εξεταστική πάλι, αναλάμβανε η μαμά μου να έρθει να μείνει μαζί μου για τρεις βδομάδες, ίσως και έναν ολόκληρο μήνα, για να με ξυπνάει, και επιπλέον να με ταΐζει και να με ποτίζει γιατί κινδύνευα σοβαρά από δίψα και ασιτία, έτσι όπως χτυπούσα 12ωρα και 16ωρα σκυμμένη στα βιβλία.

Δεν θα ξεχάσω όμως κάποιες εξετάσεις μαθημάτων που έτυχε για διάφορους λόγους να βγουν εκτός προγράμματος και δεν μπορούσε να έρθει εκτάκτως η μαμά. Εκείνες τις –λίγες ευτυχώς- φορές, κοιμόμουν, όσο κοιμόμουν, όλη τη νύχτα στο πάτωμα με ένα φως αναμμένο πάνω από το κεφάλι μου, για να μην ξεχαστώ και αργήσω. Τα σκέφτομαι τώρα και ανατριχιάζω – κι όμως, ήμουνα 18 και 20 χρονών και όλα αυτά μου φαινόντουσαν “αστείες περιπέτειες”. Και, περιέργως πως, πήγαινα σε αυτή την κατάσταση και περνούσα και τα μαθήματα. Που ‘σαι νιότη που ‘δειχνες πως θα γινόμουν άλλος, που θα ‘λεγε και ο Βάρναλης…

Μετά, ο αδερφός μου δοκίμασε μια πατέντα δικής του έμπνευσης, μια λάμπα πάνω σε ένα χρονόμετρο. Την ορισμένη ώρα, άναβε η λάμπα που την είχα δίπλα στο κρεβάτι μου. Μπα! Ούτε κι αυτό δεν έπιασε.

Τα χρόνια πέρασαν και το θέμα το είχαμε ψιλοξεχάσει, κάπως είχα μάθει εγώ –ο τόσο απελπιστικά βραδινός τύπος- λόγω άγχους και συνήθειας να πετάγομαι από το κρεβάτι πριν τις οκτώ, κάπως βολευόταν το θέμα με τη μαμά ή και με τη σπιτονοικοκυρά και τις γειτόνισσες (μια ολόκληρη πολυκατοικία με είχε πάρει υπό την προστασία της) όταν, γύρω στα 25 μου πια κι ενώ είχα ήδη πάρει πτυχίο ή περίμενα την ορκωμοσία, δεν θυμάμαι ακριβώς τη μέρα, πάντως θυμάμαι ότι είχα ήδη τελειώσει με τις πτυχιακές εξετάσεις…εγένετο φως!

Σωστότερα, εγένετο δόνηση. Στο μαγαζί όπου έπαιρνα τα ακουστικά βαρηκοΐας (τότε φορούσα ακόμα δύο, σήμερα ένα μόνο) και πήγαινα συχνά, γιατί τα ακουστικά θέλουν τακτική συντήρηση, καθάρισμα, μπατταρίες κ.λπ. μου είπαν ότι μόλις είχαν φέρει ένα νέο μοντέλο ξυπνητηριού, που είχε ένα σύστημα δόνησης στο μαξιλάρι.

Στην αρχή ήμουν πολύ δύσπιστη, αφού είχα αλλάξει τόσες πατέντες και δεν είχε λειτουργήσει τίποτα. Το πήρα όμως για να το δοκιμάσω. Εξωτερικά ήταν ένα κοινό ηλεκτρονικό ρολόι, που έδειχνε την ώρα με πράσινους ψηφιακούς αριθμούς. Είχε όμως ένα καλώδιο, που κατέληγε σε ένα κυκλικό και σχεδόν πλακέ εξάρτημα, φανταστείτε κάτι σαν το ποντίκι του υπολογιστή αλλά πιο κυκλικό και επίπεδο.

Αυτό το εξάρτημα το έβαζες κάτω από το μαξιλάρι, και την ορισμένη ώρα ενεργοποιούνταν η δόνηση και σου κουνούσε το μαξιλάρι.

Παιδιά, η αίσθηση ήταν φοβερή από την πρώτη φορά. Όχι ευχάριστη ακριβώς, αλλά εκκωφαντική, με έναν τρόπο που μόνο εμείς οι κωφοί μπορούμε να αντιληφθούμε τη δόνηση. Νομίζω –δεν το έχω βρει σε μελέτες, αν και το είχα ψάξει παλιά- πως μπλέκονται κάπως τα κέντρα αντίληψης ήχου και δόνησης, και πραγματικά νομίζεις ότι ακούς κάποια καμπάνα ή κάτι εξίσου δυνατό να χτυπάει μέσα στο αυτί σου.

Αυτή η αίσθηση ήταν τότε πρωτόγνωρη για μένα, σήμερα βέβαια τη ζω καθημερινά σε μικρότερη κλίμακα κάθε φορά που δονείται το κινητό μου κι εγώ νομίζω πως ακούω έναν ήχο, αρκεί να είμαι κοντά, ώστε να νιώθω τη δόνηση.

Κι έτσι απλά, μέσα σε ένα πρωινό, το χρόνιο πρόβλημα του πρωινού ξυπνήματος ξεπεράστηκε. Τόσες νύχτες αγωνίας, τόσες φορές που λαγοκοιμόμουν στα πατώματα…εξαφανίστηκαν ως διά μαγείας. Όσο απλά εξαφανίστηκε και η αδυναμία τηλ-επικοινωνίας σε ένα απόγευμα, όταν κράτησα το κινητό στα χέρια μου πρώτη φορά.

Αλλά τώρα πιάσαμε άλλες ιστορίες, που θα πούμε σε άλλες ανήσυχες νύχτες.

Γιατί, όπως σχεδόν όλοι όσοι ασχολούνται γενικά με το γράψιμο, παραμένω ακόμα και αμετανόητα βραδινός τύπος. Θα σας έβαζα μάλιστα μια φωτογραφία του εν λόγω ξυπνητηριού αν κατάφερνα να βρω σε ποιο συρτάρι το έχω καταχωνιάσει, αλλά πιο δίκαιο θα ήταν να σας βάλω φωτογραφία του άντρα μου. Που εκτός των άλλων, κάνει και ό,τι δεν θα μπορέσει –μάλλον- να κάνει ποτέ ένα ξυπνητήρι, όσο εξελιγμένο κι αν είναι. Κάθε πρωί που με ξυπνάει, μου έχει έτοιμο και τον πρωινό μου καφέ!

Τρίτη 18 Μαρτίου 2008

ΙΣΤΟΡΙΑ 13: Ο ΚΟΥΦΟΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ ΜΕΡΦΥ

Το νόμο του Μέρφυ τον ξέρετε όλοι, φυσικά: Όταν είναι κάτι να πάει στραβά, θα πάει.

Φτάσαμε αισίως στη δέκατη τρίτη ιστορία της σειράς (μακριά βέβαια από μας οι προλήψεις, όλα κι όλα –όπως θα το έλεγε και ο Σκαρίμπας: είμαι, το ξέρω, λογικός, ω! δεν μιλάω…)

Επομένως, μπορούμε τώρα να σας δώσουμε τον Κουφό Νόμο του Μέρφυ ή, αν προτιμάτε, την τροποποίηση του νόμου του Μέρφυ για τους κωφούς: Όταν είναι κάτι να πάει στραβά, όχι μόνο θα πάει, αλλά επιπλέον θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσεις το τηλέφωνο για να διορθώσεις το σφάλμα.

Το τηλέφωνο. Μεγάλη και πονεμένη ιστορία για μας. Το ξέρατε, αλήθεια ότι τόσο η γυναίκα όσο και η μητέρα του Γκράχαμ Μπελ ήταν κωφές; Αυτό με βάζει σε βάσιμες υποψίες για τις προθέσεις του Μπελ – χώρια που έχουμε γενέθλια και την ίδια μέρα, από ένα περίεργο αστείο του ημερολογιακού χρόνου.

Κάπως έτσι βγήκαν και οι υποκατηγορίες του κουφού νόμου του Μέρφυ, όπως:

- το τηλέφωνο που θα χρησιμοποιήσεις για να διορθώσεις το σφάλμα, θα είναι το πρώτο τηλέφωνο της δοκιμής του Μπελ, με το οποίο προσπάθησε να μιλήσει με τη γυναίκα του
- εκτός και αν είναι η δεύτερη συσκευή, που τη χρησιμοποίησε για να μιλήσει με τη μητέρα του
- ή, η τρίτη συσκευή….ε, καλά, βουλωμένο γράμμα διαβάζετε…όπου η κυρία Μπελ και η μητέρα Μπελ προσπάθησαν να μιλήσουν μεταξύ τους.

