- Εσύ θα την πληρώσεις για όλους ρε καθίκι! Ακούς εκεί στου «κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα!» Θα σε λιανίσω ρε!
* Το σκίτσο (και τη λεζάντα) μας τα παραχώρησε ευγενικά ο Περαστικός
http://perastikos.blogspot.com/2008/10/blog-post_19.html
στο μπλογκ του οποίου αξίζει να περιηγηθείτε, καθώς έχει πραγματικά πολύ όμορφα σκίτσα
Ένα θεματάκι με τις πόρτες το έχω από παλιά. Μάλλον, φταίει και η γνωστή παροιμία και οι σαχλές παραλλαγές της (παρ’ την πόρτα και φύγε –ει, ωπ, που πας κύριος με την πόρτα μου; ) αλλά κυρίως το γεγονός ότι οι πόρτες είναι αδιαφανείς.
Σε μια ιδανική Κουφούπολη οι πόρτες θα ήταν μάλλον όλες από πλεξιγκλάς ή άλλα διαφανή ή ημιδιάφανα υλικά, αλλά επειδή ζω στην Αθήνα και οι πόρτες είθισται να είναι από ξύλο, είχα να αντιμετωπίσω και το θέμα της πόρτας από παλιά.
Στα σπίτια που έζησα με άλλους, το θέμα ήταν απλό: οι άλλοι άνοιγαν την πόρτα, γιατί όταν υπήρχαν κι άλλοι στο σπίτι η πόρτα ήταν μια απλή πόρτα σαν όλες τις άλλες.
Μόλις όμως οι άλλοι (οι γονείς και ο αδερφός μου αρχικά, οι 2 φοιτήτριες που συγκατοίκησα κατά τον πρώτο χρόνο της φοιτητικής μου ζωής στη συνέχεια και τώρα ο άντρας μου) έφευγαν από το σπίτι και έμενα μόνη, η πόρτα μεταμορφωνόταν σε …Κουφόπορτα κι εκεί άρχιζε το θεματάκι μας.
Τα χρόνια που έμεινα μόνη, δηλαδή από το δεύτερο έτος του Πανεπιστημίου στα 19 μου και μέχρι τα 30 που παντρεύτηκα, αντιμετώπισα το ζήτημα με διάφορες πατέντες που είχαν μια λάμπα ή ένα φωτάκι. Έτσι ώστε να μπορώ με άνεση να φτιάξω και τις δικές μου σαχλές παραλλαγές της παροιμίας (στου κουφού την πόρτα περίμενε να ανάψει το φωτάκι).
Αυτή την παραλλαγή την είχα γράψει μάλιστα και σε ένα χαρτάκι δίπλα στο κουδούνι μου όλο χαρά όταν ένας ηλεκτρολόγος μας έφτιαξε την πρώτη αυτοσχέδια πατέντα, συνδέοντας μια λάμπα με το κουδούνι της εξώπορτας, που αναβόσβηνε κάθε φορά που κάποιος το χτυπούσε.
Αυτή η πατέντα κράτησε κάποια χρόνια, στη διάρκεια των οποίων σπούδαζα ή και δούλευα ακόμα στο Ηράκλειο της Κρήτης. Μετά, γύρισα και δούλευα στην Αθήνα, οπότε είδα το ζήτημα λίγο πιο σοβαρά και οργανωμένα –είχε αναπτυχθεί και το ίντερνετ στο μεταξύ, γεγονός που με βοήθησε στο ψάξιμο- και τελικά εντόπισα μια εταιρία που έκανε εισαγωγή σε τέτοιου είδους βοηθήματα που διευκολύνουν την καθημερινή ζωή των ατόμων με προβλήματα ακοής.
Έτσι, τώρα έχω ένα ειδικό σύστημα που εντοπίζει τον ήχο και από το πάνω και από το κάτω κουδούνι, και ανάβει ένα διαφορετικό λαμπάκι κάθε φορά, ώστε να ξέρω αν πρέπει να ανοίξω την πόρτα του διαμερίσματος ή της πολυκατοικίας.
Το πρόβλημα βέβαια είναι ότι δεν μπορείς να κάθεσαι όλη την ώρα σαν χάνος πάνω από το κουτάκι του συστήματος και να κοιτάς αν ανάβουν τα λαμπάκια. Διότι στο σπίτι μου, όπως θα καταλάβατε ήδη, οι παροιμίες αλλάζουν, και η έκφραση “μου άναψαν τα λαμπάκια” έχει τελείως διαφορετικό νόημα.
Γι’ αυτό, σκοπεύω σύντομα να αγοράσω ένα ακόμα πιο εξελιγμένο σύστημα που έχει διαμορφωθεί, και περιλαμβάνει και ένα μηχανισμό που μοιάζει με βομβητή, και μπορείς να τον έχεις στην τσέπη σου και όποτε σου χτυπάνε το κουδούνι να σε ειδοποιεί ο βομβητής με δόνηση.
