Παρασκευή 7 Μαρτίου 2008

ΙΣΤΟΡΙΑ 8: ΟΤΑΝ ΑΠΕΡΓΕΙ Η ΔΕΗ ΑΣ ΑΝΑΨΟΥΜΕ ΚΕΡΙ ΓΙΑΤΙ ΕΙΜΑΙ ΠΙΟ ΚΟΥΦΗ

Αυτές τις μέρες με τη διακοπή ρεύματος σκέφτηκα να σας γράψω πόσο μας δυσκολεύει εμάς τους κουφούς το σκοτάδι.

Δηλαδή, δεν το σκέφτηκα μόνη μου, μου το πρότεινε η φίλη μου η Sadahzinia, η οποία κατεβάζει ιδέες στο πιτς-φυτίλι. (Για να καταλάβετε, άμα κοπεί το ρεύμα, η Γιολάντα έχει ήδη βρει το φυτίλι και το έχει ανάψει, ενώ οι άλλοι ακόμα το σκέφτονται!)

Όπως σας έχω ήδη αναφέρει, για να μπορέσω να διαβάσω σωστά τα χείλη των άλλων πρέπει να υπάρχει όσο το δυνατόν περισσότερο φως. Φήμες λένε ότι αυτό εννοούσε τελικά ο Γκαίτε όταν είπε κατά τα τελευταία του λόγια: “φως, περισσότερο φως”, δυστυχώς όμως παραμένουν ανεξακρίβωτες.

Αυτός είναι και ένας λόγος που γενικά αποφεύγω τις βραδινές εξόδους με παρέα, ειδικά σε ύποπτα, κακόφημα και μισοφωτισμένα μέρη. Όταν με καλούν για φαγητό το βράδυ, το αποδέχομαι ευχάριστα, όταν όμως η πρόσκληση είναι για ποτό σε μπαράκι, εμφανίζω ένα άλφα βαθμό δυσκολίας για να την αποδεκτώ. Έχω δηλαδή το φόβο του σκοταδιού σε μια εντελώς άλλη, όχι αρχέγονη, αλλά απολύτως λογική μορφή.

Νεότερη, δεν μπόρεσα να χαρώ μπιτς πάρτυ, κάμπινγκ παραθαλάσσια, κατασκηνώσεις και άλλες τέτοιες ομαδικές νυχτερινές εξορμήσεις.
Όχι πως δεν έβγαινα και καθόλου το βράδυ παλαιότερα. Μέσα σε ένα κλαμπ με δυνατή μουσική έχω μάλλον πλεονέκτημα σε σχέση με τους ακούοντες: Αν το φως είναι αρκετό, μπορώ να διαβάσω άνετα τα χείλη, χωρίς να με εμποδίζει η εκκωφαντική –για σας- μουσική.

Στην πραγματικότητα, όταν έβγαινα, ως φοιτήτρια, με μεγάλη παρέα, κατέληγα να είμαι εγώ εκείνη στην οποία οι συμφοιτήτριες εξομολογούνταν όλες τις αισθηματικές και άλλες ανησυχίες τους, αφού εγώ τις καταλάβαινα μια χαρά – πλην, με τον θόρυβο δεν μπορούσαν να τις καταλάβουν οι άλλοι.

Στις στιγμές του φλερτ πάλι, όταν είσαι σε ένα μέρος με δυνατή μουσική και χορεύεις, όλο και κάπως θα μπορέσεις να φλερτάρεις με τη γλώσσα του σώματος. Βέβαια, αν ρωτήσετε τον άντρα μου, σίγουρα θα έχει να σας πει διασκεδαστικές (τώρα πια, τότε δεν ήταν!) ιστορίες από τις στιγμές που τον έστηνα κυριολεκτικά κάτω από τον προβολέα στα πρώτα ραντεβού, για να μπορέσουμε να μιλήσουμε.

Ακόμα χειρότερες ήταν οι στιγμές που προσπαθούσα να μιλήσω με 4-5 άτομα σε μια παρέα, κι έπρεπε να λειτουργώ σαν σκηνοθέτης, ελέγχοντας πάντα το φωτισμό προτού καθίσουμε στο τραπέζι, και αναγκάζοντας τους πάντες να σηκωθούν και να μετακινηθούν πέρα-δώθε, μέχρι να είναι όσο το δυνατόν πιο ικανοποιητική η θέση τους ως προς το όποιο φως.

Παρόλα αυτά, υπάρχουν ακόμα φορές που την πατάω. Η Γητεύτρια σίγουρα θα θυμάται το βράδυ που είχαμε βγει στο Φάληρο, κι ενώ τις ώρες του απογευματινού καφέ είμαι λαλίστατη (θα σας το βεβαιώσει!) εκείνο το βράδυ ήμουν ασυνήθιστα σιωπηλή. Όχι, δεν ήμουν αφηρημένη, δεν είχα κάποιο πονοκέφαλο ή κάτι παρόμοιο. Απλώς, βρέθηκα σε μέρος χωρίς φως και ήμουν πιο κουφή απ’ ό,τι συνήθως.