Οι πρώτες τρεις συσκευές λοιπόν (σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες φήμες) δεν λειτούργησαν, και έμειναν έκτοτε στην ιστορία με το όνομα: “Χαλασμένο τηλέφωνο”. Από εκεί (λένε πάντα οι φήμες) βγήκε και το παιδικό παιχνίδι….ή κάπως έτσι μου τα είπαν (από το άλλο μου το αυτί) κάποτε.

Αλλά ας προχωρήσουμε στη σημερινή μας ιστορία, όπου βρήκε πλήρη εφαρμογή ο Κουφός Νόμος του Μέρφυ. Πριν από λίγο καιρό είχα πάει επίσκεψη σε μια φίλη, και φεύγοντας ξέχασα το κινητό μου στο τραπέζι. Στη συνέχεια, θα πήγαινα στο γυμναστήριο. Φτάνοντας λοιπόν στο γυμναστήριό μου, διαπιστώνω ότι δεν υπήρχε το κινητό στην τσάντα μου, και ότι μάλλον το είχα ξεχάσει στο σπίτι της φίλης.

Είχα τις εξής επιλογές: ή θα ξαναγυρνούσα πίσω για να το πάρω, χωρίς όμως και να ξέρω σίγουρα ότι είναι εκεί το τηλέφωνο ή ότι δεν έχει φύγει η φίλη. Επιπλέον, το σπίτι βρισκόταν σε απόσταση είκοσι λεπτών με τα πόδια από το γυμναστήριο.


Είτε θα έκανα τη γυμναστική μου κανονικά, θα γυρνούσα μετά στο δικό μου σπίτι, και θα περίμενα να έρθει ο άντρας μου, για να πάρει εκείνος τηλέφωνο και να εντοπίσουμε το χαμένο κινητό το βραδάκι. Ή, τέλος, θα έπρεπε να βρω τρόπο να επικοινωνήσω αμέσως με τη φίλη μου.

Τελικά, έμπλεξα τη γυμνάστρια στο όλο σκηνικό, και αφού κατάφερα να της εξηγήσω τι είχε συμβεί, έπρεπε να αντιμετωπίσω και τις πρώτες αυθόρμητες απαντήσεις, του στυλ: Ε, καλά, πήγαινε και πάρ’ την τηλέφωνο! (που όλοι μα όλοι μου το έχουν πει κάποτε, τόσο αυτονόητο είναι για όλους, βλέπετε!)

Όταν πια συνειδητοποίησε ότι, χελόου, δεν μπορώ να το πάρω το τιμημένο το τηλέφωνο, τότε προσφέρθηκε εκείνη να τηλεφωνήσει στη φίλη μου, που ευτυχώς είχε ήδη βρει το κινητό και το κράτησε μέχρι να γυρίσω να το πάρω.

Τέλος καλό, όλα καλά θα πείτε, δεν ήταν και τόσο άτυχη η ιστορία σου. Έχετε όμως βρεθεί εσείς σε παρόμοια θέση; Να πρέπει να τηλεφωνήσετε κάπου, να μην υπάρχει άλλος τρόπος επικοινωνίας, και να μην μπορείτε;

Και καλά να υπάρχουν γύρω σας άνθρωποι πρόθυμοι να σας εξυπηρετήσουν –πριν από το κινητό έχει τύχει να απευθυνθώ στους πιο απίθανους ανθρώπους για ένα τηλεφώνημα, σε ταξιτζήδες, σε περιπτεράδες, στους φύλακες του κτιρίου…- αν όμως είσαι μόνος σου, και δεν υπάρχει ένα κινητό, η κατάσταση είναι εντελώς Κουφός Νόμος του Μέρφυ.

Το χειρότερό μου μάλιστα, είναι όταν (χωρίς να το συνειδητοποιούν) αρκετοί ακόμα και σήμερα μου λένε, όπως και η γυμνάστρια εξάλλου: “Πάρε τηλέφωνο” και κάνουν μαζί και τη χαρακτηριστική χειρονομία. Ξέρουν άραγε, υποψιάζονται καθόλου τον αγώνα δρόμου που πρέπει να κάνω γι’ αυτό το τηλεφώνημα; Και, στο κάτω-κάτω, μπορεί να μην θέλω να μοιραστώ τα προσωπικά μου τηλεφωνήματα με τον κάθε άσχετο, έτσι δεν είναι;

Ευτυχώς, εκεί που πρέπει να κλείσω ραντεβού, όπως στα κομμωτήρια, φροντίζω συνήθως να είναι στη γειτονιά μου, και το κλείνω αυτοπροσώπως, ακόμα κι αν χρειαστεί να πάω δύο φορές.

Βέβαια, είναι αλήθεια ότι αγγαρεύω και πολύ, πάρα πολύ, τον άντρα μου να κάνει διάφορα τηλεφωνήματα για μένα. Στην πραγματικότητα, του έχω φορτώσει όλο το βάρος των τηλεφωνημάτων και της κοινωνικής μας ζωής.

Αλλά δεν φταίω εγώ άντρα μου, φταίει ο Κουφός Νόμος του Μέρφυ, μαζί με τα συνομωσιολογικά περί σύμπαντος του Κοέλιο, που αποτελούν την απάντηση της κυρίας Γκράχαμ Μπελ στις εμπνεύσεις του συζύγου της. Εμείς όμως, πως μπλεχτήκαμε έτσι σε ξένα τηλεφωνήματα, μου λες;







ΥΓ: Για την ιστορία, και για να μην αδικήσουμε τον μεγάλο εφευρέτη, στην πραγματικότητα τόσο ο ίδιος, όσο και ο πατέρας του, λόγω της κωφής μητέρας του, ασχολήθηκαν πάρα πολύ με την εκπαίδευση των κωφών και βοήθησαν πολλά κωφά παιδιά στο να αναπτύξουν αποτελεσματικά την ομιλία. Μια από τις κωφές μαθήτριες του Γκράχαμ Μπελ έγινε, όταν μεγάλωσε, κυρία Μπελ.

Σάββατο 15 Μαρτίου 2008

ΙΣΤΟΡΙΑ 12: ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΑΛ ΧΑΛΙΛΙ ΜΟΥ ΕΚΑΝΑΝ ΜΙΑ ΜΕΛΑΝΙΑ

Πω πω, σαν να βλέπω τώρα την έκφρασή σας όταν είδατε τον τίτλο: Χαρήκατε βρε! Νομίζετε ότι πήγα κανένα εξωτικό ταξιδάκι στην Αίγυπτο (που πάντως πολύ θέλω να πάω κάποτε) και σας κάνω ρεπορτάζ για κουφές καμήλες στην αγορά…(Αλήθεια, υπάρχουν κουφές καμήλες; Κουφοί σκύλοι ναι, το έχω διαβάσει, αλλά καμήλες; Και πάντως, πόσο δύσκολο είναι να είσαι κουφή καμήλα στην έρημο; ΟΚ, πιάνεις έναν αμμόλοφο και πας, πας, πας…Αρκεί να βλέπεις και να μυρίζεις για να μην χάσεις το καραβάνι).

Η σημερινή ιστορία μας όμως είναι πολύ πιο πεζή και δεν έχει εξωτικό χαρακτήρα. Ούτε καμήλες, ούτε πυραμίδες, ούτε αμμολόφους. Μόνο βουνά από σκουπίδια, και γύρω το γνώριμο φόντο της Ακαδημίας, στο κέντρο της Αθήνας.

Είχα κατέβει το πρωί για δουλειές, εγώ και άλλα 2 εκατομμύρια κάτοικοι της πολύπαθης πρωτεύουσάς μας, όταν, στη συμβολή Ακαδημίας και Ιπποκράτους (ή μήπως Πατησίων και Παραμυθιού γωνία; Μπα, κάθε απόπειρά μου να ξεφύγω από τη ρουτίνα της μέρας τελευταίως δεν πετυχαίνει, ούτε παραμύθι έχουμε ούτε ερήμους, ούτε οάσεις…μόνο στάσεις, πότε του ΟΑΣΑ και πότε του Μετρό), στη γωνία λοιπόν απάνω πέτυχα μια παλιά μου συνάδερφο, που είχα 3-4 χρόνια να δω.

