Εσείς θα περιμένατε να δείτε μια αλεπού στο παζάρι; Έναν τυφλό σε έκθεση ζωγραφικής; Μια κουφή σε συναυλία μήπως; Εχμ, δεν είναι και το πιο αναμενόμενο θέαμα, έτσι δεν είναι;
Όχι βέβαια ότι δεν έχει συμβεί ιστορικά. Σύμφωνα με κάποιες φήμες, τελευταία φορά που παρέστη κουφός σε συναυλία ήταν το 1824, όταν παρουσιάστηκε στο κοινό η Ενάτη του Μπετόβεν, ο δε συνθέτης ήταν πια τελείως κουφός, και χρειάστηκε μάλιστα να τον γυρίσουν προς το κοινό ώστε να αντιληφθεί τα χειροκροτήματα.
Φίλοι μου, μην ανησυχείτε – δεν την ψώνισα ακόμη σε τέτοιο βαθμό ώστε να κάνω παραλληλισμούς με τον Μπετόβεν. Κανένα παραλληλισμό εκτός από τον προφανή – της κοινής κουφαμάρας μας. Εξάλλου, εγώ δεν συνέθεσα μουσική κι ούτε είχα ποτέ (ούτε και στα μικράτα μου, που ακόμη άκουγα κάποια πράγματα) την προδιάθεση να το κάνω. Έγραφα όμως στίχους – από πάντα. Έχω αναμνήσεις από την ηλικία των τριών ή τεσσάρων, προτού ακόμη μάθω να γράφω, που όλη μέρα τραγουδούσα στιχάκια δικής μου εμπνεύσεως στην αυλή του σπιτιού, όπως κατηγορηματικά με βεβαιώνει και η μαμά μου.
Το πράγμα θα έμενε μεταξύ μας (ανάμεσα στη μαμά μου και σε μένα, άντε βία να το ψυλλιαζόταν ο πατέρας μου και ο αδερφός μου), αν δεν επέμενα μεγαλώνοντας να γράφω ποίηση η πρόζα που κανένας δεν καταλαβαίνει…όπως θα το ‘λεγε και ο Σεφέρης.
Πεπεισμένη πως ούτως ή άλλως κανείς δεν θα καταλάβαινε, έριξα τα πρώτα μου ποιήματα ως μποτίλια στο πέλαγος του διαδικτύου αρχικά και στο βιβλίο που έβγαλα πριν από λίγους μήνες (Αν-επίκαιρα ποιήματα, εκδόσεις Δαρδανός-Τυπωθήτω, 2007). Περιέργως πως, το μήνυμα στο μπουκάλι βρήκε αρκετούς αποδέκτες.
Αλλά το πιο κουφό απ’ όλα (γιατί, θα το ‘χετε πια καταλάβει, σε μένα συμβαίνουν πάντα τα πιο κουφά πράγματα) είναι ότι ένας από αυτούς τους αποδέκτες είναι ο B.D.Foxmoor των Active Member, που όχι απλώς άνοιξε το μπουκάλι και διάβασε το μήνυμα, αλλά επιπλέον διάλεξε και το πρώτο ποίημα της συλλογής, το έντυσε μουσικά, και το επέστρεψε σε ένα κοινό ακουόντων ως τραγούδι. Πρόκειται για το τραγούδι 29 από τον καινούριο του δίσκο: “Όταν οι μικρόνοοι hiphoρραγούν”, που διανέμεται αυτές τις μέρες μαζί με το περιοδικό Δίφωνο (τεύχος Μαρτίου), και (όπως είχα ξαναγράψει στο πρώτο ποστ), μπορείτε να το ακούσετε κι εδώ: http://www.poiein.gr/archives/1646/index.html
Μετά από όλα αυτά, το λιγότερο που μπορούσα να κάνω είναι να πάω κι εγώ στη χθεσινή συναυλία του B.D.Foxmoor στο Gagarin, για να τιμήσω κι εκείνον και τη Sadahzinia, με την οποία μιλούσαμε καιρό εδώ στο ίντερνετ και ήθελα πια να τη γνωρίσω από κοντά.
Εξάλλου, ήθελα κι εγώ να πάω μια φορά στη ζωή μου σε συναυλία. Είναι αλήθεια πως πέρσι το καλοκαίρι με πήγε η παρέα μας στη συναυλία του Αγγελάκα στο Διακοφτό όπου έτυχε να παραθερίζουμε εκείνες τις μέρες. Αλλά αυτό δεν πιάνεται ακριβώς, γιατί η συναυλία εκείνη έγινε σε ανοικτό χώρο, σε ένα παραθαλάσσιο μαγαζί, όπου μπορούσα να πιω το ποτό μου δίπλα στη θάλασσα μέσα…στην απόλυτη ησυχία, βλέποντας τα κυματάκια να σπάνε απαλά και αθόρυβα στην αμμουδιά, ενώ λίγα μέτρα παραπέρα κάποιοι τρελοί κοπανιόντουσαν άνευ λόγου και αιτίας – ή έτσι το έβλεπα εγώ το θέμα.