Άλλο ένα βράδυ πάλι την πάτησα στο Σκίπερ στο Καλαμάκι (μέναμε Καλαμάκι τότε), αν και εκεί έχω πάει άπειρες φορές. Εκείνο το βράδυ όμως –ήταν πέρσι τον Ιούλιο- είχαν σβήσει όλα τα φώτα για να είναι και καλά πιο ρομαντικά και είχαμε μείνει με κάτι αδύναμα κεράκια. (Αδύναμα τα κεράκια, αδύναμα και τ' αυτάκια, ήρθε κι έδεσε το πράγμα!)

Αυτά σκέφτομαι και αυτές τις μέρες, που η απεργία στη ΔΕΗ μας καθηλώνει με δίωρες και τρίωρες διακοπές ρεύματος. Διότι, πώς να περάσει την ώρα ένας κουφός τη νύχτα, όταν δεν έχει ρεύμα;

Θα μου πείτε, ποιήτρια δεν είσαι; Γράψε κάτι για τα κεριά, όπως ο Καβάφης και ο Λαπαθιώτης. Α! ο Λαπαθιώτης μπορούσε κι έγραφε:

Μονάχη η φλόγα του κεριού μου
κι απέναντί μου στο τραπέζι
θαρρείς το τέλος της προσμένει.
Λίγες στιγμές έχει να ζήσει
και μες τη νύχτα τρεμοπαίζει
σαν μια ψυχούλα φοβισμένη.

Και αυτό το έγραφε σε 150 παραλλαγές (όλες υπέροχες), που διαβάζονται και σήμερα με ευχαρίστηση. Οι νύχτες όμως του Λαπαθιώτη ήταν πάντα έτσι, με κεριά και φεγγάρι, χωρίς τηλεόραση, χωρίς ίντερνετ, χωρίς τηλέφωνο, χωρίς παιχνίδια στο κινητό. Δεν είναι δηλαδή να απορείς που όταν μπούχτιζε να γράφει για φεγγάρια και να παίζει στο πιάνο, σηκωνόταν και πήγαινε στα πάρκα της περιοχής. (Ήμουν μόνος, μια νύχτα σ’ ένα πάρκο, Δεκέμβρης μήνας, η ώρα θα ‘ταν μια…)

Εγώ όμως ζω στο 2008 και είμαι απολύτως εθισμένη στο ίντερνετ και στο κινητό – η τηλεόραση δεν με τραβάει, εκτός των άλλων και γιατί συνήθως δεν την καταλαβαίνω, αν δεν έχει υποτίτλους το πρόγραμμα δηλαδή.

Τώρα με τις διακοπές ρεύματος λοιπόν, μου έμεναν οι εξής εναλλακτικές: Να κοιμηθώ, να στείλω SMS από το κινητό, να παίξω παιχνίδια στο κινητό, ευχόμενη να μην τελειώσει η μπατταρία ή και να διαβάσω στο μισοσκόταδο – bad choice!

Ούτε τηλέφωνο, ούτε ραδιόφωνο, ούτε πολλές κουβέντες. Επίσης, μπορούσα να γράψω κανένα ποίημα, αλλά τι να πεις γι’ αυτά μετά τον Λαπαθιώτη; Ή μετά την Αρλέττα, που τα έχει πει όλα με ένα τραγούδι της, κι επειδή είναι στο νοσοκομείο όπως μαθαίνω, θέλω να κλείσω (με τις ευχές μου για καλή ανάρρωση) τη σημερινή μου ιστορία με αυτό το τραγούδι, του οποίου μου αρέσουν πολύ οι στίχοι:

Φτερά δεν έχω να σου δώσω
ούτε στεφάνι από άγριες μέντες
Μα πάλι, θα σ’ ελευθερώσω
από τις άχρηστες κουβέντες.

Σώπα, αφουγκράσου τη γαλήνη,
σώπα, αφουγκράσου τη σιωπή…

8 σχόλια:

tsiailisworld είπε...

χαίρεται, θα σε διαβάζω, μου άρεσε το ύφος κι η πένα σου!

An-Lu είπε...

Προτείνω να κάνεις στοκ από κεριά και αναπτήρες σε όλα τα δωμάτια του σπιτιού σου!

Meropi είπε...

Γεια σου Σοφία μου καλή,
τι ωραία τα γράφεις κορίτσι μου. Αντίθετα με σας, οι τυφλοί δεν πολυνοιάζονται τώρα που κόβεται το ρεύμα. Είχα δει κάποτε και ένα θεατρικό έργο σχετικό με τυφλή στο σκοτάδι που εξουδετέρωσε τον υποψήφιο δολοφόνο της.
Καλό σου απόγευμα

μαριάννα είπε...