Σταματήσαμε και μιλήσαμε για κανένα πεντάλεπτο περίπου, ίσα να πούμε τα νέα μας στα πεταχτά. Εκεί που μιλούσαμε, νιώθω κάτι να με χτυπάει με δύναμη στο μηρό, και έναν έντονο πόνο, σαν να είχα φάει ροπαλιά.

Προτού γυρίσω να δω, σκέφτηκα αντανακλαστικά μη τυχόν και είχε και σήμερα καμία πορεία και βρέθηκα στο κέντρο της χωρίς να το καταλάβω, αλλά πάλι, πέντε λεπτά πριν είχα κοιτάξει και ο δρόμος ήταν όπως συνήθως, με τα γνωστά αλληλοσπρωξίματα των πεζών και τις ατέλειωτες ουρές των αυτοκινήτων.

Γυρνάω λοιπόν και ίσα που πρόλαβα να δω έναν κύριο κάποιας ηλικίας (αν το γραπτό αυτό δεν είχε και politically correct φιλοδοξίες, θα τον έλεγα και γέρο) να προσπαθεί να ανοίξει δρόμο μέσα στο πλήθος της Ιπποκράτους με τη βοήθεια ενός μπαστουνιού, όμοιο με εκείνο του παππού μου, με το οποίο κοπάναγε αδιακρίτως (ο άγνωστος, όχι ο παππούς μου!) όποιον θεωρούσε ότι του έκλεινε το δρόμο.

Ο παππούς μου το μπαστούνι το είχε για να πηγαίνει περιπάτους γύρω από το τετράγωνο της γειτονιάς τα απογεύματα, και πάντως όχι για φονικό όπλο. Βέβαια, ο παππούς μου έζησε σε μιαν άλλη Αθήνα, πολύ λιγότερο νευρωτική από τη σημερινή, αλλά και πάλι δεν μπορείς να δικαιολογήσεις κανέναν που κοπανάει περαστικούς με το μπαστούνι μέρα μεσημέρι στην Ιπποκράτους.

Θα μου πείτε, δεν φώναζε παράλληλα; Ασφαλώς, φώναζε να κάνουν όλοι στην άκρη, μα μέσα στον θόρυβο του δρόμου και καθώς κουβεντιάζαμε ταυτόχρονα, ούτε η συνάδερφός μου –που έχει άριστη ακοή- δεν πρόλαβε να τον ακούσει εγκαίρως και να με προφυλάξει.

Αν ήμουν ένας από σας και είχα κοπανηθεί από μπαστούνι χωρίς λόγο μέρα μεσημέρι, θα είχα ένα σωρό επιλογές: Θα μπορούσα να επικαλεστώ

- τη λαϊκή παράδοση: ει, τι βαράς ρε Καραγκιόζη;

- την κοινή αντίδραση: Στραβός είσαι ρε, που πας; – πράγμα που βέβαια δεν θα ξεστομίσω ποτέ ούτως ή άλλως, γιατί θα κάνω αυτό που κατηγορώ: και ναι, σίγουρα κάποιοι που έχουν κατηγορηθεί άδικα θα είναι και άνθρωποι με πρόβλημα όρασης, που όμως θα περπατούν χωρίς το λευκό μπαστούνι, και θα γίνονται αποδέκτες ακριβώς των ίδιων σχολίων με εμένα. Αν και ο συγκεκριμένος δεν φαινόταν να έχει πρόβλημα όρασης, παρά πρόβλημα συγχρωτισμού με τον κόσμο.

- το χιούμορ: Τι βαρά’ ρε θίο; - όπου το θίο, με γιώτα, είναι έκφραση του αδερφού μου, δεν ξέρω αν το λένε κι άλλοι, και δεν προκύπτει από το θείος, μα είναι το χαιδευτικό του…ηλίθιος!

- τη δική μου μυϊκή δύναμη, αν είχα δηλαδή: Τι θες ρε, πας γυρεύοντας να σε δείρω πρωί πρωί;

- το φιλότιμο: Παρακαλώ, κύριε, προσέχετε λίγο με το μπαστούνι, θα χτυπήσετε άδικα τον κόσμο.

- την ειρωνία: Σε πάει βόλτα το μπαστούνι παππού;

- την εκδίκηση: πάρε τώρα μια τρικλοποδιά κι από μένα, για να μάθεις!

- το μεταφυσικό: Ω, μεγάλε Μανιτού, ρίξε μια βροχή πάνω στο κεφάλι του παππού τώρα (αυτό συνοδεύεται από επιτόπια βηματάκια χορού βροχής).

- το θρησκευτικό: Μα το Δία, να πέσουν χίλιοι κεραυνοί στο κεφάλι του!

- το περίπλοκο: κι αν γίνει τώρα σεισμός και πέσει μια γλάστρα στο κεφάλι του από μπαλκόνι της Ιπποκράτους;

- το απλό: κι αν τον κουτσουλήσει ένα περιστέρι όπως προχωράει;

- η επίκληση των ζώων: κι αν τον δαγκώσει ένα αδέσποτο σκυλί τώρα;

- το παράλογο: κι αν βγει ένας αλιγάτορας από τους υπονόμους και τον καταπιεί;

- Και τέλος, το εξωτικό: να πάει στην Αίγυπτο και να τον αφήσει κατά λάθος στην έρημο μια κουφή καμήλα!

Όλα αυτά θα μπορούσα να τα πω ή να τα σκεφτώ αν ήμουν σαν κι εσάς – ΟΚ, μερικά ανομολόγητα τα σκέφτομαι και τώρα, είναι αλήθεια. Μα να τα ξεστομίσω; Το έχουμε ξαναπεί, η φωνή μου δεν με βοηθά να εμπλακώ σε οποιονδήποτε καυγά, γιατί αντί να καυγαδίσω θα καταλήξω να δίνω εξηγήσεις για την κώφωσή μου – και παίζεται κιόλας αν θα γίνουν κατανοητές.

Σας βλέπω τώρα που τρομάζετε – σκέφτεστε αν είμαι άραγε τόσο καταπιεσμένος και εκδικητικός τύπος, που έκανα ολόκληρο θέμα στο blog για έναν παππού που με κοπάνησε λίγο με το μπαστούνι.

Η αλήθεια είναι πως δεν διακατέχομαι από τόσο έντονα συναισθήματα εκδίκησης. Απλώς, στο σημείο που με κοπάνησε άρχισε ήδη να σχηματίζεται μια ωραιότατη μελανιά.

Κι αν έγραψα ολόκληρο κείμενο μες τη νύχτα, είναι επειδή αύριο θα τη δει τη μελανιά ο άντρας μου και θα ζητήσει εξηγήσεις.

Και, αλήθεια σου λέω αγάπη μου, έτσι ακριβώς έγιναν σήμερα τα πράγματα!

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2008

ΙΣΤΟΡΙΑ 11: ΜΕ ΤΗ ΔΥΣΗ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ ΘΑ ΠΗΓΑΙΝΩ ΣΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ


Πρέπει να σας πω ότι ο τίτλος μας σήμερα είναι λίγο παραπλανητικός. Τον πήρα από το ποίημα “Σταδιοδρομία” του Καρυωτάκη, όπου έγραφε:


Αλλά, με τη Δύση του Ηλίου
θα πηγαίνω στου Βασιλείου.

Εκεί θα βρίσκω όλους τους άλλους
λογίους και διδασκάλους.

εννοώντας ένα βιβλιοπωλείο στο κέντρο της Αθήνας, που ήταν τότε στέκι συνάθροισης των λογοτεχνών και των διανοουμένων της εποχής του.

Ωστόσο, επειδή η πόλη μας η Αθήνα ανέκαθεν λειτουργούσε σαν ένα παλίμψηστο με περίεργες καταγραφές, έχουμε και σήμερα έναν ανάλογο χώρο, ένα στέκι “του Βασιλείου” στο κέντρο της Αθήνας, κάτω ακριβώς από την Ακρόπολη.

Ας δούμε όμως πως βρέθηκα εγώ σε αυτό το στέκι προχθές, Καθαρά Δευτέρα, και ποια είναι η σχέση του με την κώφωση. Πρώτα πρώτα, εμένα η μουσική με κυνηγάει, κι έρχεται και με βρίσκει συνήθως, αντί να την βρίσκω εγώ –που δεν την ψάχνω κιόλας- (και συχνά πάει πακέτο με την ερώτηση: τι μουσική ακούς; που ακόμα και σήμερα κάποιοι δεν έχουν βαρεθεί να μου απευθύνουν).
Έτσι, προχθές, μια φίλη μας θα τραγουδούσε στο σπίτι του ζωγράφου Σπύρου Βασιλείου – που έχει μετατραπεί σε μουσείο, με εκθέσεις των πινάκων του, και είναι ανοικτό καθημερινά στο κοινό.
Τώρα εδώ διακόπτουμε το πρόγραμμά μας για να μεταδώσουμε διαφημίσεις, από τις οποίες, αν θέλετε το πιστεύετε, δεν παίρνουμε καν ποσοστά (μια ζωή ερασι-τέχνες!)