Σε ένα από τα επόμενα ποστ θα σας περιγράψω και το ειδικό ξυπνητήρι που έχω, καθώς το θέμα “πρωινό ξύπνημα” αποτέλεσε τον φόβο και τον τρόμο μου για τα περισσότερα χρόνια που έμεινα μόνη, διότι εκτός των άλλων είμαι και βραδινός τύπος – και άντε να σηκωθεί ένας βραδινός τύπος φοιτήτριας για να είναι στο μάθημα στις εννιά το πρωί.
Όμως, εδώ προτιμώ να σας πω μια ιστορία σχετική με την παροιμία που λέγαμε στην αρχή. Όπως είπαμε και πιο πριν, το πατρικό μου σπίτι ήταν στην Αθήνα, αλλά πέρασα τα φοιτητικά μου χρόνια (και δύο επιπλέον χρόνια ως εργαζόμενη πια) στο Ηράκλειο της Κρήτης. Τη διαδρομή Αθήνα – Ηράκλειο με το καράβι την είχα κάνει Κολιάτσου – Παγκράτι επί μία δεκαετία σχεδόν.
Στο καράβι, παρά τη συνήθεια των άλλων φοιτητών να ταξιδεύουν όλοι μαζί, εγώ προτιμούσα να ταξιδεύω μόνη. Εκμεταλλευόμουν το χρόνο του ταξιδιού (που τότε διαρκούσε όλη τη νύχτα, από τις 7 το απόγευμα μέχρι τις 5 ή 6 το πρωί) για να διαβάσω –τα μαθήματά μου ή και λογοτεχνία και ποίηση- και για να κοιμηθώ.
Η αλήθεια είναι ότι ένας κωφός επιβάτης που ταξιδεύει μόνος οφείλει να το έχει δηλώσει στη ρεσεψιόν του καραβιού, ώστε σε περίπτωση κινδύνου να ειδοποιηθεί προσωπικά από το πλήρωμα (αφού δεν μπορεί να ακούσει την προειδοποίηση και γενικά τις οδηγίες από τα μεγάφωνα).
Ωστόσο εγώ, με την απερισκεψία της νιότης, δεν το δήλωσα ούτε μια φορά μέσα σε αυτή τη δεκαετία (πολύ αργότερα συνειδητοποίησα τι κίνδυνο διέτρεχα όλα αυτά τα χρόνια, και μάλιστα το συνειδητοποίησα όταν έγινε ένα τραγικό γεγονός, δηλαδή όταν βυθίστηκε το Σαμίνα, κι εγώ είχα μόλις πριν από λίγες μέρες αφήσει οριστικά την Κρήτη για να ξαναγυρίσω στην Αθήνα).
Έμπαινα λοιπόν μέσα με το εισιτήριό μου, καθόμουν λίγο στο σαλόνι και μετά γραμμή στην καμπίνα. Συνήθως ο έλεγχος των εισιτηρίων γινόταν πριν μπούμε μέσα, και κάποιες φορές γινόταν και ένας δεύτερος έλεγχος που με έβρισκε στο σαλόνι.
Ένα απόγευμα όμως που ήμουν πολύ κουρασμένη ήθελα να πάω αμέσως να κοιμηθώ, και πράγματι πήγα και ξάπλωσα χωρίς να το πολυσκεφτώ. Μάλιστα, είχα και πάνω κρεβάτι – αλλά ακόμα και να μην είχα συνήθως ξάπλωνα στο πάνω κρεβάτι για να διευκολύνω τις γιαγιάδες που δεν μπορούσαν να σκαρφαλώσουν. Έτσι, η ορατότητά μου προς την πόρτα ήταν ακόμα πιο περιορισμένη.
Είχα λοιπόν ξαπλώσει και είχα ήδη μισογλαρώσει διαβάζοντας ένα βιβλίο, όταν ξαφνικά είδα τον υπεύθυνο για τον έλεγχο των εισιτηρίων (και άλλους 2-3 ξοπίσω του) να μπουκάρει μέσα στην καμπίνα φωνάζοντας (πρέπει να το συνηθίσω κάποτε), βέβαιος πως είχε τσακώσει έναν ύποπτο λαθρεπιβάτη!
“Δεσποινίς”, μου λέει, “τόση ώρα χτυπάμε την πόρτα και φωνάζουμε για να ελέγξουμε το εισητήριό σας, γιατί δεν ανοίγετε, δεν ακούτε;”
Κι η απάντηση η δική μου, μέσα στο ξάφνιασμα και τη σαστιμάρα, ήταν ένα ξερό “Όχι”!
Κι η απάντηση η δική μου, μέσα στο ξάφνιασμα και τη σαστιμάρα, ήταν ένα ξερό “Όχι”!