Τί πανέμορφη ανάρτηση είναι η σημερινή Σοφία μου! Συνδύασες, την δροσερή σου αφήγηση με την ποίηση και την απόγνωση που δημιουργεί μια διακοπή ρεύματος, που έτσι κι αλλιώς είναι οδυνηρή για όλους, πόσο μάλλον...
Είναι όλα αυτά πολύ χρήσιμα που γράφεις για να ξέρουμε πού θα κανονίσουμε έξοδο την επόμενη φορά! :)

Ανώνυμος είπε...

Πράγματι έτσι είναι στο κόσμο των κωφών, ΑΚΡΙΒΩΣ όπως τα λες π.χ. δυσκολευόμουν πολύ στα Μπιτς πάρτι και αναγκαζόμουν να έχω μαζί μου αναπτήρα η ένα μικρο φακό ώστε να επικοινωνήσω με τους άλλους φιλους/ες κλπ ...

Να πω την αλήθεια, δεν φοβάμαι στο σκοτάδι ειδικά σε σπίτι, εκείνο που φοβόμουν είναι τα μπλακ άουτ στα σαπιοκάραβα που δούλευα παλια ως λιπαντής δλδ κανείς την βάρδια σου μια χαρά και ξαφνικά πέφτει η ηλεκτρομηχανή σε μπλακ αουτ κλείνουν όλα σε φάση ησυχίας μέσα στα αγρία κύματα να παλεύουν με το βαπόρι, να πιάνεσαι από τα σιδερά για ισορροπία (εδώ μεγαλώνει η πιθανότητα βύθισης) ψιθυρουσα μέσα μου:

Ελα παναγία να βάλεις το χέρι σου, σωστέ μας ...

Είχαμε άγιο πολλές φορές μαζί μας ενώ οι άλλοι που χάθηκαν στα πέλαγα τι να τους πεις ...

Ας τους αναπαύσει η ψύχη τους ...


Πολλα φιλιά Σοφί μου ...


Μ.Β.

mamma είπε...

Επειδή έχω αρκετή μυωπία και αστιγματισμό, όταν δε φοράω τα γυαλιά μου, λέω στο συνομιλητή μου "μίλα πιο δυνατά γιατί δε φοράω τα γιαλιά οπότε δεν σε ακούω καλά". Οι περισσότεροι με κοιτούν με απορία. Αναρωτιέμαι, μόνο εγώ ακούω ΚΑΙ με τα μάτια μου;
Πολύ ενημερωτικό το πόστ σου!
Καλό τριήμερο σου εύχομαι

Ανώνυμος είπε...

Μόλις είδα το μπλογκ σου!!!
Να σου πω την αλήθεια δεν ήξερα οτι η κώφωση έχει σχέση με τον φωτισμό...σίγουρα όμως τώρα με τις πολλές διακοπές ρεύματος, ένα σεξάκι θα μπορείς να το κάνεις ελλείψει άλλων δραστηριοτήτων...κι εκεί δεν χρειάζεται να διαβάζεις τα χείλη αχαχαχαχαχαχ!
Φιλιά πολλά και πάλι χρόνια πολλά για τα γενέθλιά σου!!!
Κική

X*tna είπε...

Το σχόλιο της mamma με έκανε να συνειδητοποιήσω πόσο είναι εξαρτημένη και η δική μου ακοή από την όραση. Έχω αρκετή μυωπία και δυσκολεύομαι αρκετά να καταλάβω το συνομιλητή μου αν δε φοράω γυαλιά, πράγμα που σημαίνει ότι και εγώ διαβάζω τα χείλια ή την έκφραση του προσώπου για να καταλάβω καλύτερα. Μάλιστα το πιο περίεργο που κάνω, είναι ότι όταν χτυπάει το τηλέφωνο το πρωί, πρώτα φοράω τα γυαλιά μου και μετά απαντάω, γιατί νομίζω ότι έτσι ακούω καλύτερα!
Όσο για τα σκηνικά με φλερτ σε κλαμπ, μια φορά μου είχε τύχει να πλησιάσουν εμένα και τη φίλη μου δύο παιδιά. Όπως συνηθίζεται, πηγαίναμε να μιλήσουμε στο αυτί τους για να μας ακούσουν καλύτερα μέσα στο θόρυβο. Τότε μας εξήγησαν ότι πρέπει να βλέπουν τα πρόσωπά μας γιατί δεν άκουγαν. Ήταν πολύ ξεκούραστο επιτέλους να μιλάω με κάποιον σε μπαρ χωρίς να γδέρνω τις φωνητικές μου χορδές!