Πρώτον, το σπίτι-μουσείο βρίσκεται στην οδό Γουέμπστερ 5, και θα βρείτε πληροφορίες γι’ αυτό και γενικά για τον ζωγράφο εδώ:
Και δεύτερον, η φίλη μας λέγεται Νικολέττα Αναστασίου και σε αυτή τη διεύθυνση:
μπορείτε να διαβάσετε δυο λόγια γι’ αυτήν και να ακούσετε και τρία ανέκδοτα τραγούδια της.
Τέλος διαφημίσεων-παύλα-spam πληροφοριών και συνεχίζουμε την ιστορία μας (και χωρίς ποσοστά!)



Είπαμε λοιπόν να πάμε εκεί με τον άντρα μου το Νίκο – η παράσταση θα συνδύαζε άρτον και θεάματα, και μάλιστα οπτικοακουστικά. Ο άρτος, συγκεκριμένα, θα ήταν λαγάνα και θα συνοδεύονταν από διάφορα άλλα νηστίσιμα που προσφέρονταν δωρεάν στο κοινό (από μπουφέ), το δε ακουστικό θέαμα θα μας το πρόσφερε η Νικολέττα, ενώ για τους κουφούς της αίθουσας, εμένα δηλαδή, οι άφθονοι πίνακες στους τοίχους θα αποτελούσαν το οπτικό θέαμα.

Τελικά όμως τα καταφέραμε να πάμε καθυστερημένοι και φαγωμένοι, οπότε πάει ο άρτος, πάνε και οι ιχθύες…συγγνώμη, η ταραμοσαλάτα εννοώ, και προχωρήσαμε κατευθείαν στο πρόγραμμα.
Οι ακούοντες της αίθουσας, άρα κι ο άντρας μου μαζί, πήγαν στον δεύτερο όροφο, όπου ήδη είχε αρχίσει να τραγουδάει η Νικολέττα, οι κουφοί της αίθουσας –μάλλον μόνο εγώ, αλλά δεν παίρνω και όρκο γιατί παίζει να βαριακούανε και κάτι παππούδες που κοιτούσαν αφηρημένα γύρω γύρω- πήραμε θέσεις κοντά στους πίνακες για να τους παρατηρήσουμε, και οι κοιλιόδουλοι της αίθουσας βρήκαν την ευκαιρία να τσακίσουν και δεύτερο πιάτο στον μπουφέ.
Λογικά, πρέπει να ήταν στην αίθουσα και κάποιοι ζωγράφοι και φοιτητές της Καλών Τεχνών. Αυτοί ξεχώριζαν από τον τρόπο που κοιτούσαν τους πίνακες, τις γραμμές, το φως, και ήτανε κι ένας τουλάχιστον με το μπερεδάκι και το γενάκι του ζωγράφου.
Είχε πλάκα να κοιτάς το ετερόκλητο πλήθος: εικαστικοί, μουσικόφιλοι, κοιλιόδουλοι, άσχετοι, πεινασμένοι περαστικοί, κουφοί και ακούοντες, ένας αχταρμάς χάρμα. Νομίζω θα κάναμε ευτυχισμένο τον Σπύρο Βασιλείου, εξάλλου γι’ αυτό μάλλον έδωσε το σπίτι του για μουσείο ο άνθρωπος.
Το σπίτι αξίζει να το επισκεφτεί κανείς και μόνο για την αρχιτεκτονική του –τώρα που το σκέφτομαι θα ήταν σίγουρα και αρχιτέκτονες στο πλήθος- γιατί χτίστηκε με σκοπό να στεγάσει και το ατελιέ του ζωγράφου και έχει μια πολύ περίεργη διαμόρφωση, με αίθριο στη μέση του σπιτιού.
Όλες τις πληροφορίες τις έμαθα γιατί μέχρι να τελειώσει η Νικολέττα πήγα στο πωλητήριο του μουσείου (στο ισόγειο του σπιτιού) και αγόρασα το βιβλίο με την Ιστορία του Μουσείου (6 ευρώ).
(Νικολέττα, μου χρωστάς 6 ευρώ –ή κανα-δυο καφέδες- τραγούδι και ευρώ μου κόστισε η παρακολούθηση βλέπεις!)

Όταν τέλειωσα την ανάγνωση του βιβλίου –διαβάζω και γρήγορα γμτ- και είδα όλους τους πίνακες του σπιτιού, είπα στο Νίκο ότι αρκετά είχα παρακολουθήσει τα μουσικά δρώμενα της Καθαράς Δευτέρας και μήπως να φεύγαμε σιγά σιγά; - όπως κι έγινε δηλαδή.
Έχοντας λοιπόν, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, εμπειρία από μια συναυλία και μια μουσική εκδήλωση, έχω να δηλώσω ότι μου αρέσουν περισσότερο οι μουσικές παραστάσεις που γίνονται σε χώρο με άπλετο φως και με πίνακες γύρω-γύρω.
Αν και, τώρα που το σκέφτομαι, θα είχα εκτιμήσει ακόμα περισσότερο τα μουσικά δρώμενα αν είχα τσιμπήσει στη ζούλα και καμία λαγάνα!


ΥΓ: Ο πίνακας είναι ασφαλώς του Βασιλείου, από τη σελίδα που σας έδωσα παραπάνω.

Κυριακή 9 Μαρτίου 2008

ΙΣΤΟΡΙΑ 10: ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΚΑΤΕΒΑΖΟΥΜΕ ΤΙΣ ΜΑΣΚΕΣ

Όλα καλά και άγια με τις Απόκριες, και πολύ ωραία και η συνήθεια της μεταμφίεσης, δεν λέω, που σε βοηθάει στο να νιώσεις για λίγο άλλος άνθρωπος, να υποδυθείς ένα ρόλο, ή και να φλερτάρεις ακόμα, κρυμμένος πίσω από την ασφάλεια της μάσκας.

Όμως, τι γίνεται όταν δεν ακούς, και είναι απαραίτητο να βλέπεις τα χείλη του άλλου για να τον καταλάβεις; Όχι να φλερτάρεις, ούτε που σε πάνε και τι σου λένε δεν ξέρεις – πραγματικά χαμένος σε μια terra incognita.

Όταν ήμουν μαθήτρια, το πρόβλημα λυνόταν με τη γλώσσα του σώματος: Παίζαμε αλευροπόλεμο, αυγοπόλεμο, ρίχναμε σπρέι και κομφετί ο ένας στον άλλον και πλακωνόμαστε – κυρίως με τον αδερφό μου που τον είχα και πρόχειρο στο σπίτι, και ήταν και 2,5 χρόνια μικρότερος και του έριχνα σε μπόι και δύναμη.

Βέβαια, στην εφηβεία μας, όταν ο μικρός πήρε απότομα ύψος και δεν του έριχνα τίποτα πια, του είπα μια μέρα: Κοίτα να δεις, εγώ είμαι πια περασμένα 14, κι εσύ κοντεύεις τα 12, οπότε ας λύνουμε πλέον τις διαφορές μας πολιτισμένα με τον διάλογο. (Κάπως έτσι νομίζω πρέπει να γεννήθηκε και το φεμινιστικό κίνημα!)

Ωραίες εποχές – η γλώσσα του σώματος ήταν το μήνυμα, δεν λέω. Κι αργότερα, που ήμουν φοιτήτρια στο Ηράκλειο της Κρήτης, ακολούθησα τον ίδιο σωτήριο κανόνα.

Πρέπει να σας πω ότι ειδικά η Τσικνοπέμπτη γιορτάζεται στο Ηράκλειο ως εξής: Όλος ο κόσμος βγαίνει από νωρίς το απόγευμα στους δρόμους της πόλης, ντυμένος με στολές ή με ό,τι βρει, και κρατάνε ρόπαλα, σπρέι, αυγά, αλεύρι και πέφτει γενικά το ξύλο της αρκούδας (ειδικά για όποιον είναι ντυμένος με αρκουδοτόμαρο!)