Ο δε υπεύθυνος, ενώ αρχικά είχε στο πρόσωπό του ένα χαμόγελο ικανοποίησης (ωπ, εδώ τσακώσαμε το κοριτσάκι που πέρασε στη ζούλα), στη συνέχεια εμφάνισε μια έκφραση απορίας και είπε; “Όχι; Δηλαδή εννοείτε όχι, όχι; Δηλαδή πραγματικά εννοείτε πως…καθόλου δεν ακούτε; ” και πέρασε πολύ γρήγορα από το στάδιο του πολιτισμικού σοκ στο στάδιο της συντριβής: “Μα πραγματικά δεσποινίς μου σας ζητούμε συγγνώμη, κατηγορηματικά συγγνώμη, δηλαδή εννοώ, συγχωρήστε μας, να για το εισιτήριο ήρθαμε”.
Εν τω μεταξύ, εγώ είχα ήδη βγάλει από την τσάντα μου το περίφημο εισιτήριο, και επέδειχνα πως ήμουν καθ’ όλα νόμιμη και καθ’ όλα κωφή επίσης, οπότε βεβαίως το θέμα έληξε εκεί.
Στη συνέχεια, σημείωσα νοερά στο μυαλό μου πως την επόμενη φορά θα έπρεπε, οπωσδήποτε, να ενημερώσω στη ρεσεψιόν για την κώφωσή μου και στο επόμενο ταξίδι πάλι δεν το έκανα, με τη χαρακτηριστική άρνηση και ανεμελιά που μου επέτρεπαν τα είκοσι και κάτι μου χρόνια.
Εν τω μεταξύ, εγώ είχα ήδη βγάλει από την τσάντα μου το περίφημο εισιτήριο, και επέδειχνα πως ήμουν καθ’ όλα νόμιμη και καθ’ όλα κωφή επίσης, οπότε βεβαίως το θέμα έληξε εκεί.
Στη συνέχεια, σημείωσα νοερά στο μυαλό μου πως την επόμενη φορά θα έπρεπε, οπωσδήποτε, να ενημερώσω στη ρεσεψιόν για την κώφωσή μου και στο επόμενο ταξίδι πάλι δεν το έκανα, με τη χαρακτηριστική άρνηση και ανεμελιά που μου επέτρεπαν τα είκοσι και κάτι μου χρόνια.
6 σχόλια:
Αυτές οι μικρές ιστορίες είναι μεγάλα μαθήματα για όλους μας.
Καλημέρα!
Καλησπέρα, καθημερινές ιστορίες που της βιώνουμε εσύ εγώ και όλοι η κωφοί, όμως ξέρεις πόσο τυχεροί ήμαστε εμείς σε σχέση με τους υπολοίπους; πόσες φορές χρειάστηκε να κλείσουμε τα ακουστικά, η τα κοχλιακά (εγώ τουλάχιστον) για να μην ακούμε της ‘ανοησίες’ των άλλων; Ή της φωνές του αφεντικού; Πόσες φορές μας είπαν ποσό τυχεροί είστε εσείς η κωφοί.
Κάποια στιγμή θα σου στείλω με πμ της δίκες μου βιώσεις με την κώφωση.
Σταύρο χάρηκα πολύ με το σχόλιό σου. Εσύ ειδικά που έχεις ζήσει τα ίδια πράγματα με εμένα μπορείς να γράψεις τα καλύτερα σχόλια εδώ.
Αν μου επιτρέπεις, εξηγώ εδώ στους άλλους ότι είσαι και εσύ κωφός από μικρή ηλικία και πρόσφατα έκανες και επέμβαση με την οποία έβαλες κοχλιακό εμφύτευμα (το οποίο μάλλον θα πρέπει να εξηγήσουμε σε επόμενο ποστ τι είναι, γιατί οι πιο πολλοί δεν θα το γνωρίζουν).
Τέλος, σε σχέση με τις "ανοησίες" των άλλων, θα θυμίσω εδώ την περίπτωση ενεός γνωστού σκακιστή, διεθνή μέτρ, του οποίου το όνομα αυτή τη στιγμή μου διαφεύγει, για τον οποίον έλεγαν πως όταν ο αντίπαλος του έκανε πρόταση για να συμφωνήσουν για ισοπαλία, ο σκακιστής έκλεινε επιδεικτικά το ακουστικό του!
Πάντως, αν ρωτάς εμένα, θα προτιμούσα να τις ακούω και αυτές τις ανοησίες, ειλικρινά.
*ενός γνωστού σκακιστή, εννοώ.
Μια και ανάφερες το κοχλιακό για ενημέρωση του κόσμου θα γράψω ότι έχω βίωση μέχρι τώρα ακόμα και όσα μου είπε η λογοθεραπευτρία για τα λάθη που κάνουν η γιατροί που δεν υπάρχει μια σωστή ενημέρωση του κόσμου ετοιμάζω υλικό.
Ειλικρινά πως αντέχεις να ‘ακούς’ (δηλ χειλιοαναγνώσει) ακόμα και της ανοησίες του κόσμου;
Ενδιαφέρουσες λύσεις μπορείς επίσης να βρείς εδώ!
Δημοσίευση σχολίου