Δεν είχα φανταστεί όμως πως θα πήγαινα να δω κάποιους τρελούς ακόμη να κάνουν το ίδιο σε κλειστό χώρο, όπου σίγουρα θα βαριόμουνα και δεν θα ήξερα πώς να περάσει η ώρα, χωρίς να έχω και πολλά ερεθίσματα να μου τραβάνε την προσοχή.
Προετοιμάστηκα βέβαια όσο μπορούσα: Όπως έχω συνηθίσει να κάνω, μια και έχω παρακολουθήσει, σωστότερα παρευρεθεί, σε άπειρες παρόμοιες εκδηλώσεις, όπως διαλέξεις και συνέδρια στο πανεπιστήμιο, ποιητικές βραδιές και παρουσιάσεις επίσης, ακόμη και στο θέατρο μια φορά, και σε ελληνική ταινία στο σινεμά χωρίς υποτίτλους άλλη μία, είχα εφοδιαστεί από πριν με τα απαραίτητα.
Τα οποία απαραίτητα ήταν όλο το βιβλιαράκι με τους στίχους του B.D.Foxmoor από το άλμπουμ στη τσάντα μου, το κινητό για να παίξω κανένα παιχνίδι ή να στείλω μήνυμα να περάσει η ώρα, και επίσης η φαντασία, η περιέργεια και η υπομονή που αναγκαστικά έχω αναπτύξει.
Ξέρω πως ακούγεται παράλογο να βρίσκεται ένας κουφός άνθρωπος σε συναυλία, αλλά πάλι, δεν είμαστε εντελώς αποκλεισμένοι από τα ηχητικά ερεθίσματα όπως νομίζετε οι περισσότεροι. Πρώτα πρώτα, ακόμα και τώρα φτάνουν σε μένα κάποιοι ήχοι από τα βάθη του πουθενά, όχι βέβαια στις συχνότητες της ανθρώπινης φωνής ή τις ακόμα πιο υψηλές συχνότητες, όπως είναι οι συναγερμοί των αυτοκινήτων, όπου δεν πιάνω τίποτα, δεν πάει να χαλάει ο κόσμος.
Εδώ πρέπει να πω ότι αισθάνομαι και πολύ τυχερή που δεν ζω στον πόλεμο για να “ουρλιάζουν οι σειρήνες”, έτσι το έχω δει σε όλα τα βιβλία, “ούρλιαζαν οι σειρήνες να μπούμε στο καταφύγιο” και σκέφτομαι πως σε μια τέτοια εποχή θα πήγαινα σούμπιτη με τον πρώτο βομβαρδισμό, γιατί οι μόνες Σειρήνες που έχω ακούσει να ουρλιάζουν είναι εκείνες του Οδυσσέα, στη χώρα της φαντασίας μου όπως πάντα.
Αντιλαμβάνομαι όμως τα μπάσα, κάτι που η φίλη μου η Sadahzinia το κατάλαβε πριν ακόμα το εξηγήσω. Δεν είμαι τελείως σίγουρη αν τα ακούω όντως – ίσως λίγο από το ένα ακουστικό που φοράω στο δεξί αυτί (το αριστερό είναι νεκρωμένο από καιρό, τα έχει φτύσει, έχει παραδώσει τελείως τα όπλα, καπούτ λέμε, οριστικά). Περισσότερο όμως εισπράττω τη δόνηση από τα μπάσα, ειδικά αν το πάτωμα είναι ξύλινο, η δόνηση ανεβαίνει σε όλο μου το σώμα από το πάτωμα προς τα πάνω και αισθάνομαι πλέον τη μουσική στο σώμα μου.
Αυτή λοιπόν η εμπειρία της δόνησης, μαζί με τα αναμφίβολα οπτικά ερεθίσματα, μου επέτρεψαν να παρακολουθήσω με τον δικό μου τρόπο τη συναυλία, τις εντυπώσεις από την οποία θα σας μεταφέρω στο αμέσως επόμενο ποστ.
Όχι βέβαια ότι δεν έχει συμβεί ιστορικά. Σύμφωνα με κάποιες φήμες, τελευταία φορά που παρέστη κουφός σε συναυλία ήταν το 1824, όταν παρουσιάστηκε στο κοινό η Ενάτη του Μπετόβεν, ο δε συνθέτης ήταν πια τελείως κουφός, και χρειάστηκε μάλιστα να τον γυρίσουν προς το κοινό ώστε να αντιληφθεί τα χειροκροτήματα.