Οι πιο ξεσαλωμένοι, οι φοιτητές δηλαδή, συνεχίζουν το σκηνικό όλη τη νύχτα μπαινοβγαίνοντας στα μπαρ, και το τραβάνε ως το ξημέρωμα. Μάλιστα, οι πιο ευρηματικές μεταμφιέσεις βραβεύονται συνήθως από τους συλλόγους στα πανεπιστήμια ή και επιτόπου στα μπαράκια.

Μια τέτοια ευρηματική μεταμφίεση, και βραβείο φυσικά, είχε αποσπάσει η συγκάτοικός μου στο πρώτο έτος, όταν μαζεύτηκαν 7 κορίτσια και ντύθηκαν νάνοι (με κολάν, παπούτσια, καπέλο μυτερό διαφορετικού χρώματος η καθεμία – κόκκινος νάνος, μπλε νάνος, κίτρινος νάνος κ.λπ.) και έβαλαν κι ένα ψηλό αγόρι στη μέση να κάνει τη Χιονάτη.

Οι νανούλες και ο Χιονάτος μπαινόβγαιναν όλη νύχτα στα μπαράκια, με τις νανούλες να χορεύουν γύρω γύρω από τον Χιονάτο κυκλικά – κι από κοντά εγώ, ως χανούμισα (τρέχα γύρευε γιατί). Έχουμε μάλιστα ακόμα τα πειστήρια, δηλαδή τη φωτογραφία στην τοπική εφημερίδα Μεσόγειος, με τον υπότιτλο: “Οι νέοι της πόλης μας ξεφάντωσαν και εχθές Τσικνοπέμπτη, δίνοντας χρώμα και χαρά στο τοπικό καρναβάλι”. (Το γεγονός ότι η συγκάτοικός μου δούλευε τότε στην εφημερίδα ας θεωρηθεί συμπτωματικό.)

Ωραίες εποχές, λοιπόν. Μα τι γινόταν με την απλή κουβέντα ή με το φλερτ κάτω από τη μάσκα; Νομίζω, τα πράγματα ήταν πιο απλά με το φλερτ: Οι νεαροί που ήθελαν να αποσπάσουν την προσοχή μου, χρησιμοποιούσαν τη γλώσσα του σώματος: δηλαδή μου έδιναν μια ροπαλιά και με τραβούσαν από το μαλλί. Απλά πράγματα, εγγυημένα στο χρόνο.

Το σύστημα με το ρόπαλο ίσως να δούλεψε κανα δυο-χρονιές, δηλαδή όταν ήμουν 18, άντε και 19. Μετά όμως, έβλεπα πως δεν πήγαινε άλλο, κι άρχισα να αποφεύγω το καρναβάλι, ενημερώνοντας παράλληλα την παρέα μου ότι είναι καιρός να ωριμάσουμε και να κάνουμε τις συζητήσεις μας/να φλερτάρουμε/ whatever πολιτισμένα με τον διάλογο και κυρίως χωρίς μάσκες.

Από τότε, γενικά αποφεύγω το μασκάρεμα και τα αποκριάτικα πάρτυ, παρόλο που συχνά δεν φοράνε μάσκες ή φοράνε μάσκα μόνο στα μάτια, που αφήνει ακάλυπτα τα χείλη.

Ευτυχώς, λέω, που δεν ζω σε κάποια μουσουλμανική χώρα, όπου είναι επιβεβλημένος ο φερετζές στις γυναίκες, γιατί τότε δεν θα ήξερα καθόλου πώς να συνεννοηθώ.

Τώρα, η μόνη περίπτωση όπου ακόμα συνεννοούμαι με τη γλώσσα του σώματος κάτω από την μάσκα είναι όταν πηγαίνω στον οδοντίατρο. Περιέργως πως, η προσπάθειά μου να συζητήσουμε το θέμα του καθαρισμού και των σφραγισμάτων πολιτισμένα, με τον διάλογο, δεν έχει καρποφορήσει.

Ίσως, αν μεγαλώσουμε λίγο ακόμα, και ωριμάσουν οι συνθήκες περισσότερο, να τον πείσω να κατεβάσει και αυτός τη μάσκα, ποτέ δεν ξέρεις!


ΥΓ: Καλές Απόκριες σε όλους

Σάββατο 8 Μαρτίου 2008

ΙΣΤΟΡΙΑ 9: Η ΕΚΤΟΣ ΚΑΙ ΠΑΡ’ ΕΛΠΙΔΟΣ ΧΑΡΑ

Σήμερα θέλησα να γράψω κάτι για την ημέρα της γυναίκας.

Τι όμως θα μπορούσα να γράψω που να συνδέει τις γυναίκες με την κώφωση; Η αναπηρία βλέπετε είναι απόλυτα δημοκρατική, και με θαυμαστή ισότητα επιλέγει να χτυπήσει και τα δυο φύλα.

Άρα, δεν θα έπρεπε να έχω παράπονο ως γυναίκα: σε αυτό το θέμα είμαι εξίσου κουφή με ένα σωρό άντρες.

Έψαξα λοιπόν τα κιτάπια μου και ανακάλυψα ένα παμπάλαιο ποίημα που είχα γράψει το 1991 και το αντιγράφω εδώ, για να σας εξηγήσω στη συνέχεια πως συνδέεται με την ημέρα της γυναίκας.

Αναπηρία

Είναι πολλά τα εμπόδια που υψώνει η αναπηρία...
Πιο δύσκολα απ' το κάθε τι.
Μες το μυαλό μας τριβελίζει ένα "γιατί;"
Και μας πεισμώνει.

Βαδίζουμε, είναι αδιάβατοι οι δρόμοι.
Αγώνας ν' ανεβούμε πιο ψηλά,
στο κάθε βήμα που βαδίζουμε μπροστά.

Μονάχα εμείς μπορούμε να υψωθούμε
-ή περιθώριο ή εξαίρεση τρανή -
μονάχα εμείς μπορούμε να γευτούμε
κάποιαν απρόσμενη κι ανέλπιστη ηδονή
που να τη νιώσουν οι άλλοι δεν μπορούνε.

Βαδίζουμε, είναι αδιάβατοι οι δρόμοι.
Μ' απέναντι σε ό,τι μας πληγώνει,
η θέλησή μας μας πεισμώνει.

12/5/1991


Σας βλέπω ήδη να ξύνετε με αμηχανία το κεφάλι σας και να αναρωτιέστε που το πάω. Λίγη υπομονή ακόμα. Κανένας ή καμία φιλόλογος εδώ, να σηκώσει το χεράκι, υπάρχει; Κανένας θεατρόφιλος; ( Όχι κύριε Γεωργουσόπουλε, κατεβείτε από το παράθυρο εσείς και αφήστε κανέναν άλλον να μιλήσει κι εμένα να ολοκληρώσω.)

Πάμε πάλι, λοιπόν. Τι σας θυμίζει το “κάποιαν απρόσμενη κι ανέλπιστη ηδονή” ;

Μα ναι, είναι από την Αντιγόνη. Που δεν ευτύχησα ποτέ μου να δω στο θέατρο, αλλά διάβασα με συνέπεια στα λυκειακά μου μαθήματα – και με την ίδια συνέπεια δεν την ξαναδιάβασα έκτοτε (σε αυτό το σημείο ντρέπομαι που το ομολογώ).

Συγκεκριμένα, είναι από τη σκηνή που η Αντιγόνη αποφασίζει να θάψει τον αδερφό της, και εξηγεί ότι αυτή της η πράξη θα της δώσει μεγάλη χαρά, γιατί έτσι θα κάνει αυτό που είναι σύμφωνο με τις δικές της ηθικές αξίες και όχι αυτό που την προστάζει ο Κρέοντας.

Έοικεν γαρ η εκτός και παρ' ελπίδος χαρά πρέπει να ήταν ο αρχαίος στίχος, κι αν τον κάνω λάθος παρακαλώ κάποιον να με διορθώσει, γιατί τον γκουκλάρισα και δεν τον βρήκα. (Ομολογώ εδώ πως δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι θα έβαζα τη λέξη έοικεν μαζί με τη λέξη γκουγκλάρισα στην ίδια φράση).

Σκέφτεστε λοιπόν κάποιο πρότυπο πιο δυνατό από την Αντιγόνη για τη σημερινή ημέρα της γυναίκας; Αντιστάθηκε στην εξουσία και υπερασπίστηκε τις δικές της αξίες – παρόλο που στο τέλος το πλήρωσε ακριβά.

Έχουν περάσει κοντά 2500 χρόνια από τότε, μα όλα αυτά τα χρόνια το γυναικείο κίνημα συνέχισε και συνεχίζει ακόμα να δίνει τις μάχες του, όπως εξάλλου και το αναπηρικό κίνημα.

