Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2008

ΙΣΤΟΡΙΑ 24: Η ΦΟΥΛΑ ΦΟΥΛΑ ΚΑΙ Η ΕΠΙΤΡΟΠΟΥΛΑ (ΜΕΡΟΣ Α)



Σας είχα υποσχεθεί μια ιστορία με επιτροπές πριν από λίγο καιρό, αλλά η χώρα μας είναι μια μυθική, μαγευτική χώρα, όπου αν προσέξετε καλά θα δείτε ότι ποτέ δεν συμβαίνουν ιστορίες, μόνο παραμύθια, στα οποία κάθε ομοιότητα με πρόσωπα και πράγματα είναι συμπτωματική.

Και τώρα που το δηλώσαμε και το ξεκαθαρίσαμε αυτό, ας αρχίσουμε, λοιπόν, το παραμυθάκι μας. Μια φορά κι ένα καιρό (μεταξύ μας, έναν κακό καιρό ή τον κακό μας τον καιρό, αλλά αυτό ας μη βγει παραέξω) ήταν ένα κοριτσάκι που το λέγανε Σοφούλα ή χαιδευτικά Φούλα. Το κοριτσάκι αυτό έναν καιρό (κακό καιρό, ασφαλώς! ) και μια φορά έχανε την ακοή του, ώσπου την έχασε εντελώς, και τότε το έλεγαν: Σοφούλα Κουφούλα, και χαιδευτικά Φούλα Φούλα.

Η Φούλα Φούλα ζούσε όπως όλα τα κοριτσάκια, εκτός από λίγες εξαιρέσεις: δεν μπορούσε να μιλήσει με τις φιλενάδες της στο τηλέφωνο, δεν άκουγε μουσική (αλλά πήγαινε στα κλαμπ όπου της άρεσε να χορεύει, στον ρυθμό που της υπαγόρευε η δόνηση που ένιωθε από τα μπάσα στο σώμα της), και απέφευγε το σκοτάδι, όχι λόγω του προαιώνιου φόβου του σκότους, που έχουν ακόμα αρκετοί άνθρωποι, αλλά γιατί την εμπόδιζε στην επικοινωνία.

Ο καιρός περνούσε ήρεμα στην μικρή της πόλη, μέχρις ότου, ξαφνικά ένα πρωινό, της σφηνώθηκε μια παράλογη ιδέα: Σκέφτηκε πως, σύμφωνα με τους νόμους, είναι άτομο με ειδικές ανάγκες (ΑμεΑ), γεγονός που, και να ήθελε η ίδια να το ξεχάσει, της το υπενθύμιζαν κάθε τόσο κάποιοι άλλοι (συνήθως μια φορά στα 4 χρόνια, λίγο πριν ψηφίσει), λέγοντας: “Φούλα, είσαι ΑμεΑ, είσαι ευνοημένη, ξέρεις πόσοι νόμοι και διατάξεις υπάρχουν που μπορούν να σε βοηθήσουν; Και ΝΑ οι εκπτώσεις στους λογαριασμούς και στην Εφορία, και ΝΑ τα επιδόματα, και ΝΑ οι θέσεις στο δημόσιο και ΝΑ τα περίπτερα και ΝΑ οι άδειες ταξί, και ΝΑ τα γιοφύρια, και ΝΑ τα ποτάμια, όλα για πάρτη σου, ζωή χαρισάμενη θα περνάς ρε συ Φούλα”.

“Συμφορούλα” καταλάβαινε (ως συνήθως άλλα αντ’ άλλων) εκείνη, αλλά απέφευγε να το σχολιάσει.

Μια και δυο λοιπόν, αποφάσισε μια μέρα να πάει να σκοτώσει το δράκο και να βρει το αθάνατο νερό…ή κάτι παρόμοιο τέλος πάντων, δηλαδή να πάει να πάρει ένα χαρτί που να πιστοποιεί ότι είναι Φούλα-Κουφούλα και με τη Βούλα.