Φίλοι μου, μην ανησυχείτε – δεν την ψώνισα ακόμη σε τέτοιο βαθμό ώστε να κάνω παραλληλισμούς με τον Μπετόβεν. Κανένα παραλληλισμό εκτός από τον προφανή – της κοινής κουφαμάρας μας. Εξάλλου, εγώ δεν συνέθεσα μουσική κι ούτε είχα ποτέ (ούτε και στα μικράτα μου, που ακόμη άκουγα κάποια πράγματα) την προδιάθεση να το κάνω. Έγραφα όμως στίχους – από πάντα. Έχω αναμνήσεις από την ηλικία των τριών ή τεσσάρων, προτού ακόμη μάθω να γράφω, που όλη μέρα τραγουδούσα στιχάκια δικής μου εμπνεύσεως στην αυλή του σπιτιού, όπως κατηγορηματικά με βεβαιώνει και η μαμά μου.
Το πράγμα θα έμενε μεταξύ μας (ανάμεσα στη μαμά μου και σε μένα, άντε βία να το ψυλλιαζόταν ο πατέρας μου και ο αδερφός μου), αν δεν επέμενα μεγαλώνοντας να γράφω ποίηση η πρόζα που κανένας δεν καταλαβαίνει…όπως θα το ‘λεγε και ο Σεφέρης.
Πεπεισμένη πως ούτως ή άλλως κανείς δεν θα καταλάβαινε, έριξα τα πρώτα μου ποιήματα ως μποτίλια στο πέλαγος του διαδικτύου αρχικά και στο βιβλίο που έβγαλα πριν από λίγους μήνες (Αν-επίκαιρα ποιήματα, εκδόσεις Δαρδανός-Τυπωθήτω, 2007). Περιέργως πως, το μήνυμα στο μπουκάλι βρήκε αρκετούς αποδέκτες.
Αλλά το πιο κουφό απ’ όλα (γιατί, θα το ‘χετε πια καταλάβει, σε μένα συμβαίνουν πάντα τα πιο κουφά πράγματα) είναι ότι ένας από αυτούς τους αποδέκτες είναι ο B.D.Foxmoor των Active Member, που όχι απλώς άνοιξε το μπουκάλι και διάβασε το μήνυμα, αλλά επιπλέον διάλεξε και το πρώτο ποίημα της συλλογής, το έντυσε μουσικά, και το επέστρεψε σε ένα κοινό ακουόντων ως τραγούδι. Πρόκειται για το τραγούδι 29 από τον καινούριο του δίσκο: “Όταν οι μικρόνοοι hiphoρραγούν”, που διανέμεται αυτές τις μέρες μαζί με το περιοδικό Δίφωνο (τεύχος Μαρτίου), και (όπως είχα ξαναγράψει στο πρώτο ποστ), μπορείτε να το ακούσετε κι εδώ: http://www.poiein.gr/archives/1646/index.html
Μετά από όλα αυτά, το λιγότερο που μπορούσα να κάνω είναι να πάω κι εγώ στη χθεσινή συναυλία του B.D.Foxmoor στο Gagarin, για να τιμήσω κι εκείνον και τη Sadahzinia, με την οποία μιλούσαμε καιρό εδώ στο ίντερνετ και ήθελα πια να τη γνωρίσω από κοντά.
Εξάλλου, ήθελα κι εγώ να πάω μια φορά στη ζωή μου σε συναυλία. Είναι αλήθεια πως πέρσι το καλοκαίρι με πήγε η παρέα μας στη συναυλία του Αγγελάκα στο Διακοφτό όπου έτυχε να παραθερίζουμε εκείνες τις μέρες. Αλλά αυτό δεν πιάνεται ακριβώς, γιατί η συναυλία εκείνη έγινε σε ανοικτό χώρο, σε ένα παραθαλάσσιο μαγαζί, όπου μπορούσα να πιω το ποτό μου δίπλα στη θάλασσα μέσα…στην απόλυτη ησυχία, βλέποντας τα κυματάκια να σπάνε απαλά και αθόρυβα στην αμμουδιά, ενώ λίγα μέτρα παραπέρα κάποιοι τρελοί κοπανιόντουσαν άνευ λόγου και αιτίας – ή έτσι το έβλεπα εγώ το θέμα.
Δεν είχα φανταστεί όμως πως θα πήγαινα να δω κάποιους τρελούς ακόμη να κάνουν το ίδιο σε κλειστό χώρο, όπου σίγουρα θα βαριόμουνα και δεν θα ήξερα πώς να περάσει η ώρα, χωρίς να έχω και πολλά ερεθίσματα να μου τραβάνε την προσοχή.