Αν μπορούν σήμερα να υπάρχουν τόσες γυναίκες στη βουλή και στην κυβέρνηση – η μία εξ αυτών μάλιστα, όπως θα γνωρίζετε, είναι κωφή – αυτό το χρωστάμε σε προσωπικότητες όπως η Αντιγόνη, που έκαναν την αρχή.

Γι’ αυτό λοιπόν γυναίκες, αλλά και ειδικότερα, κωφές γυναίκες, μην δεχτείτε σε καμία περίπτωση να μπείτε στο περιθώριο – απλώς, μετακινείστε με όλη σας τη δύναμη το πλαίσιο λίγο παραπέρα!

Αυτή εξάλλου είναι, νομίζω, και η "απρόσμενη κι ανέλπιστη ηδονή" που μπορεί να σου δώσει η αναπηρία ή το να βρίσκεσαι γενικότερα σε δεύτερη θέση από κοινωνική άποψη: είναι η απρόσμενη χαρά που νιώθεις όταν βλέπεις πως υπερβαίνονται με το χρόνο τα κοινωνικά στεγανά και επικρατεί σιγά σιγά η ισότητα.

Χρόνια μας πολλά λοιπόν, δημιουργικά και δυναμικά.

ΥΓ1: Στο σκίτσο, ελλείψει Αντιγόνης σας βάζω την Υπατία, άλλη μια πολύ σπουδαία γυναίκα της αρχαιότητας που μας άνοιξε το δρόμο...

ΥΓ2: Επίσης θέλω να καταγγείλω το google γιατί πάει 10 ώρες πίσω, με αποτέλεσμα τώρα που κάνω την ανάρτηση να είναι ήδη 8 του μηνός εδώ (περασμένα μεσάνυχτα) αλλά να μου γράφει χθεσινή ημερομηνία. Αυτή είναι άλλη μια κατάφωρη αδικία και περιθωριοποίηση της χώρας μας για την οποία πρέπει να παλέψουμε, συναγωνίστριες!



Παρασκευή 7 Μαρτίου 2008

ΙΣΤΟΡΙΑ 8: ΟΤΑΝ ΑΠΕΡΓΕΙ Η ΔΕΗ ΑΣ ΑΝΑΨΟΥΜΕ ΚΕΡΙ ΓΙΑΤΙ ΕΙΜΑΙ ΠΙΟ ΚΟΥΦΗ

Αυτές τις μέρες με τη διακοπή ρεύματος σκέφτηκα να σας γράψω πόσο μας δυσκολεύει εμάς τους κουφούς το σκοτάδι.

Δηλαδή, δεν το σκέφτηκα μόνη μου, μου το πρότεινε η φίλη μου η Sadahzinia, η οποία κατεβάζει ιδέες στο πιτς-φυτίλι. (Για να καταλάβετε, άμα κοπεί το ρεύμα, η Γιολάντα έχει ήδη βρει το φυτίλι και το έχει ανάψει, ενώ οι άλλοι ακόμα το σκέφτονται!)

Όπως σας έχω ήδη αναφέρει, για να μπορέσω να διαβάσω σωστά τα χείλη των άλλων πρέπει να υπάρχει όσο το δυνατόν περισσότερο φως. Φήμες λένε ότι αυτό εννοούσε τελικά ο Γκαίτε όταν είπε κατά τα τελευταία του λόγια: “φως, περισσότερο φως”, δυστυχώς όμως παραμένουν ανεξακρίβωτες.

Αυτός είναι και ένας λόγος που γενικά αποφεύγω τις βραδινές εξόδους με παρέα, ειδικά σε ύποπτα, κακόφημα και μισοφωτισμένα μέρη. Όταν με καλούν για φαγητό το βράδυ, το αποδέχομαι ευχάριστα, όταν όμως η πρόσκληση είναι για ποτό σε μπαράκι, εμφανίζω ένα άλφα βαθμό δυσκολίας για να την αποδεκτώ. Έχω δηλαδή το φόβο του σκοταδιού σε μια εντελώς άλλη, όχι αρχέγονη, αλλά απολύτως λογική μορφή.

Νεότερη, δεν μπόρεσα να χαρώ μπιτς πάρτυ, κάμπινγκ παραθαλάσσια, κατασκηνώσεις και άλλες τέτοιες ομαδικές νυχτερινές εξορμήσεις.
Όχι πως δεν έβγαινα και καθόλου το βράδυ παλαιότερα. Μέσα σε ένα κλαμπ με δυνατή μουσική έχω μάλλον πλεονέκτημα σε σχέση με τους ακούοντες: Αν το φως είναι αρκετό, μπορώ να διαβάσω άνετα τα χείλη, χωρίς να με εμποδίζει η εκκωφαντική –για σας- μουσική.

Στην πραγματικότητα, όταν έβγαινα, ως φοιτήτρια, με μεγάλη παρέα, κατέληγα να είμαι εγώ εκείνη στην οποία οι συμφοιτήτριες εξομολογούνταν όλες τις αισθηματικές και άλλες ανησυχίες τους, αφού εγώ τις καταλάβαινα μια χαρά – πλην, με τον θόρυβο δεν μπορούσαν να τις καταλάβουν οι άλλοι.

Στις στιγμές του φλερτ πάλι, όταν είσαι σε ένα μέρος με δυνατή μουσική και χορεύεις, όλο και κάπως θα μπορέσεις να φλερτάρεις με τη γλώσσα του σώματος. Βέβαια, αν ρωτήσετε τον άντρα μου, σίγουρα θα έχει να σας πει διασκεδαστικές (τώρα πια, τότε δεν ήταν!) ιστορίες από τις στιγμές που τον έστηνα κυριολεκτικά κάτω από τον προβολέα στα πρώτα ραντεβού, για να μπορέσουμε να μιλήσουμε.

Ακόμα χειρότερες ήταν οι στιγμές που προσπαθούσα να μιλήσω με 4-5 άτομα σε μια παρέα, κι έπρεπε να λειτουργώ σαν σκηνοθέτης, ελέγχοντας πάντα το φωτισμό προτού καθίσουμε στο τραπέζι, και αναγκάζοντας τους πάντες να σηκωθούν και να μετακινηθούν πέρα-δώθε, μέχρι να είναι όσο το δυνατόν πιο ικανοποιητική η θέση τους ως προς το όποιο φως.

Παρόλα αυτά, υπάρχουν ακόμα φορές που την πατάω. Η Γητεύτρια σίγουρα θα θυμάται το βράδυ που είχαμε βγει στο Φάληρο, κι ενώ τις ώρες του απογευματινού καφέ είμαι λαλίστατη (θα σας το βεβαιώσει!) εκείνο το βράδυ ήμουν ασυνήθιστα σιωπηλή. Όχι, δεν ήμουν αφηρημένη, δεν είχα κάποιο πονοκέφαλο ή κάτι παρόμοιο. Απλώς, βρέθηκα σε μέρος χωρίς φως και ήμουν πιο κουφή απ’ ό,τι συνήθως.

Άλλο ένα βράδυ πάλι την πάτησα στο Σκίπερ στο Καλαμάκι (μέναμε Καλαμάκι τότε), αν και εκεί έχω πάει άπειρες φορές. Εκείνο το βράδυ όμως –ήταν πέρσι τον Ιούλιο- είχαν σβήσει όλα τα φώτα για να είναι και καλά πιο ρομαντικά και είχαμε μείνει με κάτι αδύναμα κεράκια. (Αδύναμα τα κεράκια, αδύναμα και τ' αυτάκια, ήρθε κι έδεσε το πράγμα!)

Αυτά σκέφτομαι και αυτές τις μέρες, που η απεργία στη ΔΕΗ μας καθηλώνει με δίωρες και τρίωρες διακοπές ρεύματος. Διότι, πώς να περάσει την ώρα ένας κουφός τη νύχτα, όταν δεν έχει ρεύμα;

Θα μου πείτε, ποιήτρια δεν είσαι; Γράψε κάτι για τα κεριά, όπως ο Καβάφης και ο Λαπαθιώτης. Α! ο Λαπαθιώτης μπορούσε κι έγραφε:

Μονάχη η φλόγα του κεριού μου
κι απέναντί μου στο τραπέζι
θαρρείς το τέλος της προσμένει.
Λίγες στιγμές έχει να ζήσει
και μες τη νύχτα τρεμοπαίζει
σαν μια ψυχούλα φοβισμένη.