Δράκος δεν υπήρχε στο παραμύθι, υπήρχε όμως η Δράκο-Επιτροπή. Η Επιτροπούλα. Για την ακρίβεια, κάθε φορά που ήθελε να διεκδικήσει κάτι, έπρεπε να περάσει και από διαφορετική επιτροπή. Για παράδειγμα, ήθελε να βγάλει δίπλωμα οδήγησης; Πάρε μια επιτροπή Φούλα μου, να πορεύεσαι…Ηθελε να διεκδικήσει κάποια έκπτωση στην εφορία; Πάρε μια επιτροπή νούμερο 2 στο άλλο άκρο της (όχι και τόσο μικρής, τελικά) πόλης…Ηθελε να βγάλει κάρτα μετακίνησης για τα λεωφορεία, που λέει ο νόμος ότι την παίρνει δωρεάν; Επιτροπή νούμερο 3 και ούτω καθεξής, μέχρι να της κάτσουν τα νούμερα και να πιάσει το τζόκερ.

Το γεγονός ότι η κώφωση που οφείλεται σε βλάβη του ακουστικού νεύρου είναι μη αναστρέψιμη εδώ και χιλιάδες χρόνια, για τις Επιτροπούλες είναι μάλλον ψιλοαδιάφορο. Οπως ζητούν από ακρωτηριασμένους να προσέρχονται κάθε τόσο στις επιτροπές για να διαβεβαιώνουν ότι δεν ξαναφύτρωσε το πόδι ή το χέρι τους, εν τω μεταξύ, έτσι ακριβώς ζητούν και από τους κωφούς να ξαναβγάζουν κάθε φορά νέα χαρτιά, μην τυχόν και γίνει κανένα θαύμα και ξανακούσει κανένας μας, ώστε να σπεύσουμε όλοι στις εκκλησίες ή στα κανάλια, ανάλογα που πιστεύει ο καθείς.

Αλλά ας επιστρέψουμε στην χαριτωμένη ιστορία, συγγνώμην, εννοώ στο παραμύθι, της Φούλας μας εις την χώρα των επιτροπών. Πήγε λοιπόν η Φουλίτσα σε μια ακόμα επιτροπή, για ένα ακόμα ζήτημα, και κατά σατανική σύμπτωση τα μέλη της επιτροπής ήταν ακριβώς τα ίδια με εκείνα που είχαν αποφανθεί (γραπτώς) και άλλοτε ότι η Φούλα είναι Κουφούλα και με τη Βούλα.

Χάρηκε η Φούλα σαν τους είδε. Νόμιζε (η αφελής) ότι με τα ίδια ακριβώς χαρτιά, από το ίδιο ακριβώς κρατικό νοσοκομείο και με τα ίδια μέλη επιτροπής θα ήταν ζήτημα μερικών λεπτών να ξεμπερδέψει με την τυπική, όπως πίστεψε, σφραγίδα.

Αλλά, τι παραμύθι θα ήταν το παραμύθι μας, χωρίς δράκο και χωρίς ανατροπές; Ξενέρωτο και βαρετό, σωστά; Η Επιτροπούλα μας, λοιπόν, μελέτησε μια τα χαρτιά και μια τη Φούλα, και άρχισε τις ερωτήσεις: “Eίσαι εντελώς Κουφούλα; Δεν ακούς καθόλου;”

Εμβρόντητη η Φούλα. “E, αυτό ακριβώς δεν λένε τα χαρτιά μου Κυρία Επιτροπούλα; Τα οποία, εντελώς παρεμπιπτόντως, είναι τα ίδια χαρτιά με παλαιότερα, αλλά κι εσείς τυγχάνει να είστε η ίδια Επιτροπούλα, που έχει υπογράψει με σφραγίδες εδώ-να; ”

“Δεν με νοιάζει τι λένε τα χαρτιά εδώ-να, αγαπητή Φούλα, εγώ εδώ και τώρα σε βλέπω μια χαρά και δεν μου φαίνεσαι και τόσο Κουφούλα, αφού μιλάς και καταλαβαίνεις! “

(Στο σημείο αυτό η Φούλα Φούλα αναρωτήθηκε σοβαρά αν κατάπιε κανένα περίεργο μανιτάρι το περασμένο βράδυ – γαμώτο, δεν έπρεπε να φάω τα μανιτάρια αλά κρεμ, σκέφτηκε. Τώρα πάει, είμαι στη χώρα των θαυμάτων και έχω σίγουρα μπροστά μου τη Ντάμα Κούπα, δεν εξηγείται αλλιώς.)