Προετοιμάστηκα βέβαια όσο μπορούσα: Όπως έχω συνηθίσει να κάνω, μια και έχω παρακολουθήσει, σωστότερα παρευρεθεί, σε άπειρες παρόμοιες εκδηλώσεις, όπως διαλέξεις και συνέδρια στο πανεπιστήμιο, ποιητικές βραδιές και παρουσιάσεις επίσης, ακόμη και στο θέατρο μια φορά, και σε ελληνική ταινία στο σινεμά χωρίς υποτίτλους άλλη μία, είχα εφοδιαστεί από πριν με τα απαραίτητα.
Τα οποία απαραίτητα ήταν όλο το βιβλιαράκι με τους στίχους του B.D.Foxmoor από το άλμπουμ στη τσάντα μου, το κινητό για να παίξω κανένα παιχνίδι ή να στείλω μήνυμα να περάσει η ώρα, και επίσης η φαντασία, η περιέργεια και η υπομονή που αναγκαστικά έχω αναπτύξει.
Ξέρω πως ακούγεται παράλογο να βρίσκεται ένας κουφός άνθρωπος σε συναυλία, αλλά πάλι, δεν είμαστε εντελώς αποκλεισμένοι από τα ηχητικά ερεθίσματα όπως νομίζετε οι περισσότεροι. Πρώτα πρώτα, ακόμα και τώρα φτάνουν σε μένα κάποιοι ήχοι από τα βάθη του πουθενά, όχι βέβαια στις συχνότητες της ανθρώπινης φωνής ή τις ακόμα πιο υψηλές συχνότητες, όπως είναι οι συναγερμοί των αυτοκινήτων, όπου δεν πιάνω τίποτα, δεν πάει να χαλάει ο κόσμος.
Εδώ πρέπει να πω ότι αισθάνομαι και πολύ τυχερή που δεν ζω στον πόλεμο για να “ουρλιάζουν οι σειρήνες”, έτσι το έχω δει σε όλα τα βιβλία, “ούρλιαζαν οι σειρήνες να μπούμε στο καταφύγιο” και σκέφτομαι πως σε μια τέτοια εποχή θα πήγαινα σούμπιτη με τον πρώτο βομβαρδισμό, γιατί οι μόνες Σειρήνες που έχω ακούσει να ουρλιάζουν είναι εκείνες του Οδυσσέα, στη χώρα της φαντασίας μου όπως πάντα.
Αντιλαμβάνομαι όμως τα μπάσα, κάτι που η φίλη μου η Sadahzinia το κατάλαβε πριν ακόμα το εξηγήσω. Δεν είμαι τελείως σίγουρη αν τα ακούω όντως – ίσως λίγο από το ένα ακουστικό που φοράω στο δεξί αυτί (το αριστερό είναι νεκρωμένο από καιρό, τα έχει φτύσει, έχει παραδώσει τελείως τα όπλα, καπούτ λέμε, οριστικά). Περισσότερο όμως εισπράττω τη δόνηση από τα μπάσα, ειδικά αν το πάτωμα είναι ξύλινο, η δόνηση ανεβαίνει σε όλο μου το σώμα από το πάτωμα προς τα πάνω και αισθάνομαι πλέον τη μουσική στο σώμα μου.
Αυτή λοιπόν η εμπειρία της δόνησης, μαζί με τα αναμφίβολα οπτικά ερεθίσματα, μου επέτρεψαν να παρακολουθήσω με τον δικό μου τρόπο τη συναυλία, τις εντυπώσεις από την οποία θα σας μεταφέρω στο αμέσως επόμενο ποστ.
1 σχόλιο:
Αν και δεν έχει εντολή Quote παραθέτω μικρό απόσπασμα από το κείμενο σου
*Αντιλαμβάνομαι όμως τα μπάσα, κάτι που η φίλη μου η Sadahzinia το κατάλαβε πριν ακόμα το εξηγήσω. Δεν είμαι τελείως σίγουρη αν τα ακούω όντως – ίσως λίγο από το ένα ακουστικό που φοράω στο δεξί αυτί (το αριστερό είναι νεκρωμένο από καιρό, τα έχει φτύσει, έχει παραδώσει τελείως τα όπλα, καπούτ λέμε, οριστικά). Περισσότερο όμως εισπράττω τη δόνηση από τα μπάσα, ειδικά αν το πάτωμα είναι ξύλινο, η δόνηση ανεβαίνει σε όλο μου το σώμα από το πάτωμα προς τα πάνω και αισθάνομαι πλέον τη μουσική στο σώμα μου.*
Όλοι η κωφοί αυτό αντιλαμβάνονται τα μπάσα που λες εσύ εγώ το αποκαλώ αέρα του ήχου η μάλλον του ηχείου.
Καλή συνέχεια
Δημοσίευση σχολίου