Και αυτό το έγραφε σε 150 παραλλαγές (όλες υπέροχες), που διαβάζονται και σήμερα με ευχαρίστηση. Οι νύχτες όμως του Λαπαθιώτη ήταν πάντα έτσι, με κεριά και φεγγάρι, χωρίς τηλεόραση, χωρίς ίντερνετ, χωρίς τηλέφωνο, χωρίς παιχνίδια στο κινητό. Δεν είναι δηλαδή να απορείς που όταν μπούχτιζε να γράφει για φεγγάρια και να παίζει στο πιάνο, σηκωνόταν και πήγαινε στα πάρκα της περιοχής. (Ήμουν μόνος, μια νύχτα σ’ ένα πάρκο, Δεκέμβρης μήνας, η ώρα θα ‘ταν μια…)

Εγώ όμως ζω στο 2008 και είμαι απολύτως εθισμένη στο ίντερνετ και στο κινητό – η τηλεόραση δεν με τραβάει, εκτός των άλλων και γιατί συνήθως δεν την καταλαβαίνω, αν δεν έχει υποτίτλους το πρόγραμμα δηλαδή.

Τώρα με τις διακοπές ρεύματος λοιπόν, μου έμεναν οι εξής εναλλακτικές: Να κοιμηθώ, να στείλω SMS από το κινητό, να παίξω παιχνίδια στο κινητό, ευχόμενη να μην τελειώσει η μπατταρία ή και να διαβάσω στο μισοσκόταδο – bad choice!

Ούτε τηλέφωνο, ούτε ραδιόφωνο, ούτε πολλές κουβέντες. Επίσης, μπορούσα να γράψω κανένα ποίημα, αλλά τι να πεις γι’ αυτά μετά τον Λαπαθιώτη; Ή μετά την Αρλέττα, που τα έχει πει όλα με ένα τραγούδι της, κι επειδή είναι στο νοσοκομείο όπως μαθαίνω, θέλω να κλείσω (με τις ευχές μου για καλή ανάρρωση) τη σημερινή μου ιστορία με αυτό το τραγούδι, του οποίου μου αρέσουν πολύ οι στίχοι:

Φτερά δεν έχω να σου δώσω
ούτε στεφάνι από άγριες μέντες
Μα πάλι, θα σ’ ελευθερώσω
από τις άχρηστες κουβέντες.

Σώπα, αφουγκράσου τη γαλήνη,
σώπα, αφουγκράσου τη σιωπή…

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2008

ΙΣΤΟΡΙΑ 7: ΟΙ ΚΛΕΙΣΤΟΦΟΒΙΚΟΙ ΚΩΦΟΙ ΣΤΟ ΑΣΑΝΣΕΡ ΜΕ ΤΟΝ ΟΤΕ


Φίλες και φίλοι σας βλέπω (ειδικά εσείς εκεί κάτω στη γαλαρία, σταματήστε να μιλάτε με το διπλανό και δώστε βάση εδώ πέρα, έτσι μπράβο!) που διαβάσατε τον τίτλο και ήδη αναρωτιέστε ποια κουφή ιστορία έχω να σας πω και σήμερα.

Επειδή όμως η πραγματικότητα ξεπερνά συχνά και την πιο …κουφή φαντασία, σήμερα θα σχολιάσουμε ένα άρθρο που διάβασα στη σημερινή εφημερίδα και λέει με δυο λόγια ότι ο ΟΤΕ ανακοίνωσε ότι παρέχει άμεση βοήθεια στους κλειστοφοβικούς που εγκλωβίζονται στο ασανσέρ.


Ολόκληρο το άρθρο -του Κώστα Ντελέζου- θα το βρείτε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ και εδώ: http://www.tanea.gr/Article.aspxd=20080304&nid=7713998&sn=&spid=876

Πολύ ωραία. Έξοχα. Λαμπρά – για σας βεβαίως. Ας δούμε πως παρέχει τη βοήθεια ο ΟΤΕ: Δίνει (σε όσους συνδρομητές το ζητήσουν) ένα ειδικό τηλέφωνο με σύστημα ανοικτής ακρόασης, μέσω του οποίου γίνεται η επικοινωνία και η ψυχολογική στήριξη όταν ο συνδρομητής παγιδευτεί – και πατήσει το ειδικό κουμπί της συσκευής. Παράλληλα, ειδοποιείται η Πυροσβεστική για να τον απεγκλωβίσει. Υπάρχει ακόμα η δυνατότητα σύνδεσης με το ΕΚΑΒ, την Αστυνομία, τα συγγενικά πρόσωπα κ.λπ. Το όλο σύστημα εντάσσεται στο πρόγραμμα OTEalert.

Ευτυχώς, η κλειστοφοβία δεν μου έχει κάνει προσωπική επίσκεψη ποτέ. (Κι όμως, είναι τόσο απλό: έρχεται σε ανύποπτο χρόνο και σου λέει, έβγα έξω να τα πούμε, μην κλείνεσαι άλλο μέσα!) Όμως, σύμφωνα με το άρθρο έχει ήδη επισκεφτεί ένα διόλου ευκαταφρόνητο 5% του πληθυσμού μας, ενώ το 15% αισθάνεται δυσφορία στους κλειστούς χώρους.

Δεν θέλω καν να φανταστώ πως θα αισθάνεται το 5-15% των κλειστοφοβικών κωφών που συνεπαγόμενα υπάρχουν. Αν μάλιστα δεν έχει σήμα το κινητό, για να στείλουν ένα SMS, τότε την κάτσανε τη βάρκα.

Αυτό το περί βάρκας το σκέφτομαι κι εγώ σε περιπτώσεις όπου, γενικότερα, είναι ανάγκη και δεν μπορώ για κάποιο λόγο να στείλω το SOS, συγγνώμη, το SMS θέλω να πω (και δεν θέλω ούτε να θυμάμαι πως ζούσα –ως τα 25 μου! – χωρίς κινητό).

Σκέψου, λέει, να γίνει σεισμός, και να είσαι κωφός θαμμένος στα ερείπια, να είναι τα σωστικά συνεργεία πάνω από το κεφάλι σου σχεδόν, κι εσύ να μην μπορείς να τους καθοδηγήσεις γιατί δεν ακούς τι σου λένε.

Ή να είσαι μόνος, να έχεις πάθει ατύχημα και να μην μπορείς να πάρεις το ΕΚΑΒ. Πιο καλά, τουλάχιστον, να είσαι ναυαγός στο πέλαγος και να είναι νύχτα: εκεί θα δεις τα φώτα από τα ελικόπτερα και τις βάρκες που θα σε ψάχνουν (εκεί, πραγματικά, δεν θα την έχεις κάτσει και τόσο τη βάρκα!)

Βέβαια, ναι, μας έχουν δώσει κάποια νούμερα και σε μας, για να ειδοποιούμε μέσω SMS. Νομίζω λειτουργεί το 100 για την αστυνομία, το 199 για την πυροσβεστική και το 166 για πρώτες βοήθειες, και δωρεάν μάλιστα για όσους (όχι μόνο κωφούς) στείλουν SMS για βοήθεια.

Νομίζω – δεν το δοκίμασα ποτέ στην πράξη κιόλας. Διότι βέβαια, αν είσαι γυναίκα και σε κυνηγάει ένας επίδοξος βιαστής σε ένα σκοτεινό δρόμο τη νύχτα, θα του πεις: "Μισό λεπτό ρε φίλε, στέλνω ένα SMS και τα λέμε”. Ή όταν μπει κλέφτης στο σπίτι σου, θα έχεις όλη την άνεση να στείλεις το μηνυματάκι σου πρώτα. Ή, αν έχεις λιποθυμικές τάσεις, θα προλάβεις, προτού πέσεις, να ειδοποιήσεις με SMS το ΕΚΑΒ. Κι αν πιάσει φωτιά το σπίτι, θα μπεις οπωσδήποτε μέσα για να σώσεις το κινητό – αλλιώς πως στην ευχή (εσύ ο κουφός) θα στείλεις το μηνυματάκι στην Πυροσβεστική να έρθει;

Μ’ αυτά και με άλλα, εγώ πάντως το αποφάσισα: επειδή συχνά είμαι μόνη στο σπίτι και μπορεί να τύχει κάτι, ειδικά Χριστούγεννα, Πάσχα και 15αύγουστο που αδειάζει η Αθήνα, κι επειδή τα σήματα καπνού πάλι δεν βολεύουν – μην πιάσει και καμία φωτιά το σπίτι και τρέχουμε να σώσουμε το κινητό, χώρια που έκοψα επιτέλους το κάπνισμα και που να μπαίνω σε πειρασμό – η καλύτερη λύση είναι τα περιστεράκια.