“Καλή μου Επιτροπούλα”, ψέλλισε, “σύμφωνα με τον Διευθυντή ΩΡΛ του Τάδε νοσοκομείου, μετά από εξέταση στα ειδικά μηχανήματα, είμαι πολύ σίγουρα και απολύτως Κουφούλα – εσείς, αν επιτρέπεται, είστε ΩΡΛ, έχετε μηχανήματα ή μήπως τελικά είστε η Ντάμα Κούπα;

“Εμείς δεν είμαστε ΩΡΛ, είμαστε γιατροί άλλων ειδικοτήτων και…διοικητικοί υπάλληλοι, ούτε έχουμε μηχανήματα, γι’ αυτό, παρά τη μέγιστη ασέβειά σου, πλάσμα αναιδές, Φούλα Τρούλα (εκ του ψευτρούλα) θα σου δώσουμε το πλεονέκτημα της αμφιβολίας, και θα δεκτούμε ότι είσαι Κουφούλα και ουχί Ψευτρούλα μόνο αν πας σε δική μας Επιτροπή ΩΡΛ, να σε εξετάσει πάλι, και για το σκοπό αυτό σου κλείσαμε ραντεβού αύριο κιόλας, ώστε να περάσεις από τον Ορό της Αλήθ….συγγνώμη, εννοούμε τα προκλητά δυναμικά, που θα δείξουν πέραν πάσης αμφιβολίας αν ακούς ή όχι”.

“Kαλή μου Επιτροπούλα, τα έχω κάνει πρόπερσι τα προκλητά δυναμικά, να εδώ τα έχω, θέλετε να τα δείτε μήπως; Είναι επίσημα, από δημόσιο νοσοκομείο, με υπογραφές και σφραγίδες και πρωτοκολλημένα, ξέρετε. “ “ΟΧΙ ! Δεν θέλουμε τα δικά σου προκλητά δυναμικά, θέλουμε τα δικά μας, αυτά που θα κάνεις αύριο”.

Τι να έλεγε κατόπιν αυτών η Φούλα Φούλα; Εσκυψε (για μια ακόμα φορά) το κεφάλι απέναντι στον παραλογισμό και απάντησε ταπεινά: “Όπως θέλετε, Επιτροπούλα, θα τα πούμε αύριο”. Κι έπειτα βγήκε από την αίθουσα προσεκτικά, κάνοντας τρεις υποκλίσεις και δυο τεμενάδες ως τα πατώματα, και βγήκε κλείνοντας την πόρτα πίσω της, ελπίζοντας πραγματικά να την είχε κλείσει αθόρυβα για να μην τσαντίσει την Ντάμα Κούπα Επιτροπούλα.


Στο επόμενο επεισόδιο: Το μυστήριο απαιτεί λύση και η αγωνία κορυφώνεται:

- τι θα δείξουν τα προκλητά δυναμικά; (και τι εστί – με το μπαρδόν- προκλητά δυναμικά; )
- η Φούλα Φούλα είναι όντως Κουφούλα και ουχί Ψευτρούλα; Πρόκειται για σατανικό σχέδιο δολοπλοκίας, μια καλοστημένη απάτη ή για μια κλασική περίπτωση δικαστικής πλάνης και ενοχοποίηση μιας αθώας, πλην τιμίας, ψυχής;
- Ποια θα είναι η τελική ετυμηγορία που θα εκδώσει η Ντάμα Κούπα Επιτροπούλα;
- Η Ντάμα Κούπα ήταν τελικά η Ντάμα Κούπα ή μήπως η Ντάμα Καρώ μεταμφιεσμένη, όπως βλέπουμε και στη φωτογραφία; (αχα, ύποπτον! Και στοιχειώδες! )
- Ποιό είδος μανιταριών χρησιμοποίησε τελικά ο μάγειρας που έφτιαξε τα μανιτάρια αλά κρεμ στο εστιατόριο; Μήπως τίποτα από όλα τα παραπάνω δεν συνέβη και επρόκειτο τελικά για κρούσμα ομαδικής παραίσθησης;



Μείνετε συντονισμένοι στο kofosi.blogspot.com όπου θα απαντηθούν σε λίγο όλα αυτά τα κρίσιμα ερωτήματα. Και πάμε σε ένα σύντομο διαφημιστικό διάλειμμα: νανανα Φούλα Φούλα, πάει με ούλα!