Μάλιστα, θα εκθρέψω νέα γενιά ταχυδρομικών περιστεριών, για να στέλνουν τα μηνύματά μου με ακρίβεια και ασφάλεια αν τυχόν μου συμβεί κάτι.

Όσο για τους κλειστοφοβικούς κωφούς: ας πηγαίνουν από τις σκάλες, βρε αδερφέ. Κι αν τύχει κάποιοι και είναι κλειστοφοβικοί κωφοί με κινητικά προβλήματα; Ε, εσείς φίλοι μου, λυπάμαι, αλλά τώρα είναι που την κάτσατε τη βάρκα. Εντελώς όμως. Θέλετε μήπως ένα περιστέρι;




ΥΓ: Όλα τα παραπάνω τα αναθεωρώ αμέσως αν με βεβαιώσει κάποιος ότι δεν χρειάζεται να μιλήσει καθόλου ο συνδρομητής για να ενεργοποιηθεί το σύστημα OTEalert, αλλά αρκεί να πατήσει το κόκκινο κουμπί στο ειδικό τηλέφωνο. Αλλά πώς να το μάθω; Η ιστοσελίδα του ΟΤΕ -που την κοίταξα- δεν με διαφώτισε πάνω σε αυτό και η μόνη άλλη εναλλακτική μου είναι να τηλεφωνήσω στο 134 για πληροφορίες...

Σάββατο 1 Μαρτίου 2008

ΙΣΤΟΡΙΑ 6: ΠΩΣ ΕΧΑΣΑ ΤΗΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΝΑ ΚΑΝΩ ΚΑΡΙΕΡΑ ΣΤΟ FBI

Εχθές το βράδυ αργά έβλεπα στο STAR την πολύ γνωστή ξένη σειρά: “Νόμος και Τάξη”, που πιθανόν να έχετε δει και πολλοί από σας.

Σε ένα σημείο της πλοκής παρουσίαζαν έναν προγραμματιστή computer ο οποίος ήταν ύποπτος για ένα φόνο. Μα δεν είναι αυτό το θέμα μας, βέβαια. Το θέμα είναι το πρόγραμμα πάνω στο οποίο δούλευε ο προγραμματιστής: Επρόκειτο για ένα πρόγραμμα που απευθύνονταν σε κωφά παιδιά, και έδειχνε τις κινήσεις ενός στόματος σε μεγέθυνση στον υπολογιστή, ενώ παράλληλα με τη βοήθεια ενός βιβλίου τα παιδιά μάθαιναν να αποκωδικοποιούν τις κινήσεις, δηλαδή να διαβάζουν τα χείλη!

Η σκηνή φυσικά με εντυπωσίασε, ειδικά επειδή μας έδειχνε με λεπτομέρειες τόσο το πρόγραμμα, όσο και το βιβλίο που διάβαζαν τα παιδιά. Συμπέρανα λοιπόν πως δεν μπορεί να βγήκε από τη φαντασία των σεναριογράφων, αλλά ότι προφανώς το πρόγραμμα και το βιβλίο είναι υπαρκτά, έστω και σε πειραματικό στάδιο, στην Αμερική.

Το όλο εγχείρημα είναι εντυπωσιακό για μένα, ειδικά επειδή εγώ έμαθα τη χειλεοανάγνωση από μόνη μου, και δεν μπορώ καν να περιγράψω πως το κάνω – είναι μια αυθόρμητη επεξεργασία πληροφοριών που κάνει ο εγκέφαλός μου. Σε ένα από τα επόμενα ποστ θα επιχειρήσω να εξηγήσω πως θεωρείται ότι γίνεται αυτή η διαδικασία, με βάση τα όσα έχω διαβάσει (μοιάζει κάπως σαν να παίζεις το παιδικό παιχνίδι κρεμάλα και να προσπαθείς να συμπληρώνεις τα κενά της κάθε λέξης στο μυαλό σου).

Αλλά και όσα άλλα παιδιά έχω γνωρίσει και που είναι σαν κι εμένα (κωφοί χειλεοαναγνώστες δηλαδή) έχουν επίσης μάθει από μόνα τους τη χειλεοανάγνωση.

Εάν υπάρχει η δυνατότητα –και αν κρίνω από τα όσα είπαν στη σειρά εχθές, προφανώς υπάρχει ήδη– το διάβασμα των χειλιών να μαθαίνεται και να διδάσκεται από γενιά σε γενιά, αυτό σημαίνει ότι ανοίγονται νέοι ορίζοντες στην επικοινωνία όσων κωφών δεν τα καταφέρνουν καλά με τη χειλεοανάγνωση.

Είτε γιατί είναι προγλωσσικοί κωφοί και άρα εστίασαν στη νοηματική γλώσσα και όχι στο διάβασμα των χειλιών, είτε γιατί για διάφορους λόγους έχουν αποθαρρυνθεί και δεν εξασκούνται όσο πρέπει στην προφορική επικοινωνία. Γιατί βέβαια, όσο πιο πολύ εξασκείς κάτι, τόσο καλύτερα μπορείς να το πετύχεις, και από τον κανόνα δεν εξαιρείται η χειλεοανάγνωση.

Τι σχέση έχουν όμως όλα τα παραπάνω με το FBI και την καριέρα που εγώ προσωπικά (λέμε τώρα) θα μπορούσα να είχα;

Πέραν του ότι και στη χθεσινή σειρά οι πρωταγωνιστές ήταν αστυνομικοί (αλλά δεν πρόσεξα αν ήταν στο FBI κιόλας), όσοι από σας έχετε δει το “Καζίνο” του Σκορτσέζε –που έπαιζε και η Σάρον Στόουν και πήρε και Όσκαρ, αν θυμάμαι καλά- ίσως να έχετε προσέξει μια ανάλογη σκηνή.

Συγκεκριμένα, σε κάποια σκηνή του έργου αναφέρεται ότι έχουν βάλει κάμερες για να παρακολουθήσουν τη Στόουν, αλλά επειδή δεν μπόρεσαν να βάλουν και “κοριό” στο δωμάτιο, είχαν μόνο το οπτικό υλικό και δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι λέει.

Και τότε ακριβώς αναφέρουν ότι προσέλαβαν εξειδικευμένους χειλεοαναγνώστες (!) με πολύ καλό μισθό για να μπορέσουν να καταλάβουν τι έλεγε η Στόουν. Το έργο θυμάμαι το είχα δει πριν από καμία 15ριά χρόνια στο σινεμά πρώτη φορά με παρέα, και φυσικά δεν απέφυγα την καζούρα της παρέας, που κράτησε για μέρες.

Όπως καταλαβαίνετε, ο μόνος λόγος που …έχασα (!) τη δουλειά στο FBI είναι ότι η μητρική μου γλώσσα δεν είναι τα Αγγλικά. Παρόλο που γνωρίζω πολύ καλά να διαβάζω και να γράφω Αγγλικά, δυσκολεύομαι πολύ στη χειλεοανάγνωση σε αυτή τη γλώσσα – ακριβώς επειδή δεν το εξασκώ καθημερινά, όπως τα Ελληνικά.

Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι για ιδεολογικούς λόγους δεν θα μπορούσα να δουλεύω ούτε στο FBI ούτε στην ΕΥΠ ούτε σε καμία τηλεοπτική εκπομπή που βάζει κρυφές κάμερες ή σε κάτι ανάλογο (γι’ αυτό μην χαίρεστε εσείς εκεί στις εκπομπές, σας πληροφορώ εκ των προτέρων ότι αρνούμαι τις όποιες προτάσεις σας – σας βλέπω, έτοιμοι είστε κιόλας, με την κάμερα στο χέρι, χα!)

Εκεί όμως που μπορεί και να δεχόμουν (μετά σκέψεως φυσικά!) τη δουλειά, αν ήμουν γαλλόφωνη και ιταλόφωνη, ήταν τότε στο Μουντιάλ, που αποβλήθηκε ο Ζιντάν, θυμάστε; Όπου και πάλι προσέλαβαν χειλεοαναγνώστες για να δουν το βίντεο και να βρουν τι ακριβώς είχε πει ο Ζιντάν στον Ματεράτσι και τούμπαλιν (αν τα γράφω σωστά τα ονόματα) και πλακώθηκαν.

Ε, ρε μάνα και πατέρα, που με κάνατε ελληνόφωνη, τι διεθνείς καριέρες μου στερήσατε, να ξέρατε μόνο!